Ενα βήμα πιο μακριά από τον εκσυγχρονισμό της εκπαίδευσης βρίσκεται
από χθες η ελληνική κοινωνία καθώς η Ολομέλεια του Συμβουλίου της
Επικρατείας έκρινε αντισυνταγματική την απόφαση του πρώην υπουργού
Παιδείας, Νίκου Φίλη, με την οποία επιχειρήθηκε μια ριζοσπαστική αλλαγή
στον τρόπο διδασκαλίας του μαθήματος των Θρησκευτικών στις τάξεις του
Δημοτικού και του Γυμνασίου.
Το σκεπτικό της απόφασης του ΣτΕ, που διέρρευσε χθες, συνοψίζεται στη
φράση «ορθόδοξη χριστιανική συνείδηση» ως μόνη και αναγκαστική επιλογή
για το περιεχόμενο διδασκαλίας των Θρησκευτικών στα σχολεία.
Αν η διαρροή είναι ακριβής, τότε οδηγούμαστε με μαθηματική ακρίβεια
σε περιβάλλον θρησκευτικού σκοταδισμού, με ένα μάθημα ομολογιακής φύσης
που αποκλείει -εκτός των άλλων- μεγάλα σύνολα μαθητών, οι οποίοι ανήκουν
σε άλλα θρησκευτικά δόγματα είτε απλά δεν έχουν κανενός είδους
προσήλωση σε οποιαδήποτε θρησκεία.
Η απόφαση ωστόσο δεν έχει καμία απολύτως έννομη συνέπεια καθώς
ουδόλως επηρεάζει τη διδασκαλία του μαθήματος, μια και σε ισχύ
βρίσκονται δύο αποφάσεις που φέρουν την υπογραφή του νυν υπουργού
Παιδείας Κώστα Γαβρόγλου και ο πυρήνας των οποίων είναι οι θιγόμενες
αποφάσεις του πρώην αρμόδιου υπουργού, Νίκου Φίλη.
Συγκεκριμένα, μετά την αρχική εφαρμογή των νέων προγραμμάτων σπουδών
για το μάθημα των Θρησκευτικών, κατά το σχολικό έτος 2016-17, υπήρξε
διάλογος του υπουργείου Παιδείας και του Ινστιτούτου Εκπαιδευτικής
Πολιτικής με ορισθείσα από την Ιερά Σύνοδο της Εκκλησίας της Ελλάδος
ειδική επιτροπή Ιεραρχών και πανεπιστημιακών θεολόγων.
Επί τη βάσει αυτού του διαλόγου και με τη σύμφωνη γνώμη της Εκκλησίας
εκδόθηκε τον Ιούνιο του 2017 νέο ΦΕΚ και τροποποιημένα προγράμματα
σπουδών για το μάθημα των Θρησκευτικών.
«Ο βαθμός αποδοχής των νέων προγραμμάτων σπουδών από τους
εκπαιδευτικούς τόσο της Πρωτοβάθμιας όσο και της Δευτεροβάθμιας
Εκπαίδευσης αλλά και από τους μαθητές είναι πολύ υψηλός, και για πρώτη
φορά, με τη νέα του μορφή, το μάθημα των Θρησκευτικών εντάσσεται ομαλά
στο σχολικό πρόγραμμα χωρίς εξαιρέσεις και αμφισβητήσεις. Τούτο το
γνωρίζω εκ πείρας από τις αλλεπάλληλες επιμορφώσεις θεολόγων
εκπαιδευτικών και δασκάλων, που πραγματοποιήσαμε όλο το προηγούμενο
διάστημα στην Ακαδημία Θεολογικών Σπουδών στην Ιερά Μητρόπολη
Δημητριάδος στον Βόλο. Η κοινότητα πάντως των θεολόγων που
προβληματίζεται και συζητά για τις ευρύτερες κοινωνικές και πολιτισμικές
εξελίξεις δηλώνει έτοιμη για περαιτέρω διάλογο, πιστεύει όμως ότι μια
θεολογική και παιδαγωγική διαμάχη δεν επιλύεται στις αίθουσες των
δικαστηρίων, αλλά στο πεδίο της εκπαιδευτικής πράξης και του υπεύθυνου
θεολογικού διαλόγου» δηλώνει στην «Εφ.Συν.», ο Παντελής Λ. Καλαϊτζίδης,
δρ Θεολογίας, διευθυντής της Ακαδημίας Θεολογικών Σπουδών της Ιεράς
Μητροπόλεως Δημητριάδος και Διδάσκων στο Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο.
Ο Δημήτρης Μόσχος, αναπληρωτής καθηγητής του
Τμήματος Θεολογίας του ΕΚΠΑ, υπερθεματίζει δηλώνοντας ότι «ένα
αναβαθμισμένο μάθημα Θρησκευτικών που δυνητικά θα αφορά και μη
ορθόδοξους μαθητές είναι ένα επιστημονικό και παιδαγωγικό ζήτημα που
ξεπερνά δικαστικές αποφάσεις και προσφυγές».
Για «σύμπλευση της δικαιοσύνης με την πιο συντηρητική, εσωστρεφή και φοβική πτέρυγα της Εκκλησίας», κάνει λόγο ο Παναγιώτης Αρ. Υφαντής,
αναπληρωτής καθηγητής Τμήματος Θεολογίας ΑΠΘ και μέλος της Επιτροπής
Εμπειρογνωμόνων του νέου Προγράμματος Σπουδών του Μαθήματος των
Θρησκευτικών, ο οποίος τονίζει ότι το ζήτημα έλαβε νομική υπόσταση
κατόπιν προσφυγής του γνωστού για τις ακραίες θέσεις του μητροπολίτη
Πειραιώς Σεραφείμ, χωρίς να παραλείψει να αναφερθεί και στην πρόσφατη
σκανδαλώδη αθώωση του μητροπολίτη Αμβρόσιου.
«Οι εισηγητές της απόφασης επιμένουν σε μια μονοφωνικά ομολογιακή και
κατηχητική εκδοχή του μαθήματος, το οποίο αδυνατεί να ανταποκριθεί τόσο
στα πνευματικά ερωτήματα των σημερινών μαθητών όσο και στους όρους της
τρέχουσας και διαρκώς μεταβαλλόμενης πολυπολιτισμικής κοινωνίας. Εξ ου
και η αντιπρόταση του ΣτΕ κάθε μαθητής να διδάσκεται τα Θρησκευτικά μόνο
από τον καθηγητή που ανήκει στην ίδια θρησκεία ή χριστιανική ομολογία
με αυτόν. Ετσι, δίχως ίσως να το υποψιάζονται, καταδικάζουν όχι μόνο μια
ρωμαλέα προσπάθεια ανανέωσης του μαθήματος, αλλά και τον αυτονόητο αλλά
και ζητούμενο στόχο του σχολείου να αντιμετωπίζει τους μαθητές ως
πρωταγωνιστές στην κατάκτηση της γνώσης και ως δρώντα κοινωνικά
υποκείμενα. Με άλλα λόγια, η σημερινή απόφαση στρέφεται κατά ενός
μαθήματος και ενός σχολείου που σε επίπεδο προσωπικό θα ενθαρρύνει τη
διαμόρφωση ωριμότερων πνευματικών επιλογών και δεσμεύσεων και σε επίπεδο
συλλογικό θα συμβάλει στην υπέρβαση προκαταλήψεων και στην αναχαίτιση
φονταμενταλιστικών και μισαλλόδοξων νοοτροπιών και συμπεριφορών»
προσθέτει.
Ο ΣΥΡΙΖΑ σε σχετική ανακοίνωση κάνει λόγο για «σκεπτικό βγαλμένο από
εποχές αλήστου μνήμης, το οποίο προσομοιάζει με σκοταδιστικές απόψεις
ακραίων θεολογούντων», καλώντας παράλληλα το υπουργείο Παιδείας να
συνεχίσει το μεταρρυθμιστικό του έργο.
Το υπουργείο από την πλευρά του δηλώνει αποφασισμένο να «συνεχίσει το
έργο της ανανέωσης, του πλουραλισμού και του εκδημοκρατισμού των
προγραμμάτων σπουδών και των διδακτικών υλικών όλων των βαθμίδων»,
σημειώνοντας ότι η νέα διδασκαλία του μαθήματος των Θρησκευτικών έχει
ενσωματωθεί πλήρως και έχει γίνει απολύτως αποδεκτή από εκπαιδευτικούς
και μαθητές γιατί αποτελούσε ώριμο αίτημα της ελληνικής κοινωνίας.
Το σκεπτικό της μειοψηφίας
Οπως σημειώνουν οι πέντε δικαστές, «το Σύνταγμα και οι διεθνείς
συμβάσεις [...] ουδόλως υποχρεώνουν τον νομοθέτη να προσδώσει στο μάθημα
των θρησκευτικών ομολογιακό ή κατηχητικό χαρακτήρα»
Πρόκειται, αναμφισβήτητα, για μια πολύ σημαντική απόφαση, καθοριστική
για την εκπαίδευση, η οποία δημοσιοποιήθηκε χωρίς το πλήρες σκεπτικό
της. Επίσης, χωρίς καμία αναφορά στο σκεπτικό της μειοψηφίας.
Ομως η τεκμηρίωση αποφάσεων σε τόσο κεφαλαιώδη ζητήματα είναι ζωτικής
σημασίας. Οπως επίσης και η τεκμηρίωση της άποψης των διαφωνούντων.
Η διαρροή της απόφασης, δυστυχώς, δεν έδωσε τη δυνατότητα στην κοινωνία να έχει όλα τα δεδομένα και να κρίνει.
Η «Εφ.Συν.», πιστή στις αρχές της δημοκρατίας και της ισονομίας,
βρήκε το σκεπτικό της μειοψηφίας, που υποστηρίχθηκε από 5 δικαστές,
τμήμα του οποίου παραθέτει για την πληρέστερη ενημέρωση όλων.
«Η προσβαλλόμενη πράξη, η οποία εκδόθηκε κατόπιν γνωμοδοτήσεως των
αρμόδιων επιστημονικών οργάνων και φορέων της εκπαιδευτικής κοινότητας,
και αφού ακούσθηκαν οι απόψεις της Εκκλησίας, υπηρετεί τους σκοπούς της
παροχής από το Κράτος θρησκευτικής εκπαίδευσης πολυφωνικής και
αξιολογικά ουδέτερης, παρουσιάζει επαρκώς τη διδασκαλία της Ορθοδοξίας,
όπως προβλέπει το Σύνταγμα και οι διατάξεις των διεθνών συμβάσεων που
παρατέθηκαν σε προηγούμενη σκέψη, κινείται δε εντός των ορίων των
εξουσιοδοτικών διατάξεων, που είναι ερμηνευτές σύμφωνα με τις ανωτέρω
αυξημένης τυπικής ισχύος διατάξεις. Επομένως οι αντίθετοι λόγοι
ακυρώσεως, οι οποίοι ερείδονται σε εσφαλμένη ερμηνεία των κρίσιμων
διατάξεων, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι, ενώ η περαιτέρω
αμφισβήτηση της ουσιαστικής κρίσεως και των παιδαγωγικών επιλογών της
Διοικήσεως είναι απαράδεκτη και εκφεύγει του δικαστικού ελέγχου, ο
οποίος εν προκειμένω είναι οριακός», σημειώνουν.
Σύμφωνα με το σκεπτικό που αναπτύσσουν οι 5 δικαστές, ο νομοθέτης όχι
μόνο έχει τη δυνατότητα «να προσδώσει στο μάθημα των θρησκευτικών
θρησκειολογικό περιεχόμενο, με την κατάλληλη έμφαση στην ιστορία, το
ρόλο και τις αρχές της επικρατούσας θρησκείας, ή και να το εμπλουτίσει
με στοιχεία λογοτεχνικά, κοινωνιολογικά, λαογραφικά, φιλοσοφικά καθώς
και ιστορίας της τέχνης, για την οποία η θρησκευτικότητα αποτέλεσε
ανέκαθεν σημαντική πηγή έμπνευσης», αλλά και το περιεχόμενο αυτό
ανταποκρίνεται πληρέστερα στις επιταγές του Συντάγματος και των διεθνών
συμβάσεων.
Οπως επισημαίνουν, «το Σύνταγμα και οι διεθνείς συμβάσεις [...]
ουδόλως υποχρεώνουν τον νομοθέτη να προσδώσει στο μάθημα των
θρησκευτικών ομολογιακό ή κατηχητικό χαρακτήρα, διότι τούτο θα
ισοδυναμούσε όχι με “ανάπτυξη” θρησκευτικής συνείδησης με την
προεκτεθείσα έννοια, αλλά με “επιβολή” θρησκευτικής συνείδησης
συγκεκριμένου περιεχομένου, όπερ αντίκειται στις αρχές της θρησκευτικής
ουδετερότητας και της πολυφωνίας που διέπουν την παροχή της εκπαίδευσης
από το Κράτος και θέτει σε κίνδυνο το δικαίωμα του μαθητή να επιλέξει
και να διαμορφώσει κριτικά ουσιώδες στοιχείο της προσωπικότητάς του και
της αντίληψής του για τον κόσμο και τον άνθρωπο».
Σημειώνουν ότι η δυνατότητα εξαίρεσης του μαθητή από μάθημα που
αντίκειται στις θρησκευτικές πεποιθήσεις του «αποτελεί έσχατο μέσο διότι
δημιουργεί στεγανά μεταξύ των μαθητών και ενισχύει το αίσθημα του
αποκλεισμού εις βάρος του ομαδικού πνεύματος που πρέπει να καλλιεργεί το
σχολείο, της ενσωμάτωσης στο σχολικό περιβάλλον και της
κοινωνικοποίησης του παιδιού [...]. Ακριβώς δε αυτόν το σκοπό υπηρετεί
ένα μάθημα θρησκευτικών πολυφωνικό και αξιολογικά ουδέτερο κατά τα
εκτεθέντα. Οίκοθεν εξ άλλου νοείται ότι οι ενδιαφερόμενοι μπορούν να
συμπληρώσουν τις γνώσεις τους και την θρησκευτική αγωγή τους εκτός
σχολείου, όπως στην οικογενειακή εστία ή στο κατηχητικό κ.λπ. [...]».
Συντάκτης: Διαλεκτή Αγγελή, Άντα Ψαρρά
Πηγή: efsyn.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου