Περισσότερο από έναν χρόνο τώρα το ζήτημα του ενιαίου ή όχι της
προσχολικής εκπαίδευσης έχει ταλανίσει τον πολιτικό λόγο, τους
εκπαιδευτικούς που εργάζονται με μικρά παιδιά διαφορετικών ηλικιών, τις
συνδικαλιστικές ενώσεις, τις γενικές συνελεύσεις Τμημάτων Προσχολικής
Εκπαίδευσης, τις σχετικές επιστημονικές ενώσεις και σωματεία.
Αξίζει
να σημειώσουμε ότι οι αντιπαλότητες που διατυπώθηκαν σε σχέση με το
ζήτημα μπορεί να μην υπήρχαν αν δεν υπήρχαν δομικές, θεσμικές και
κοινωνικές αφετηρίες που τις προκαλούν. Η φοίτηση των παιδιών
διαφορετικών ηλικιών σε βρεφονηπιακούς σταθμούς και νηπιαγωγεία
συνδέεται μεταξύ άλλων με την ευθύνη διαφορετικών Υπουργείων και φορέων
τους (Ο.Τ.Α.) με διαφορετικές συνθήκες εργασίας (ωράριο εργασίας, χρόνος
διακοπών), με διαφορετικούς φορείς υπεύθυνους για τη λειτουργία των
χώρων προσχολικής αγωγής και εκπαίδευσης (σε επίπεδο ιδιοκτησίας,
στελέχωσης, συντήρησης κ.λ.π.), με διαφορετικού είδους εκπαίδευση για
τους επαγγελματίες που εργάζονται με μικρά παιδιάαλλά και με τη
διαφορετική αναγνώριση των εκπαιδευτικών υπηρεσιών που παρέχονται στα
παιδιά (φροντίδα έναντι εκπαίδευσης) ως προς το κύρος και τη σημασία
τους.
Η
διάκριση ανάμεσα στη φροντίδα (care) και στην εκπαίδευση (education)
αγνοεί ότι το δίλημμα «φροντίδα ή εκπαίδευση» έχει ξεπεραστεί στον
Ευρωπαϊκό χώρο εδώ και δεκαετίες μιλώντας για αλληλεξαρτώμενες και
αδιάσπαστες έννοιες σε ένα συνεχές (educare). Η αναγνώριση της
αναγκαιότητας μιας ολιστικής εκπαίδευσης που απευθύνεται στην υγεία και
στην ευημερία των παιδιών, στη μάθηση και στην απόκτηση κοινωνικών και
γνωστικών δεξιοτήτων αποτελεί κοινό τόπο στη σύγχρονη παιδαγωγική θεωρία
και πράξη. Υπό αυτή την έννοια, το σώμα, τα συναισθήματα και οι
σχέσεις δεν είναι μέρος της εκπαίδευσης των παιδιών; Τα παιδιά δεν
χρειάζονται και φροντίδα και εκπαίδευση καθ’ όλη τη διάρκεια των σπουδών
τους; Ή μήπως το να μαθαίνει ένα παιδί πώς να τρώει μόνο του ή το να
πηγαίνει στην τουαλέτα μόνο του δεν είναι μέρος της εκπαίδευσής του για
μία αυτόνομη ζωή; Ποια ιεραρχία και από ποιον ορισμένη, από τη μια
συνδέει τη μάθηση με την επίσημη εκπαίδευση και, από την άλλη, τοποθετεί
την γνωστική ανάπτυξη ως ανώτερη και παράλληλα ξεκομμένη από την
σωματική και συναισθηματική ανάπτυξη του παιδιού; Πώς μπορεί να υπάρξει
γνώση έξω από την εμπειρία του σώματος και των συναισθημάτων;
Σε
αυτό το πλαίσιο αποτελεί θετικό βήμα η διαφαινόμενη συμφωνία μεταξύ
διαφόρων φορέων και ενώσεων για την ένταξη της εκπαίδευσης των
βρεφονηπιοκόμων σε πανεπιστημιακό τμήμα ΑΕΙ στη συζήτηση για το
Πανεπιστήμιο Δυτικής Αττικής. Όμως η συζήτηση τόσο για το ενιαίο της
προσχολικής εκπαίδευσης όσο και για την δεκατετράχρονη υποχρεωτική
εκπαίδευση με σταδιακή υιοθέτησή της, ξεκινώντας από το δίχρονο
νηπιαγωγείο, έχει προκαλέσει σφοδρές αντιπαλότητες όχι μόνο για το δια
ταύτα αλλά και για τις παραδοχές που υπονοούνται σε όσα λέγονται υπέρ ή
κατά της.
Τα ερωτήματα που τίθενται στο τραπέζι έχουν ιδιαίτερο
ενδιαφέρον. Ερωτήματα στην τρέχουσα συζήτηση είναι ενδεικτικά: «τίνος
είναι τα παιδιά; Ή που πρέπει να φοιτούν τα παιδιά και με ποια
κριτήρια;», «τι είναι καλύτερο και τι επιζήμιο για τα παιδιά; », «τι
προσφέρει ο κάθε θεσμός και πόσο διαφορετικό είναι αυτό που προσφέρει
από τον άλλον;», «ποιος τελικά μπορεί να προσφέρει το καλύτερο για τα
παιδιά;». Το κοινό σε όλα τα παραπάνω ερωτήματα είναι ότι τίθενται ως
βάση για να συγκροτήσουν μία σειρά από επιχειρήματα την ηλικία των
παιδιών. Η παραδοχή ότι η παιδική ηλικία αποτελεί κυρίαρχα μία
βιολογική κατηγορία είναι κρίσιμη, μιας και στην επιχειρηματολογία που
πολλές φορές αξιοποιούν φορείς, πρόσωπα και οργανώσεις, τα παιδιά όχι
μόνο διακρίνονται μεταξύ τους με βάση την ηλικία αλλά και η ηλικία τους
συνδέεται με συγκεκριμένα χαρακτηριστικά. Η παραδοχή αυτή δεν είναι
καθόλου αυτονόητη και χωρίς συνέπειες. Καταρχήν η απόδοση κοινών
χαρακτηριστικών σε μια συγκεκριμένη ηλικιακή ομάδα ομογενοποιεί τα
παιδιά ανάλογα με ένα μόνο κριτήριο, την ηλικία τους, και
παραγνωρίζειτις διαφοροποιήσεις μεταξύ των παιδιών της ίδιας ηλικίας με
βάση πολλαπλά άλλα κριτήρια (το φύλο, την κοινωνική τάξη, το πολιτισμικό
κεφάλαιο κ.λ.π.).
Έτσι, όλα τα παιδιά των τριών χρονών θεωρείται
ότι έχουν τα ίδια χαρακτηριστικά και άρα τις ίδιες ανάγκες, τα ίδια
συναισθήματα και τις ίδιες ικανότητες έναντι των παιδιών των τεσσάρων,
πέντε και έξι χρονών στα οποία αποδίδονται αντίστοιχα άλλα
χαρακτηριστικά. Τα τετράχρονα παιδιά θεωρούνται πολύ «ευαίσθητα» για να
μπορέσουν να παρακολουθήσουν την υποχρεωτική εκπαίδευση, ενώ ξαφνικά τα
πεντάχρονα (μόλις με έναν χρόνο διαφορά) έχουν χάσει προφανώς την
ευαισθησία τους, γι΄αυτό και οι ίδιοι ομιλητές αποδέχονται την
υποχρεωτικότητα της εκπαίδευσης σε αυτή την ηλικιακή ομάδα. Όλοι και
όλες γνωρίζουμε παιδιά μεγαλύτερων ηλικιών που φοιτούν στο Δημοτικό, στο
Γυμνάσιο και το Λύκειο και έχουμε πιθανά έρθει σε επαφή με τις
«ευαισθησίες» πολλών παιδιών που μιλούν για μια υποχρεωτική εκπαίδευση
που συχνά δεν έχει νόημα γι’ αυτά, τα φορτώνει με ύλη και άγχος μελέτης
και κυρίως χωρίς το αίσθημα της φροντίδας και του ενδιαφέροντος να
είναι το κυρίαρχο από την εκπαιδευτική τους εμπειρία, για το κάθε παιδί
χωριστά και για όλα μαζί.
Είναι άραγε αυτός λόγος να μη θέλουμε
την υποχρεωτική εκπαίδευση μιας που κάποιες φορές πλήττει την
«ευαισθησία» αυτών των παιδιών, κατ’ αναλογία με το επιχείρημα που
συζητιέται σήμερα στην προσχολική ηλικία; Η υποχρεωτικότητα με όρους
μιας δημόσιας και δωρεάν εκπαίδευσης έχει ως σκοπό να διασφαλίσει την
πρόσβαση των μικρών παιδιών σε ένα αποδεδειγμένα διεθνώς ωφέλιμο γι’
αυτά πλαίσιο εμπλουτισμού των εμπειριών τους και αντιστάθμισης των
υπαρκτών κοινωνικών ανισοτήτων, και το πλαίσιο αυτό δεν είναι άλλο από
την φοίτηση των παιδιών στην προσχολική εκπαίδευση.
Ενδιαφέρον επίσης σε αυτή τη συζήτηση είναι ποιος αποφασίζει για το βέλτιστο συμφέρον των παιδιών. Φαίνεται ότι αυτοί που αποφασίζουν είναι οι ενήλικες που ως «ειδικοί» για διαφορετικούς λόγους γνωρίζουν το βέλτιστο συμφέρον των παιδιών και άρα το πού, πώς, πότε και με ποιον είναι καλύτερο τα παιδιά να βρίσκονται. Ποιος είναι όμως (ή θα έπρεπε να είναι) ο ρόλος των παιδιών στη συνδιαμόρφωση μιας εκπαίδευσης με νόημα και ενδιαφέρον γι’ αυτά, με αποτέλεσμα την ολόπλευρη ανάπτυξήτους; Με ποια κριτήρια τελικά αξιολογούμε την ποιότητα της παρεχόμενης εκπαίδευσης και πώς εξασφαλίζουμε να ακουστεί η φωνή των παιδιών ως των κύριων συμμετεχόντων σε αυτήν για την διαμόρφωση και την αποτίμησή της;
Ενδιαφέρον επίσης σε αυτή τη συζήτηση είναι ποιος αποφασίζει για το βέλτιστο συμφέρον των παιδιών. Φαίνεται ότι αυτοί που αποφασίζουν είναι οι ενήλικες που ως «ειδικοί» για διαφορετικούς λόγους γνωρίζουν το βέλτιστο συμφέρον των παιδιών και άρα το πού, πώς, πότε και με ποιον είναι καλύτερο τα παιδιά να βρίσκονται. Ποιος είναι όμως (ή θα έπρεπε να είναι) ο ρόλος των παιδιών στη συνδιαμόρφωση μιας εκπαίδευσης με νόημα και ενδιαφέρον γι’ αυτά, με αποτέλεσμα την ολόπλευρη ανάπτυξήτους; Με ποια κριτήρια τελικά αξιολογούμε την ποιότητα της παρεχόμενης εκπαίδευσης και πώς εξασφαλίζουμε να ακουστεί η φωνή των παιδιών ως των κύριων συμμετεχόντων σε αυτήν για την διαμόρφωση και την αποτίμησή της;
Προσπαθώντας λοιπόν να επανατοποθετήσουμε τη
συζήτηση για το ενιαίο της προσχολικής εκπαίδευσης και την
υποχρεωτικότητά της αντλώντας από τις παραδοχές που υπονοούνται στην
επιχειρηματολογία που αναπτύσσεται κάθε φορά ένθεν κακείθεν θα
αντιτάσσαμε, σε όσα ακούγονται, κρίσιμα εκπαιδευτικά ζητήματα που
ξεπερνούν το χώρο της προσχολικής εκπαίδευσης. Το ουσιαστικό ζήτημα δεν
είναι λοιπόν η επιλογή του καταλληλότερου τόπου και τρόπου εκπαίδευσης
των παιδιών ανάλογα με την ηλικία τους αλλά οι συνέπειες μιας παραδοχής
που υπονοείται στην τρέχουσα επιχειρηματολογία ότι τα παιδιά που ανήκουν
σε μια ηλικιακή ομάδα είναι ίδια και άρα κοινές επιλογές και ενέργειες
των ενηλίκων θα έχουν τον ίδιο αντίκτυπο σ’ αυτά.
Το ουσιαστικό
ζήτημα δεν είναι πότε να ξεκινά η υποχρεωτική εκπαίδευση αλλά πώς η
οργάνωση ενός εκπαιδευτικού συστήματος με μια ομογενοποιημένη λογική
(«one size fits all») κάνει ορισμένα παιδιά, ανεξαρτήτως ηλικίας, να
απέχουν από το σχολείο, να διαμαρτύρονται για τη φοίτησή τους σ’ αυτό,
να θεωρούνται πολύ «ευαίσθητα» και καθόλου ανθεκτικά για να αντέξουν το
εκπαιδευτικό σύστημα που μετέχουν.
Αντί λοιπόν να συζητάμε για το
τι είναι καταλληλότερο για τα παιδιά αποδίδοντας σε αυτά χαρακτηριστικά
με αυθαίρετους και γενικευμένους όρους, μήπως χρειάζεται να συζητήσουμε
πώς σε μια υποχρεωτική εκπαίδευση με όρους μιας δημόσιας και δωρεάν
εκπαίδευσης, με στόχους αντισταθμιστικούς και ενισχυτικούς της
κοινωνικής δικαιοσύνης, μπορούμε να διασφαλίσουμε ότι όλα τα παιδιά θα
νοιώθουν χαρά από τις εκπαιδευτικές εμπειρίες που μετέχουν, θα νοιώθουν
ότι ο εκπαιδευτικός θεσμός που τους υπηρετεί είναι ένας χώρος δικός τους
που τους εκφράζει και που μπορούν να εκφράζονται και θα εξασφαλίσουμε
εκείνες τις συνθήκες που ευνοούν την ολόπλευρη ανάπτυξη των παιδιών; Ας
προτάξουμε λοιπόν ως μια καλή ευκαιρία τη συζήτηση για την προσχολική
εκπαίδευση και τις παραδοχές της για να ξανασκεφτούμε το σύνολο της
παρεχόμενης εκπαίδευσης στα παιδιά μας με όρους μιας διαφοροποιημένης
και συμμετοχικής διαδικασίας, με όρους μιας ολόπλευρης παιδείας που
αγγίζει το σώμα, το συναίσθημακαι το νου όλων των παιδιών.
Σοφία Αυγητίδου - Καθηγήτρια του Πανεπιστημίου Δυτικής Μακεδονίας
Πηγή: tvxs.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου