Οι αριθμοί είναι το πιο αποτελεσματικό εργαλείο για να διαπιστώσει
κανείς πώς η νεοφιλελεύθερη λαίλαπα διαστρέβλωσε, ισοπέδωσε και
επανακαθόρισε την έννοια της ηθικής.
Αναρωτιέται κανείς με ποια ηθική νομιμοποίηση το 0,1% του πληθυσμού
-οι πλούσιοι που αξιοποιούν τον Παναμά και τα άλλα «νησιά του θησαυρού»-
προσπαθεί και καταφέρνει τις περισσότερες φορές να αρπάξει από το
υπόλοιπο 99,9% όσα περισσότερα μπορεί;
Και οι πλειστηριασμοί είναι το πιο πρόσφορο εργαλείο για να πετύχουν
αυτή την αρπαγή. Γιατί, ας μη γελιόμαστε, η υπόθεση των πλειστηριασμών
είναι το εργαλείο με το οποίο οι λίγοι αρπάζουν και το τελευταίο
ξεροκόμματο των πολλών. Και αυτό το συνειδητοποιεί κανείς μελετώντας
κορυφαίους οικονομολόγους που έχουν προσπαθήσει να αποτυπώσουν το
μέγεθος του υπεράκτιου πλούτου.
Αυτό λοιπόν το 0,1% κατέχει περιουσιακά στοιχεία που η αξία τους μπορεί να φτάνει τα 36 τρισεκατομμύρια δολάρια.
Σύμφωνα με τον συνεργάτη του Πικετί, τον οικονομολόγο του Berkeley,
Γκάμπριελ Ζούκμαν (Gabriel Zucman), ο πλούτος που διακινείται μέσω των
υπεράκτιων μηχανισμών προσεγγίζει τα 7,6 τρισ. δολάρια.
Σύμφωνα με τον Τζ. Χένρι (J. Henry, ερευνητικός οικονομολόγος και
δικηγόρος, πρώην επικεφαλής οικονομολόγος στην McKinsey & Co.,
ανώτερος συνεργάτης στο Κέντρο για τις Διατηρήσιμες Επενδύσεις στο
Πανεπιστήμιο Columbia, συνεργάτης για την Παγκόσμια Δικαιοσύνη στο Yale,
και ανώτερος σύμβουλος στο Tax Justice Network), το παγκόσμιο απόθεμα
του μη καταγεγραμμένου ιδιωτικού χρηματοπιστωτικού καθαρού ενεργητικού
-συμπεριλαμβανομένων του συναλλάγματος, των τραπεζικών καταθέσεων, των
μετοχών και των ομολόγων, και άλλων εμπορεύσιμων χρεογράφων- που
επενδύεται σε ή μέσω υπεράκτιων παραδείσων ανήλθε σε 21 με 32 τρισ.
δολάρια μέχρι το τέλος του 2010, περίπου το 10%-15% του παγκόσμιου
χρηματοπιστωτικού πλούτου.
Και αυτό το κεφάλαιο πλούτου συνέχισε να αυξάνεται έκτοτε.
Πράγματι, από το 2004 μέχρι το 2015, ακριβώς εν μέσω της οικονομικής
κρίσης, αυξήθηκε με ονομαστικό μέσο ετήσιο ρυθμό σχεδόν 16%. Το 2015,
αυτό το «ελλείπον» κεφάλαιο του υπεράκτιου ιδιωτικού χρηματοπιστωτικού
πλούτου άξιζε τουλάχιστον 24-36 τρισ. δολάρια.
Επιπλέον, η αξία του μη χρηματοπιστωτικού καθαρού διασυνοριακού
πλούτου -ακίνητα, χρυσός και άλλα πολύτιμα μέταλλα, πολύτιμοι λίθοι,
τέχνη, σπάνια βιβλία, αυτοκίνητα, θρησκευτικές εικόνες, φωτογραφίες,
άλλα συλλεκτικά αντικείμενα, θαλαμηγοί, πλοία, υποβρύχια, ιδιωτικά τζετ,
αγροκτήματα, ορυχεία, δάση και κοιτάσματα πετρελαίου- που κατέχεται
μέσω ανώνυμων εταιρειών σε (οικονομικά) καταφύγια, καταπιστεύματα,
ιδρύματα και ιδιωτικά θησαυροφυλάκια, τώρα ανέρχεται σε τουλάχιστον 5
έως 10 τρισ. δολάρια.
Από την άποψη της φορολογικής δικαιοσύνης, το βασικό γεγονός για όλον
αυτόν τον ελάχιστα δημοσιοποιημένο πλούτο είναι ότι ανήκει σε πολύ
λίγους ανθρώπους.
Περισσότερο από το 85%-90% ανήκει σε λιγότερα από δέκα εκατομμύρια ανθρώπους, μόλις το 0,014% του παγκόσμιου πληθυσμού.
Αυτό λοιπόν το 0,1% δεν χρησιμοποιεί μόνο τις 90 οντότητες του
οικονομικού απορρήτου σε όλο τον κόσμο (από 12 που ήταν στις αρχές του
1970) αλλά και τις τράπεζες, οι οποίες έχουν εξελιχθεί σε τροχονόμους
αυτού του πλούτου, καθώς το μεγαλύτερο μέρος του δεν είναι επενδυμένο
στους φορολογικούς παραδείσους.
Ουσιαστικά οι τραπεζίτες λειτουργούν ως «μεταφορείς» του πλούτου
αυτού από τους οικονομικούς παραδείσους στις πιο προηγμένες αγορές
κεφαλαίου στον κόσμο. Δηλαδή, στους τελικούς παραδείσους, που είναι
οικονομικά κέντρα του Πρώτου Κόσμου, όπως η Νέα Υόρκη, το Λονδίνο, η
Ζυρίχη, η Γενεύη, η Φρανκφούρτη και -σε μικρότερο βαθμό- η Σιγκαπούρη,
το Χονγκ Κονγκ και το Ντουμπάι.
Αυτοί είναι οι απόλυτοι παράδεισοι (και όχι το αρχιπέλαγος των
υπεράκτιων αγωγών ή των «νησιών του θησαυρού») που αποτελούν τον τελικό
προορισμό για το μεγαλύτερο μέρος του λεγόμενου υπεράκτιου ιδιωτικού
πλούτου.
Οι αρχιτέκτονες και οι ελεγκτές της κυκλοφορίας του δικτύου που
διαμορφώνουν την ανάδυση της παγκόσμιας βιομηχανίας (οικονομικών)
καταφυγίων ήταν οι μεγαλύτερες ιδιωτικές τράπεζες του κόσμου -γιγάντια
επώνυμα ιδρύματα, όπως η HSBC, η UBS, η Credit Suisse, η Citigroup, η
Bank of America, η RBS, η Barclays, τα Lloyds, η Standard Chartered, η
JP Morgan Chase, η Wells Fargo, η Santander, η Credit Agricole, η ING, η
Deutsche Bank, η BNP Paribas, η Morgan Stanley και η Goldman Sachs.
Από τη δεκαετία του 1970, οι τράπεζες αυτές έχουν διαδραματίσει
ηγετικό ρόλο στην προσέλκυση πλούσιων πελατών -επενδυτών και ανώτερων
στελεχών- βοηθώντας τους να μετακινήσουν τον πλούτο τους στο εξωτερικό
και να τον επενδύσουν αφορολόγητα υπό την κάλυψη υπεράκτιων αμοιβαίων
κεφαλαίων και εταιρειών, παρέχοντας υπηρεσίες διαχείρισης χαρτοφυλακίου,
αλλά και βοηθώντας τους να έχουν πρόσβαση σε αυτά τα πλούτη τους από
μακριά.
Οι top 50 βασικοί παίκτες της διεθνούς ιδιωτικής τραπεζικής
βιομηχανίας αντιπροσωπεύουν σήμερα τουλάχιστον το ήμισυ του συνόλου του
διασυνοριακού ιδιωτικού χρηματοπιστωτικού πλούτου (τουλάχιστον 12 με 14
τρισ. δολάρια από τα 24 έως 36 τρισ. το 2015).
Και οι κορυφαίες δώδεκα τράπεζες από μόνες τους αντιπροσωπεύουν
περισσότερο από το ήμισυ όλων αυτών των υπεράκτιων (offshore) ιδιωτικών
τραπεζικών χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων.
Συντάκτης: Γιάννης Σιώτος - Δημοσιογράφος, συγγραφέας
Πηγή: efsyn.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου