«Οι πράξεις είναι ορθές στο βαθμό που τείνουν να μεγιστοποιούν την ευτυχία και εσφαλμένες στο βαθμό που τείνουν να προκαλούν ό,τι αντίκειται σε αυτή». (Τζων Στιούαρτ Μιλ)
Απώτατος στόχος του ανθρώπου – και σε μεγάλο βαθμό ασυνείδητος – είναι η Ευτυχία. Ως ευτυχία ορίζεται ένα αίσθημα εσωτερικής πληρότητας. Μία πληρότητα που απορρέει από μια κατάσταση εσωτερικής ισορροπίας. Είναι, δηλαδή, το αίσθημα της ψυχικής ευφορίας που βιώνει το άτομο στο βαθμό που ικανοποιεί κάποιες βασικές του επιθυμίες και πραγματώνει τους στόχους του. Από ψυχολογικής πλευράς (Φρόϋντ) αισθητοποιεί την ικανότητα του ατόμου να εναρμονίζει τις πιέσεις του ασυνείδητου με τις δεσμεύσεις της συνείδησης (Υπερεγώ) και του κοινωνικού περιβάλλοντος.
Βέβαια η ευτυχία ως αίσθημα «περισσότερο βιώνεται και λιγότερο ορίζεται». Γι’ αυτό δεν είναι μία μόνιμη κατάσταση αλλά ένα αίσθημα εφήμερο. Όσο κι αν η ευτυχία συνιστά μία υποκειμενική εμπειρία, δεν παύει να διαμορφώνεται κι από εξωτερικούς παράγοντες. Η αναζήτηση εκείνων των παραγόντων που επηρεάζουν την ευτυχία είναι δύσκολη και η επισήμανσή τους προκαλεί αντιτιθέμενες κρίσεις.
Άλλοι προβάλλουν ως προϋπόθεση της ευτυχίας την υγεία, τον υλικό πλούτο, την αρμονία με τη φύση, την εργασία, την ειρήνη, τη δημοκρατία ή τις υγιείς ανθρώπινες σχέσεις. Κάποιοι υποστηρίζουν πως ο Έρωτας συνιστά μία ακαταμάχητη προϋπόθεση ευτυχίας.
«Ο έρωτας και η λογική μοιάζουν με τον ήλιο και το φεγγάρι. Όταν ανατέλλει το ένα, δύει το άλλο». (Κικέρων)
Καθένας από τη φύση του νιώθει την ανάγκη της αγάπης και της αφοσίωσης είτε ως υποκείμενο είτε ως αντικείμενο. Η συναισθηματική πληρότητα και η ψυχική ευφορία που προκαλούνται από μία συναισθηματική σχέση δημιουργούν μία ψευδαίσθηση ευτυχίας. Κι αυτό γιατί το άτομο, όσο κι αν αισθάνεται ότι αποτελεί το απόλυτο κέντρο του ενδιαφέροντος ενός άλλου εγώ, δεν ορίζει ούτε τα δικά του συναισθήματα ούτε του “άλλου”. Υπόκειται σε μία συναισθηματική εξάρτηση, αφού η αιτία όλων των τυχόν συναισθημάτων με θετικό φορτίο απορρέουν από κάτι εξωγενές. Ο άλλος–η συνιστά έναν αστάθμευτο και μη ελέγξιμο παράγοντα.
Δεν μπορούμε, δηλαδή, να ορίσουμε ούτε τη διάρκεια αλλά ούτε και την πρόθεσή του. Ο ερωτευμένος βυθισμένος στην εξουσία των έντονων συναισθημάτων αδυνατεί να προσλάβει ορθολογικά την πραγματικότητα κι αρέσκεται στην “ηδονή” της τυφλής υποταγής στην εξουσία του άλλου. Ενός άλλου–ης που κατά τεκμήριο αποτελεί έναν απροσδιόριστο παράγοντα δημιουργίας ενός μόνιμου συναισθηματικού τοπίου μέσα στο οποίο οι τρόφιμοί του θα γεύονται τους καρπούς της ειλικρινούς αγάπης και της ερωτικής αμοιβαιότητας.
«Έρως… λυσιμελής….δάμναται νόον και επίφρονα βουλήν» (Ησίοδος)
Επιπρόσθετα ο ερωτευμένος βιώνει – ασυνείδητα βέβαια – μία «τύφλωση» που μπορεί να διεγείρει και να απελευθερώνει τα πιο μύχια κι αυθόρμητα συναισθήματα, ωστόσο ακυρώνει και κάθε λογική επεξεργασία και έλεγχο αυτών. Εξάλλου αποτελεί αξίωμα για την ψυχολογία του ατόμου πως κάθε τι – συναίσθημα, οργή, συμπεριφορά – που δεν συνθέτει αρμονικά τη λογική και το συναίσθημα είναι προορισμένο να υπακούει στην αρχή της αβεβαιότητας και της απροσδιοριστίας (Χάϊζενμπεργκ).
Με αυτό το δεδομένο, όμως, η ευτυχία δύσκολα μπορεί να πραγματωθεί, αφού από τη φύση της προϋποθέτει κι ένα ελάχιστο πεδίο – όριο σταθερότητας και βεβαιότητας. Το ακανόνιστο (έρωτας) μπορεί να αρέσει αλλά δεν έχει διάρκεια.
Έρωτας, λοιπόν, και ευτυχία φαίνεται να βαδίζουν παράλληλα αλλά στην πραγματικότητα αποτελούν μία σχέση εξάρτησης πάνω στην οποία δεν μπορεί να ευδοκιμήσει η ευτυχία. Αυτή μόνο σε καθεστώς ελευθερίας και αυτοπροσδιορισμού ανθοφορεί.
Ωστόσο οι ερευνητές διατείνονται πως ο καλύτερος τρόπος να μεγιστοποιηθεί η ανθρώπινη ευτυχία είναι να μεγιστοποιηθεί η ανθρώπινη ελευθερία. Πρέπει, δηλαδή, να υπάρχει απόλυτη ελευθερία ανάπτυξης της ανθρώπινης φύσης προς πολλές κατευθύνσεις έτσι ώστε το άτομο να ολοκληρώνεται σε όλες του τις υποστάσεις. Ο παράγοντας που συντείνει σε αυτό είναι η εργασία.
«Διάλεξε ένα επάγγελμα που σου αρέσει και δεν θα ξαναχρειαστεί να δουλέψεις στη ζωή σου» (Κομφούκιος)
Αυτό συμβαίνει γιατί αυτή, όταν είναι σύμφωνη με τις κλίσεις και τα ενδιαφέροντα του ανθρώπου, οδηγεί στην τελείωσή του. Ειδικότερα η εργασία επιδρά θετικά σε όλες τις υποστάσεις βοηθώντας έτσι κάθε προσπάθεια για βίωση της ευτυχίας.
Σε υλικό επίπεδο εξασφαλίζει τους αναγκαίους πόρους για τη βιολογική επιβίωση και την κατάκτηση των προϋποθέσεων για μια ποιότητα ζωής. Αυτό συνιστά την υλική βάση της ευτυχίας γιατί αξιολογικά η επιβίωση – βιολογική ανάπτυξη υπερέχει όλων των άλλων σύμφωνα και με το Λατινικό primum vivere.
Σε πνευματικό επίπεδο η εργασία απελευθερώνει τη σκέψη, διευρύνει τους πνευματικούς ορίζοντες και ενεργοποιεί όλους τους νοητικούς μηχανισμούς (κρίση, φαντασία, μνήμη, αντίληψη). Και η πιο απλή εργασία προϋποθέτει μία στοιχειώδη πνευματική κατάθεση και εγρήγορση.
Επιπρόσθετα η εργασία συνιστά τον ουσιαστικότερο παράγοντα κοινωνικοποίησης και με τη συνδρομή της καλλιεργούνται θετικά κοινωνικά συναισθήματα και αξίες, όπως η συλλογικότητα, η συνεργασία, η αλληλοβοήθεια και η συντροφικότητα. Μέσα από την εργασία το άτομο βιώνει το αίσθημα του «ανήκειν», μέσα από αυτό εξασφαλίζεται η κοινωνική αποδοχή και επιβεβαίωση, στοιχεία που τρέφουν και μεγιστοποιούν την ευτυχία σε όλες τις εκφάνσεις της.
Σημαντική, ωστόσο, είναι η συνεισφορά της εργασίας και στον ψυχοσυναισθηματικό κόσμο του ανθρώπου. Κατά τη διάρκεια εκτέλεσης ενός έργου εκδηλώνονται όλες οι δημιουργικές δυνάμεις του κι αυτή η αβίαστη εξωτερίκευση της δημιουργικότητας γεμίζει τον ψυχικό κόσμο με αισθήματα ανακούφισης, αγαλλίασης και πληρότητας. Η διοχέτευση της περίσσειας ενέργειας συνοδεύεται από μία εσωτερική ικανοποίηση που συνιστά τον αναγκαίο όρο της ψυχικής ισορροπίας, ως βασικής προϋπόθεσης της ευτυχίας.
Συμπληρωματικά η εργασία διαπαιδαγωγεί ηθικά το άτομο, το εξανθρωπίζει και το καθιστά ηθικά ελεύθερο, γιατί το θωρακίζει με υπομονή, σεβασμό, ευθύνη και ευσυνειδησία. Το γυμνάζει στην εγκράτεια και στην κοινωνική προσφορά χωρίς τα στοιχεία της ιδιοτέλειας και της υστεροβουλίας.
Έτσι το άτομο μέσα από την εργασία με υψηλό δείκτη αυτοεκτίμησης και αυτοπεποίθησης πραγματώνει την εσωτερική πληρότητα – αρμονία που συνιστούν και τα σταθερά βάθρα της ευτυχίας. Αισθάνεται ως ένα ελεύθερο και “δρων” υποκείμενο και όχι ως ένα παθητικό εξάρτημα και αντικείμενο εντολών. Στο έργο του ανιχνεύει τη δική του σκέψη και θέληση και επιβεβαιώνεται ως ελεύθερη και αυτόβουλη οντότητα.
Η συνεξέταση, λοιπόν, του Έρωτα και της Εργασίας ως παραγόντων που ακυρώνουν ή τροφοδοτούν την ευτυχία καταδεικνύει τη δυσκολία του εγχειρήματος για την κατάκτηση – βίωσή της.
«Οι δυο θεμέλιοι λίθοι της ευτυχίας είναι η αγάπη και η δουλειά» (Φρόιντ)
Η Ευτυχία του ανθρώπου είναι σαν τους ορίζοντες. Απομακρύνεται πάντα, όταν προσπαθούμε να την πλησιάσουμε – κατακτήσουμε. Βρίσκεται πολύ κοντά μας κι εμείς την αναζητούμε σε «τόπους μακρινούς». Ενώ είναι προσωπικό βίωμα την ταυτίζουμε – αναζητούμε στην υποταγή μας στις επιταγές του πλήρους – μάζας. Η ευτυχία είναι ο πλούτος των θετικών συναισθημάτων – σκέψεων και ο άνθρωπος αναλώνεται στη συσσώρευση υλικού πλούτου. Είναι ένας δρόμος που ο καθένας θα διαβεί μόνος του και ας βρίσκονται δίπλα του χιλιάδες άλλοι συνοδοιπόροι.
Αυτή, λοιπόν, η ιδιότυπη σχέση ανθρώπου και ευτυχίας επιβάλλει την επαγρύπνηση και τη συνεχή προσπάθεια. Εξάλλου η ευτυχία δεν βρίσκεται υποχρεωτικά στο τέλος του ταξιδιού αλλά είναι το ίδιο το ταξίδι.
«Η ευτυχία είναι πάντα ένας δρόμος αθροιστικός.
Αθροίζω πνευματικότητα και επιστήμη.
Αθροίζω διαλογισμό και δράση.
Αθροίζω λογική και συναίσθημα.
Αθροίζω αγώνα και αποδοχή.
Αθροίζω ηθική και κατανόηση».
(Μπουκάι – Δρόμος της ευτυχίας)
Ηλίας Γιαννακόπουλος – Φιλόλογος.
Πηγή: antikleidi.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου