Μολονότι o άνθρωπος πέτυχε να
κυριαρχήσει σε αξιοσημείωτο βαθμό πάνω στη φύση, ή κοινωνία δεν έχει υπό
τον έλεγχό της τις δυνάμεις πού αυτή ή ίδια δημιούργησε. Ο ορθολογισμός
τού συστήματος παραγωγής, ως προς την τεχνική πλευρά, συνοδεύεται από
τον παραλογισμό τού συστήματος μας παραγωγής ως προς την κοινωνική του
πλευρά.
Την τύχη τού Ανθρώπου διαφεντεύουν οι
οικονομικές κρίσεις, η Ανεργία, η πόλεμος. Ο άνθρωπος έχει δημιουργήσει
τον κόσμο του. Έχει δημιουργήσει εργοστάσια και κατοικίες, παράγει
αυτοκίνητα και ρούχα, καλλιεργεί σιτηρά και φρούτα. Όμως αποξενώθηκε από
το προϊόν των χεριών του, δεν είναι πια εξουσιαστής τού κόσμου πού
δημιούργησε.
Αντίθετα, αυτός ο πλασμένος απ’ τον άνθρωπο κόσμος έγινε ο εξουσιαστής του,
μπροστά στον όποιο υποκλίνεται και τον όποιο προσπαθεί να καταπραΰνει
και να καλοπιάσει. Θεός του έχει γίνει η εργασία των χεριών του.
Φαίνεται πώς υποκινείται από το προσωπικό συμφέρον, στην πραγματικότητα
όμως ολόκληρο το εγώ του, με τις συγκεκριμένες του δυνατότητες, έχει
γίνει όργανο της μηχανής πού δημιούργησε με τα ίδια του τα χέρια. Τρέφει
την αυταπάτη πώς είναι το κέντρο του κόσμου, παράλληλα όμως διαπνέεται
από την έντονη αίσθηση της ασημαντότητας, και αδυναμίας πού ένοιωθαν
κάποτε οι πρόγονοί του ενώπιων του Θεού.
Το αίσθημα απομόνωσης και αδυναμίας του
σύγχρονου ανθρώπου ενισχύεται ακόμη περισσότερο από το χαρακτήρα πού
έχουν προσλάβει όλες οι ανθρώπινες σχέσεις. Η συγκεκριμένη σχέση του
ενός ατόμου με το άλλο έχασε τον άμεσο και ανθρώπινο χαρακτήρα της και
διαπνέεται από πνεύμα συμφεροντολογικό και παζαρέματος.
Όλες οι κοινωνικές και προσωπικές σχέσεις κυριαρχούνται από τούς νόμους της αγοράς.
Είναι πρόδηλο πώς ή σχέση ανάμεσα στους οικονομικούς ανταγωνιστές
πρέπει να στηρίζεται στην ανθρώπινη αδιαφορία. “Αν ήταν αλλιώς, καθένας
απ αυτούς δε θα είχε τη δυνατότητα να επιτελέσει τα οικονομικά του
καθήκοντα — να αγωνιστεί δηλαδή εναντίον των άλλων και να συμβάλλει στην
οικονομική καταστροφή των άλλων αν αυτό είναι απαραίτητο.
Η σχέση μεταξύ εργοδότη και εργαζόμενου διαπνέεται από το ίδιο πνεύμα.
Ή λέξη «εργοδότης» είναι από μόνη της μια ολόκληρη ιστορία: Ο
ιδιοκτήτης κεφαλαίου απασχολεί ένα άλλο ανθρώπινο όν, όπως απασχολεί μια
μηχανή. Ο ένας χρησιμοποιεί τον άλλο για να επιτύχουν τα οικονομικά
τους συμφέροντα. Η σχέση τους είναι από κείνες πού ο καθένας
χρησιμοποιεί τον άλλον για την επίτευξη ενός σκοπού, ο ένας συμβάλλει
για τούς σκοπούς του άλλου.
Δεν είναι σχέση δύο ανθρώπινων υπάρξεων
πού ενδιαφέρονται η μια για την άλλη, αφού το μοναδικό κοινό ενδιαφέρον
είναι η αμοιβαία χρησιμότητά τους. Η ίδια μορφή χρησιμότητας συναντάται
επίσης και στη σχέση μεταξύ του επιχειρηματία και του πελάτη του. Ο
πελάτης είναι ένα αντικείμενο παζαρέματος και όχι ένα συγκεκριμένο
πρόσωπο, του οποίου τούς σκοπούς ενδιαφέρεται να ικανοποιήσει ο
επιχειρηματίας.
Η στάση απέναντι στην εργασία διακρίνεται για τον ολότελα συμφεροντολογικό της χαρακτήρα.
Αντίθετα από τον τεχνίτη του Μεσαίωνα, ο σύγχρονος βιομήχανος δεν
ενδιαφέρεται για το τί παράγει. Παράγει ουσιαστικά για να αποκομίσει
κέρδος από την κεφαλαιουχική του επένδυσή και ότι παράγει εξαρτάται
ουσιαστικά από την αγορά, πού παρέχει ενδείξεις πώς η επένδυση κεφαλαίου
σ’ έναν ορισμένο κλάδο θα αποδειχτεί επικερδής.
Το χαρακτήρα αυτόν αλλοτρίωσης δεν έχουν
μόνο οι οικονομικές, αλλά και οι προσωπικές σχέσεις μεταξύ των
ανθρώπων. Αντί να είναι σχέσεις μεταξύ ανθρώπινων όντων παίρνουν το
χαρακτήρα σχέσεων μεταξύ πραγμάτων. Πιθανόν όμως η πιο σημαντική και ή
πιο καταστρεπτική περίπτωση αυτού του πνεύματος συμφεροντολογίας και
αλλοτρίωσης να είναι η σχέση του ατόμου με το εγώ του.
Ο άνθρωπος δεν πουλά μόνο εμπορεύματα, πουλά και τον εαυτό του και νοιώθει σα να είναι ο ίδιος εμπόρευμα.
Ο χειρώνακτας εργάτης πουλά τη φυσική του δύναμη. Ο επαγγελματίας, ο
γιατρός, ο εργαζόμενος σε γραφική εργασία πουλούν την προσωπικότητά
τους.
Πρέπει να έχουν «μια προσωπικότητα» αν θέλουν να πουλήσουν τα προϊόντα ή τις υπηρεσίες τους.
Αυτή ή προσωπικότητα πρέπει να είναι ευχάριστη, παράλληλα όμως ό
κάτοχός της πρέπει να διαθέτει και ορισμένα άλλα προσόντα:
ενεργητικότητα, πρωτοβουλία, τούτο ή εκείνο, ανάλογα με τη θέση του.
Όπως στην περίπτωση τού εμπορεύματος, η αγορά αποφασίζει σχετικά με την
άξια αυτών των ανθρώπινων ικανοτήτων, και ακόμη και γι’ αυτή την ύπαρξή
τους.
Εάν τα προσόντα ενός προσώπου δεν είναι
χρησιμοποιήσιμα, τότε δεν έχει κανένα προσόν. Κατά τον ίδιο τρόπο πού
ένα απούλητο εμπόρευμα δεν έχει άξια, μολονότι έχει άξια χρήσης.
Έτσι ή αυτοπεποίθηση, το «αίσθημα τού
εγώ», αποτελεί μάλλον μια ένδειξη περί του τί σκέφτονται οι άλλοι για
ένα πρόσωπο. Δεν είναι αυτός πού πείθεται για την άξια του ανεξάρτητα
από τη δημοτικότητα και την επιτυχία του στην αγορά. “Αν τον ζητούν,
είναι κάτι.
Αν δεν είναι δημοφιλής, δεν είναι τίποτα.
Αυτή η εξάρτηση της αυτοεκτίμησης από τις επιτυχίες της
«προσωπικότητάς» του αποτελεί την αίτια της τρομακτικής σπουδαιότητας
πού έχει ή δημοτικότητα για το σύγχρονο άνθρωπο. Απ’ αυτή εξαρτάται όχι
μόνο αν προοδεύει κανείς ή όχι στα πρακτικά ζητήματα, αλλά και το κατά
πόσο μπορεί να έχει εκτίμηση στον εαυτό του ή κατά πόσο περιδινείται
στην άβυσσο των αισθημάτων κατωτερότητας.
Aπό το βιβλίο του Εριχ Φρομ «O φόβος μπροστά στην ελευθερία»
Πηγή: antikleidi.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου