Αυτό που αποκαλούμε κοινώς ως ιδεολογία,
στην ουσία αποτελεί την συστηματοποίηση και αναγωγή σε θεωρητικό σχήμα,
της απογοήτευσης μέρους των ατόμων από την ισχύουσα τάξη πραγμάτων
καθώς και της πρότασής τους για μια εναλλακτική διαμόρφωσή της.
Κατά κάποιον τρόπο – εντελώς ιστορικό κι
όχι ιδεαλιστικό-, οι περισσότερες από τις γνωστές πολιτικές θεωρίες και
τα μεγάλα ιδεολογικά φιλοσοφικά συστήματα, αναδύθηκαν και αναπτύχθηκαν
σε εποχές και περιοχές με δεδομένες οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες,
ικανές δηλαδή να επιτρέψουν σε νέα συστήματα σκέψης και πράξης να
ευδοκιμήσουν. Έτσι, μπορούμε να φανταστούμε τα αίτια εξαιτίας των οποίων
ο επιστημονικός σοσιαλισμός που εισήγαγε πρώτος ο Μαρξ, βρήκε το έδαφός
του στην κεντρική και δυτική Ευρώπη (Γερμανία και Αγγλία αντίστοιχα οι
χώρες στις οποίες συνέγραψε τα κυριότερα έργα του) κατά τις αρχές του
δεύτερου μισού του 19ου αιώνα.
Οι επικρατούσες τοτινές παραγωγικές
σχέσεις, με τις υπάρχουσες παραγωγικές δυνάμεις, όπως είχαν ήδη
διαμορφωθεί και συνέχιζαν να διαμορφώνονται με την όλο κι ευρύτερη
εισαγωγή των μηχανών στη βιομηχανία κι εν γένει στο παραγωγικό προτσές,
ήταν οι παράγοντες που συνετέλεσαν στην συγκρότηση ενός εύφορου
ερείσματος για την επιστημονική θεμελίωση της
σοσιαλιστικής-κομμουνιστικής θεωρίας.
Αντίστοιχο παράδειγμα, δύναται να
αντλήσει κανείς από την περίπτωση της εμφάνισης του γερμανικού ναζισμού
κατά την περίοδο της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης (1919-1933). Η πάλαι ποτέ
κραταιά Δεύτερη Γερμανική Αυτοκρατορία, δομημένη πάνω στα πρότυπα της
άτεγκτης και σκληροπυρηνικής πολιτικής του Μπίσμαρκ, εξέρχεται από τον
Μεγάλο Πόλεμο ηττημένη, κατακρεουργημένη εδαφικά από τις συνασπισμένες
δυνάμεις της Αντάντ και οικονομικά χρεοκοπημένη.
Οι οικονομικές της υποχρεώσεις προς τους
νικητές του πολέμου, σε συνδυασμό με την μετέπειτα παγκόσμια
καπιταλιστική κρίση του 1929, που για την μεσοπολεμική Γερμανία έμοιαζε
ανυπέρβλητη, το έντονα οξυμένο αίσθημα του πληγωμένου γοήτρου, η
οικονομική εξαθλίωση των μαζών, οι αποτυχίες της εκεί σοσιαλδημοκρατίας
(με κορυφαία την κίνηση των Σπαρτακιστών) και βεβαίως ο εγγενής νόμος
του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής, που θέτει τον ιμπεριαλιστικό
πόλεμο ως αδήριτη προυπόθεση για την εκ νέου τόνωση της αγοράς, γέννησαν
τον χιτλερικό υπερεθνικισμό, που μολονότι βαπτισμένος με το ιδεολογικό
περίβλημα του εθνικού σοσιαλισμού, εντούτοις επιβεβαίωσε, όπως άλλωστε
και ο ιταλικός φασισμός, την γνωστή ρήση «ο φασισμός είναι το
μαντρόσκυλο του καπιταλισμού». Ωφελημένη βρέθηκε και στις δυο
περιπτώσεις η εγχώρια αστική τάξη, ενώ το κομμουνιστικό εργατικό κίνημα
υπέστη φανατικά χτυπήματα.
Θα μπορούσε κάποιος να παραθέσει κι άλλα
πολλά παραδείγματα καταστασιακών συγκυριών σε ποικίλους χώρους και
χρόνους που γέννησαν πολύ συγκεκριμένες ιδεολογικές κατευθύνσεις, εκ των
οποίων, άλλες περισσότερο συντηρητικές κι άλλες καταφανώς πιο
ριζοσπαστικές. Ιδεολογίες κι επιμέρους εκφάνσεις ιδεολογιών (π.χ.
αναρχισμός-αναρχοσυνδικαλισμός), οι οποίες έχοντας έναν πρωτογενώς
ακέραιο βασικό ιδεολογικό πυρήνα, διαφοροποιούνταν αναλόγως των
ιδιαίτερων συνθηκών που επικρατούσαν στο πεδίο αναφοράς του και πιθανής
εφαρμογής τους (λ.χ. σε έναν ορισμένο βιομηχανικό κλάδο). Επομένως, με
μια πολύ επιγραμματική μνεία και στην ιστορία του ελευθεριακού
κινήματος, παρατηρούμε πως κι αυτή δεν υπήρξε ποτέ ενιαία, συμπαγής και
ευθύγραμμη, καθώς διαφορετική πορεία διέγραψε λ.χ. ο γερμανικός από τον
γαλλικό, ιταλικό ή ισπανικό αναρχισμό.
Η Ιδεολογία συνεπώς, ιδωμένη
στην αμιγώς ιδεοτυπική μορφή της, μάλλον προσδιορίζεται ως μια
αναγκαστική, ιστορικά αναγκαστική φαντασιακή διαμόρφωση σχέσεων
νοήματος, ανάμεσα σε ανθρώπους και πράγματα, ανθρώπους και ανθρώπους,
ανθρώπου και Φύση. Σχέσεις νοήματος που εμπεριέχουν οργανικά,
στοιχεία συνειδητότητας (ταξικής συνειδητότητας π.χ.), δεσμευτικότητας,
άρα και αυστηρής προσήλωσης στον επιδιωκόμενο στόχο, που μπορεί να
εκκινεί απο μερική παρέμβαση στο modus operandi της καθεστηκυίας τάξης
και να φτάνει ως την ριζική ανατροπή της.
Είναι σημαντικό επίσης να τονισθεί, πως η
γνωσιοθεωρητική σύλληψη- διαμόρφωση μιας ιδεολογίας και η πραγμάτωσή
της σε επίπεδο καθολικό, είναι δύο διαφορετικά ζητήματα. Και πάλι όμως, η
πραγμάτωση αυτή, συνιστά την αποκρυστάλλωση των νέων νοηματικών
σχέσεων μέσα σε δεδομένες πραγματικές συνθήκες.Έτσι, ενώ η μαρξιστική
θεωρία αναπτύχθηκε στις ήδη βιομηχανοποιημένες Γερμανία και Αγγλία,
έμελλε να πραγματωθεί -όπως αυτό συνέβη με όλες τις αποκλίσεις,
στρεβλώσεις και παθογένειες- εν αντιθέσει με τις προβλέψεις, στην
ημιφεουδαρχική τσαρική Ρωσία.
Μια αναγκαία παρατήρηση που πρέπει
οπωσδήποτε να σημειωθεί στο σημείο αυτό, είναι πως με τον όρο «συνθήκη», δεν εννοούνται αποκλειστικά και μόνο οι υλικοί
όροι, η παραγωγή και τα οικονομικά μεγέθη, όσα δηλαδή εγκιβωτίζονται
στους «αντικειμενικούς όρους», αλλά και οι «υποκειμενικοί όροι», εφόσον ιστορικά έχει αποδειχθεί οτι
κι αυτοί διαδραματίζουν εξίσου σημαντικό ρόλο στη πιθανότητα που συναντά
μια ιδεολογία να καταστεί εφαρμόσιμη (βλ. παράδειγμα Ρωσικής
επανάστασης).
Η Ιδεολογία, όπως έγραφε χαρακτηριστικά ο Μαρξ, είναι ψευδής, στρεβλή συνείδηση.
Υπό την έποψη της αντανάκλασης της εκάστοτε παραγωγικής-υλικής υποδομής
στο εποικοδόμημα, είχε δίκιο. Αναντίρρητα λοιπόν, λέμε πως η ιδεολογία
της κυρίαρχης τάξης, σε όλα τα κοινωνικά συστήματα, είναι και η κυρίαρχη
ιδεολογία. Ωστόσο, η ιδεολογία αυτή, αν και μονομερής και μεροληπτική,
είναι προσαρμοσμένη και επιμελώς επενδεδυμένη σε κάθε θεσμική και
συνειδησιακή έκφανση του συλλογικού βίου, προκειμένου να εκλαμβάνεται
σαν αυτονόητη, κι ως εκ τούτου να συντηρείται η αναπαραγωγή της (εδώ,
είναι αξιοσημείωτη η αναφορά στο έργο του Αλτουσέρ για τους ΙΜΚ:
ιδεολογικούς μηχανισμούς κράτους).
Κατά συνέπεια, αν κι ενδέχεται να φανεί
εν πρώτοις παράδοξο αυτό το συμπέρασμα, κάθε ιδεολογία παρουσιάζει μια
διττή φύση: αφενός μια ετεροαναφορική, σε σχέση με τα πράγματα που
επιδιώκει να μεταβάλει ή να ανατρέψει, και αφετέρου, σε σχέση με την
ίδια την ουσία της, δηλαδή με την καινή νοηματική επένδυση του
κοινωνικού, πολιτικού, οικονομικού κ.ο.κ. που αυτή εσωκλείει. Επί
παραδείγματι, όλο το φάσμα του επαναστατικού σοσιαλισμού (μαρξισμός,
αναρχισμός και όλα τα ρεύματα και οι τάσεις τους), υφίσταται θεωρητικά
μέσα στους υλικούς όρους ζωής του καπιταλισμού, εδράζεται σε πάνω σ’
αυτούς για να δημιουργήσει μια ολότελα διαφορετική καθολική
πραγματικότητα, χωρίς τάξεις, εκμεταλλευτικές σχέσεις, κράτος κ.α., εν
ολίγοις ευαγγελίζεται μια νέου τύπου κοινωνική οργάνωση που ενέχει την
δική της εσωτερική, αυτόνομη λογική, εντός της οποίας οι σημερινές
σχέσεις νοήματος μεταβάλλονται ή και καταργούνται.
Από ‘κει κι έπειτα, για να ενστερνιστεί
κάποιος μια ιδεολογία, απαιτούνται δύο τινά: πρώτον, να έχει κατακτήσει
γνωσιοθεωρητικά το περιεχόμενό της, άρα να έχει έρθει σε ουσιαστική
επαφή μαζί της, και δεύτερον, να έχει βιώσει εμπειρικά την
προαναφερθείσα ιστορική αναγκαιότητά της σε πραγματιστικό επίπεδο.
Διαφαίνεται υπόρρητα από αυτές τις συνθήκες, πως υπάρχει ή πρέπει να
υπάρχει μια συμφωνία μεταξύ της πραγματικής θέσης που καταλαμβάνει το
υποκείμενο στην ταξική διαστρωμάτωση και της ιδεολογικής του συνείδησης.
Με άλλα λόγια, το ταξικό Είναι του ατόμου, καθορίζει το συνειδησιακό
του Είναι. Ένας εύπορος μεγαλοαστός για παράδειγμα, που κληρονομεί την
οικογενειακή επιχείρηση και απασχολεί εργαζομένους, δεν μπορεί να έχει
σοσιαλιστική συνείδηση καθώς μαι τέτοια τοποθέτηση θα ήταν αντινομική.
Κατ’ αναλογία, ένας υποαμοιβόμενος εργάτης, δεν μπορεί να προασπίζεται
τους νόμους της ελεύθερης αγοράς κ.ο.κ.
Η ιστορική αναγκαιότητα της Ιδεολογίας,
δεν υπόκειται σε στατικότητα. Μεταβάλλεται, ακολουθώντας την ίδια την
ιστορική μεταβολή. Έτσι, κάθε ιδεολογικός χώρος οριοθετείται χωροχρονικά
ως απότοκο των εκάστοτε δεδομένων αντικειμενικών και υποκειμενικών
συνθηκών. Βασίζεται πάνω σ’ αυτές για να αναδυθεί, αναπτυχθεί και εν
τέλει ευδοκιμήσει. Οιαδήποτε αναγωγή σύγχρονης πολιτικής ιδεολογίας ή
συστήματος στην αρχαιότητα και το αντίστροφο, αποτελεί καταφανή
ετεροχρονισμό, κι ως εκ τούτου βρίσκεται σε διάσταση προς το ίδιο το
γεγονός της ιστορικότητας.
Στάικος Ελευθέριος.
Πηγή: antikleidi.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου