Οι μνήμες του Πέτρου Γ. Βότση από τα παιδικά του χρόνια στη Σέτινα (νυν Σκοπό)
Η μνήμη ανασταίνει τη γνώση κι εξυψώνει το είναι μας. Οι πρώτες μου μνήμες με φέρνουν στο χωριό μου, τη Σέτινα (μετονομάστηκε σε Σκοπό), ένα ορεινό χωριό της Φλώρινας στα ριζά του Καϊμακτσαλάν, όπου όλοι μας συνεννοούμασταν σε μία γλώσσα, τη «δική μας», όπως τη λέγαμε μεταξύ μας, ενώ για τους άλλους ήταν τα μακεδονικά. Μέχρι τον Εμφύλιο νόμιζα πως δεν υπάρχει άλλη γλώσσα, κι όταν πρωτάκουσα τα ελληνικά, φαντάστηκα πως δεν ήταν γλώσσα, αλλά ένα παιχνίδι των μεγάλων γλωσσικό, αν ήθελαν να μιλήσουν, χωρίς να λένε τίποτε. Με τις εκκαθαρίσεις του Παπάγου και τις μετακινήσεις μας προς τα αστικά κέντρα ή σε μέρη ελεγχόμενα από τον Εθνικό Στρατό, κατάλαβα πως και τα ελληνικά ήταν μια γλώσσα σαν τη δική μας και πως έπρεπε να τη μάθω για να καταλαβαίνω αυτά που μου “λεγε η δασκάλα μου.
Δεν θα ξεχάσω βέβαια πως την πρώτη μέρα στο σχολείο (Νηπιαγωγείο Μελίτης Φλώρινας) όπου είχαμε μετακινηθεί έμαθα τα πρώτα και μοναδικά εκείνη τη στιγμή ελληνικά μου: «εμένα με λένε Πέτρο». Σαν βγήκαμε στην αυλή του σχολείου, αρχίσαμε να μιλάμε τα «δικά μας». Τότε μας πλησίασε ένας βλοσυρός δάσκαλος κι άρχισε να μας μιλάει ελληνικά, σε τόνο αυστηρό και, κάνοντας αρχή από τους άλλους, ζητούσε να ανοίξουμε την παλάμη μας για να μας χτυπήσει δυνατά με μια χοντρή βέργα. Όταν ήρθε η σειρά μου του είπα τα μοναδικά ελληνικά που ήξερα, «εμένα με λένε Πέτρο», αλλά η γνώση αυτή δεν μ” έσωσε. Τότε κατάλαβα πως ήταν κακό να μιλάω τα «δικά μας», γιατί στο σπίτι μου “λεγαν πως ο δάσκαλος δέρνει όταν δεν ξέρεις το μάθημά σου ή όταν κάνεις κάτι κακό. Έλα όμως που δεν ήξερα τα ελληνικά! Μέχρι να τα μάθω πέρασα ένα στάδιο αλαλίας, γιατί και φοβόμουν μη φάω ξύλο και πίστευα ότι ο τρόπος που θα μιλούσα θα “φερνε το γέλιο. Αυτή ήταν η πρώτη μου διαφορετικότητα που ένιωσα. Δεν ήμουν λοιπόν σαν τον δάσκαλο, τον χωροφύλακα και μερικούς άλλους. Είχα μόνιμα όμως στο μυαλό μου την απορία: γιατί αυτοί που ήταν τόσο λίγοι να μη μάθουν τα «δικά μας» κι έπρεπε εμείς να μάθουμε ελληνικά;
Οι δικοί μου έλεγαν πως «έτσι πρέπει». Τι ήμουν όμως, αφού δεν ήμουν σαν τους άλλους; Πάντα όταν έβλεπα κάποιον να με πλησιάζει, μικρός ή μεγάλος, έκανα αμέσως τη σκέψη αν ήταν δικός μας ή από τους άλλους. Η κάθοδός μας στη Σαλονίκη επιτάχυνε τη μάθηση της ελληνικής γλώσσας κι εμπλούτισε τις γνώσεις μου γύρω από τις γλώσσες, αφού ανακάλυψα τα γαλλικά, μια και ο πατέρας μου δούλευε στο Καλαμαρί (Γαλλικό Σχολείο). Άρχισα τότε να ρωτώ αν υπάρχουν κι άλλες γλώσσες και ο πατέρας μου είπε πως υπήρχαν χιλιάδες. Θα έπρεπε άραγε να τις μάθω όλες; Ακολούθησε η άνοδός μου πάλι στο χωριό, όπου και ανακάλυψα πως υπήρχαν τα αρβανίτικα και τα βλάχικα. Τελείωσα το Δημοτικό Σχολείο στο χωριό, πάντα κάτω από την απειλή του δασκάλου μου να μη μιλάω αυτά τα ακαταλαβίστικα, γιατί με μπλέκουν, δεν θα μάθω ποτέ ελληνικά και πώς θα σπουδάσω! Αν παραβίαζα τις εντολές του, με χειροτονούσε με τη βέργα. Όταν πήγα στο Γυμνάσιο είδα πως όλοι μας μιλούσαμε ελληνικά, αλλά πάντα είχα την αγωνία της «ανίχνευσης» των άλλων. «Να “ναι δικός μας ή από τους άλλους;». Οι άλλοι στη Φλώρινα ανακάλυψα ότι αποκαλούνταν Έλληνες, Βλάχοι, Αρβανίτες, Πόντιοι και Τσιγγάνοι. Όταν κάποια μέρα πρωτοβρέθηκα στο παζάρι της Φλώρινας, άκουσα να λαλούνται όλες οι γλώσσες, πότε «καθαρές» και πότε ανακατεμένες. «Ε», σκέφτηκα, «αυτοί είναι μεγάλοι και δεν μπορεί να τους δείρει ο δάσκαλος».
Η αλήθεια είναι ότι οι καθηγητές μας δεν είχαν το πρόβλημα των δασκάλων, αφού όλοι μας ξέραμε ελληνικά και σπάνια υπήρχε η ανάγκη να χρησιμοποιήσουμε κάποια δική μας λέξη, μια και το λεξιλόγιό μας είχε εμπλουτιστεί. Θυμάμαι έναν συμμαθητή μου, «δικό μας», που ήρθε σ” ένα διάλειμμα και με ρώτησε γεμάτος περιέργεια: «πώς άραγε να λέγονται στα δικά μας το τρίγωνο και ο κύκλος;». Δεν μπόρεσα, δυστυχώς, να τον διαφωτίσω. Είχαμε συνειδητοποιήσει πια, θέλαμε δεν θέλαμε, ότι εμείς ήμασταν οι «Νεσνάμηδες» (από το ne znam = δεν ξέρω), υπήρχαν οι Έλληνες, οι «Αβούτηδες» (από το αβούτον = αυτό), οι Αρβανίτες και οι Βλάχοι. Είχαμε και τους Τσιγγάνους στην άκρη της πόλης (Τσιφλίκι), αλλά αυτοί δεν έρχονταν στο Γυμνάσιο και οι γονείς τους ήταν «πολύγλωσσοι» και ανταποκρίνονταν θαρραλέα σ” όλες τις γλώσσες. Στους γάμους, τα πανηγύρια και τις έντονες συγκινήσεις (χαρά, λύπη κ.ά.) η γλώσσα που μας έβγαινε ήταν η δική μας.
Θυμάμαι πως και ο πιο φανατικός Έλληνας (γραικομάνο τον λέγαμε εμείς), σαν πέθανε η γυναίκα του τη μοιρολόγησε στη δική μας γλώσσα.Τα τραγούδια που συνόδευαν τα τραπέζια μας και τις χαρές μας ήταν ελληνικά καταρχήν, μα σαν προχωρούσε το γλέντι και το οινόπνευμα εξαφάνιζε τις αναστολές, τους ενδοιασμούς και τους φόβους, τότε ακούγονταν τα δικά μας τραγούδια κι έβλεπες με τι έκφραση και πάθος αποδίδονταν τα μελαγχολικά μας τραγούδια, με συμμετοχή όλων. Αν όμως στο τραπέζι παραβρισκόταν χωροφύλακας, τότε σίγουρα δεν ακουγόταν κανένα δικό μας τραγούδι. Οι χοροί μας, μια κι ακουγόταν μόνο μουσική, χορεύονταν και μάλιστα ο καθαρά τοπικός χορός μας, η πουστσένα (λυτός), με μια έκσταση που φαινόταν τόσο στην κίνηση του σώματος όσο και στα βλέμματα και την έκφραση των προσώπων, χώρια που ξεσηκώνονταν όλοι. Μας έμαθαν πως αυτά που μιλούσαμε δεν ήταν γλώσσα, αλλά ένα νόθο ιδίωμα κι αυτό όχι με επιχειρηματολογία, αλλά έτσι δογματικά. Μας χλεύαζαν όταν κάποιοι από εμάς μιλούσαν φανερά τα δικά μας και ήθελαν να μας πείσουν πως οι μελωδίες που χορεύαμε δεν έχουν λόγια. Ακόμη και σήμερα, όταν μιλάμε τη γλώσσα μας σε καφενεία, υπαίθριους χώρους και αλλού, όταν πλησιάσει κάποιος άγνωστος, αλλάζουμε λαλιά κι όχι από ευγένεια αλλά από φόβο. Έχει μεταβιβαστεί επίκτητα ο φόβος κι αυτό εξηγείται με τη συμπεριφορά της πολιτείας στο παρελθόν.
Το διαφορετικό δεν είναι κακό, κι αυτό το δέχονται όλοι, όμως το να προσπαθούν να σε πείσουν ότι ειδικά από τη δική σου διαφορετικότητα κινδυνεύει η πολιτεία, να σε υποχρεώνουν να μιλάς μια γλώσσα που δεν ξέρεις και να γελοιοποιείσαι, να σ” αναγκάζουν να φτύνεις το γάλα της μάνας σου, αυτό σίγουρα προκαλεί πικρία, κατάθλιψη και αναπαράγει τη μελαγχολία μας… Στο Πανεπιστήμιο (Αθήνα) η εξομοίωση ήταν πλήρης. Κανένας δεν με ρώτησε από ποιους ήμουν και σε εμένα σχεδόν εξαλείφτηκε εκείνη η αγωνία και η περιέργεια της ανίχνευσης των άλλων, αν είναι δικοί μας ή από τους άλλους. Πέρασαν χρόνια, βρίσκομαι στην 7η δεκαετία της ζωής μου, ποτέ δεν έπαψα να νιώθω αυτό που είμαι και ποτέ δεν μπόρεσα να συγκρατήσω τους λυγμούς και την οργή μου σαν θυμάμαι: – Το χωροφύλακα να συνοδεύει τον πατέρα μου για την υποδοχή της βασίλισσας Φρειδερίκης. – Τις απανωτές μηνύσεις για την κοπριά στις αυλές μας. – Τη μη χορήγηση άδειας για καλλιέργεια καπνού. – Τις παρατηρήσεις για την ποιότητα της σημαίας που αναρτούσαμε στις εθνικές επετείους. – Τις εξορίσεις και τις φυλακίσεις των δικών μας με την κατηγορία «δωσιλόγων» και με μόνη κολάσιμη πράξη τη χρήση της ντοπιολαλιάς. – Την αποπομπή και μη εξυπηρέτηση των δικών μας από τις δημόσιες υπηρεσίες, με τη δικαιολογία ότι μιλούσαν «βουλγάρικα» και δεν μπορούσαν να συνεννοηθούν. – Την απαγόρευση της γλώσσας μας επί Μεταξά με χρηματικό πρόστιμο σε όποιον τη μιλούσε. – Την αλλαγή των ονομάτων και των επιθέτων μας. – Την αλλαγή τοπωνυμίων και ονομάτων των χωριών μας. – Την απαγόρευση του φυσικού δικαιώματος των συγχωριανών μου να πεθάνουν στον τόπο τους, αφού «απώλεσαν» την ιθαγένεια. – Την προσφυγή στα ευρωπαϊκά δικαστήρια, για να επιτραπεί η ίδρυση του συλλόγου «Μακεδονικό Σπίτι». – Την ερήμωση των χωριών μας (βλέπε Πρέσπα, Πρώτη, Ακρίτας κ.ά.) από τη μετανάστευση, ως μόνη λύση για επιβίωση, με αποτέλεσμα τη δημιουργία ισχυρών κοινοτήτων σήμερα στον Καναδά, την Αυστραλία και αλλού και, τέλος, – Να σε τιμωρούν άμεσα και έμμεσα και να σε κατηγορούν ως διαφορετικό, αλλά να μη σου αναγνωρίζουν τη διαφορετικότητά σου.
Πέτρος Γ.Βότσης Αναδημοσίευση από την εφημερίδα Κυριακάτικη Αυγή (03.07.2005)
Ο Πέτρος Γ. Βότσης γεννήθηκε στο Σκοπό-Σέτινα της Φλώρινας-Λέριν το 1943. Το 1948 το χωριό του εκκενώθηκε από τον εθνικό στρατό και αναγκαστικά παρέμεινε σε παρακείμενο χωριό, το Οβτσσάρανι-Μελίτη, όπου και είχε την πρώτη επαφή με την ελληνική γλώσσα και την εκπαίδευση στο νηπιοτροφείο. Από το Οβτσσάρανι βρέθηκε στο Σόλουν – Θεσσαλονίκη για δύο χρόνια. Το 1950 επέστρεψε με τους γονείς του στο διπλανό χωριό από το δικό του, το Κρουσσόραντι-Αχλάδα κι έμεινε για δύο χρόνια, όπου και τελείωσε την Α΄και Β΄τάξη του Δημοτικού σχολείου.
Τη Γ΄τάξη, από την αρχή του σχολικού έτους μέχρι το Φεβρουάριο την παρακολούθησε στο Κρουσσόραντι, όπου μόνος του και πεζός πήγαινε κάθε πρωί για να επιστρέψει το βράδυ, αφού εν τω μεταξύ είχαν εγκατασταθεί στο χωριό τους το φθινόπωρο του 1952. Το Φεβρουάριο του 1953 λειτούργησε το σχολείο του χωριού του, όπου και τελείωσε το Δημοτικό. Από το 1956 φοίτησε στο Γυμνάσιο Αρρένων Φλώρινας. Τα καλοκαίρια και τις γιορτές (διακοπές) δούλευε στα χωράφια και έβοσκε τα ζώα. Αποφοίτησε από το Φυσιογνωστικό τμήμα της Φυσικομαθηματικής Σχολής του Πανεπιστημίου της Αθήνας.
Από το 1970 μέχρι το 2008 εργάστηκε στην Ιδιωτική Εκπαίδευση στην Αθήνα. Έχει συγγράψει σχολικά, φροντιστηριακά βιβλία, δεκάδες άρθρα σε περιοδικά και εφημερίδες, ενώ από το 1990 δοκιμάζεται στην πεζογραφία και ιδιαίτερα στη διηγηματογραφία. (novazora.gr)
Πηγή: lifo.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου