Η συμφωνία για την επίλυση του μακεδονικού ζητήματος δεν προσφέρεται ούτε για θριαμβολογίες ούτε για μεμψιμοιρίες.
Η κυβέρνηση, που κληρονόμησε ένα τόσο σοβαρό εθνικό ζήτημα, είχε να επιλέξει μεταξύ δύο δρόμων: ή να ακολουθήσει εμπροσθοβαρή πολιτική ή να γίνει μέρος του προβλήματος. Αυτό είναι το δίλημμα.
Η χώρα μας ή θα αναλάβει ενεργό ρόλο και θα γίνει προωθητικός παράγοντας της ειρήνης, της συνεργασίας, της φιλίας και της ανάπτυξης στην περιοχή των Βαλκανίων, δίαυλος για την ουσιαστική συμμετοχή στις διεργασίες που σημειώνονται στην περιοχή για λόγους εθνικούς, οικονομικούς, κοινωνικούς και επιχειρηματικούς ή θα αποδεχθεί παθητικά την ήδη αρνητικά διαμορφούμενη για τα εθνικά μας συμφέροντα κατάσταση στην περιοχή.
Είναι κατανοητές οι επιφυλάξεις που υπάρχουν για το αν η συμφωνία επιλύει οριστικά το πρόβλημα. Πρόκειται, άλλωστε, για ένα ζήτημα που ταλανίζει τη χώρα μας για δεκαετίες και είναι λογικό να υπάρχουν ανησυχίες στους πολίτες.
Δεν είναι, όμως, σε καμία περίπτωση κατανοητή η στάση της αξιωματικής αντιπολίτευσης, η οποία, όντας υπόλογη για τη διόγκωση και τη διαιώνιση του προβλήματος και τη μη αξιοποίηση ευκαιριών που δόθηκαν στο παρελθόν σε ευρωπαϊκά και διεθνή φόρα για την επίλυσή του, επιλέγει την απογοητευτική και κατώτερη των περιστάσεων πολιτική τού «ολίγον», που καθιστά τη χώρα μας και τους πολίτες της ομήρους.
Τι σημαίνει η πολιτική τού «ολίγον»; Σημαίνει ανέχομαι τη συνέχιση μιας δυσμενούς κατάστασης, καθόσον 134 χώρες έχουν ήδη αναγνωρίσει την ΠΓΔΜ ως «Μακεδονία», η οποία επιβαρύνει το «τετελεσμένο».
Ολίγον αποτελεί η απαίτηση «αφήστε το θέμα και θα το ξαναδούμε σε δυο - τρία χρόνια».
Η πολιτική τού «ολίγον», όμως, συνιστά τυχοδιωκτική και μικροκομματική πολιτική, π ρ ώ τ ο ν διότι η συγκυρία είναι κάθε φορά διαφορετική και δ ε ύ τ ε ρ ο ν διότι ο χρόνος δημιουργεί «τετελεσμένα» για την υφιστάμενη κατάσταση, που είναι πολύ δύσκολο να ανατραπούν στη συνέχεια.
Θα μπορούσα να κατανοήσω από την πλευρά της αντιπολίτευσης μια στάση κριτική ή ακόμη και μια στάση αντιθετική, αλλά επί της ουσίας, που να λέει «διαφωνώ με το σημείο “α” και αντιπροτείνω την εξής πρόταση για τη βελτίωσή της».
Συλλήβδην αρνητική στάση, όμως, από ένα κόμμα με τόσο “βεβαρημένο” παρελθόν στο συγκεκριμένο ζήτημα, όπως το κόμμα της Ν.Δ. που δεν διστάζει για μια φορά ακόμη να διχάσει τον ελληνικό λαό για να αποκομίσει κομματικά οφέλη, είναι μια ανεύθυνη, μικροκομματική, μικρόψυχη στάση.
Το εθνικό συμφέρον χρειάζεται την κριτική στάση επί της ουσίας της αντιπολίτευσης και όχι τη συνολική απόρριψη μιας συμφωνίας που η ίδια υπαγόρευσε ως «εθνική γραμμή» στο όχι πολύ μακρινό Βουκουρέστι, το 2008.
Το εθνικό συμφέρον χρειάζεται μια αντιπολίτευση και ένα πολιτικό σύστημα εν γένει που βρίσκεται ένα βήμα πιο μπροστά, που προτείνει, βελτιώνει, ολοκληρώνει την τολμηρή πρωτοβουλία που πήρε ο πρωθυπουργός, η οποία ήδη αναγνωρίζεται διεθνώς και δίνει στην Ελλάδα ορίζοντα πρωταγωνιστικού ρόλου για την επόμενη μέρα στα Βαλκάνια και στον κόσμο και την καθιστά βασικό συμμέτοχο στις ευρωπαϊκές διεργασίες.
Αυτή τη στάση υπαγορεύει το εθνικό μας συμφέρον. Στο πλαίσιο αυτό η Ελλάδα, που διέρχεται οικονομική κρίση το μεγαλύτερο μέρος της δεκαετίας, θα βγει κερδισμένη, αν διευθετηθεί το θέμα του ονόματος.
Η χώρα μας έχει πάρα πολλούς λόγους να επιδιώκει να εξελιχθεί σε πρωταγωνιστική δύναμη στην περιοχή των Βαλκανίων για την ένταξη της ΠΓΔΜ στην Ευρωπαϊκή Ενωση και το ΝΑΤΟ.
Διότι έτσι αποσπάται από το άρμα της τουρκικής επιρροής και προσδένεται στους ευρωατλαντικούς θεσμούς, στους οποίους η Ελλάδα είναι επίσης μέλος, συμβάλλοντας στην εμπέδωση κλίματος ειρήνης, συνεργασίας και σταθερότητας στην περιοχή. Ετσι θα αποφευχθεί η περαιτέρω «βαλκανιοποίηση» των Βαλκανίων.
Σε μια περίοδο έντονων μεταβολών στη διεθνή γεωπολιτική σκακιέρα, εμείς έχουμε την ευκαιρία να λύσουμε ένα ζήτημα που υπάρχει τις τελευταίες δεκαετίες. «Κόκκινη γραμμή» μας και σε αυτό το ζήτημα είναι η προάσπιση του εθνικού συμφέροντος.
Στόχος μας, να δημιουργούμε φίλους και άρα συμμάχους και όχι εχθρούς. Και αν θέλουμε να είμαστε ειλικρινείς, ακόμη και οι υπερδυνάμεις επιλέγουν να μην έχουν παραπάνω από ένα ανοιχτό μέτωπο.
Διότι, κακά τα ψέματα, τα όποια προβλήματα δεν βρίσκονται στο Βορρά, αλλά στην Ανατολή. Εκεί βλέπουμε ότι υπάρχει αποσταθεροποίηση κάθε τρεις και λίγο.
Εν κατακλείδι, υπάρχουν δύο στρατηγικές για την αντιμετώπιση των κορυφαίων εθνικών ζητημάτων. Η πρώτη είναι η διαχείρισή τους με βάση τη συντηρητική οπτική γωνία. Αυτή μαθηματικά οδηγεί στον εθνικό, πολιτικό και κοινωνικό διχασμό.
Η άλλη στρατηγική είναι η προοδευτική στρατηγική που επέλεξε η πολιτική ηγεσία της χώρας, η οποία μπορεί να ενώσει την κοινωνία, την παραγωγική βάση και το έθνος σε σύγχρονες επιδιώξεις ρόλου όχι μόνο στα Βαλκάνια, αλλά και στην Ευρώπη και στην ευρύτερη περιοχή.
Ας επιλέξουμε, λοιπόν, με νηφαλιότητα, ψυχραιμία και συναίνεση τον δρόμο της εθνικής, κοινωνικής και πολιτικής ενότητας.
Συντάκτης: Θεοδώρα Τζάκρη - Βουλευτής Πέλλας ΣΥΡΙΖΑ
Πηγή: efsyn.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου