Ένας λαχειοπώλης ήταν που γύριζε όλη
μέρα με το κοντάρι των λαχνών, πουλώντας ελπίδες για να συμπληρώσει την
σύνταξη. Κουτσός αλλά το χαμόγελό του, ολόκληρο. Τον θυμάμαι για χρόνια,
να περνά από τη γειτονιά κάθε Τετάρτη.
Στη γωνία, μετά το «γηπεδάκι», υπήρχε μία μάντρα οικοδομών, ένα σιδεράδικο και ένα καφενείο. Πελάτες ελπίδας. Τον είχαν για γουρλή. Κάποιοι είχαν κερδίσει διάφορα μικροποσά αλλά για την εποχή, ήταν λογαριασμός. Λένε, ότι σε ένα (ακαθόριστο) κάποτε, κάποιος (άγνωστος) είχε πάρει λαχείο από αυτόν, που κέρδισε ένα εκατομμύριο. Ήταν μία φήμη που ο ίδιος ποτέ δεν υποστήριξε αλλά όταν τον ρώταγες αν είναι αλήθεια, σου απαντούσε «που να ξέρω; Τόσα χρόνια πουλάω λαχεία. Αν κάποιος κέρδισε, νάναι καλά και να τα χαρεί».
Στη γωνία, μετά το «γηπεδάκι», υπήρχε μία μάντρα οικοδομών, ένα σιδεράδικο και ένα καφενείο. Πελάτες ελπίδας. Τον είχαν για γουρλή. Κάποιοι είχαν κερδίσει διάφορα μικροποσά αλλά για την εποχή, ήταν λογαριασμός. Λένε, ότι σε ένα (ακαθόριστο) κάποτε, κάποιος (άγνωστος) είχε πάρει λαχείο από αυτόν, που κέρδισε ένα εκατομμύριο. Ήταν μία φήμη που ο ίδιος ποτέ δεν υποστήριξε αλλά όταν τον ρώταγες αν είναι αλήθεια, σου απαντούσε «που να ξέρω; Τόσα χρόνια πουλάω λαχεία. Αν κάποιος κέρδισε, νάναι καλά και να τα χαρεί».
Η παρουσία του είχε την
κανονικότητα ενός ελβετικού ρολογιού. Όταν τον έβλεπες, ήξερες ότι ήταν
Τετάρτη. Η πρώτη Τετάρτη που δεν τον είδαμε, ήταν η μέρα της οριστικής
του αναχώρησης. Τον είχε κτυπήσει το αυτοκίνητο ενός Αμερικανού
στρατιωτικού της βάσης του ελληνικού. Άκρη, με τον Αμερικανό, δεν
βρέθηκε. Υπήρχε και η ετεροδικία τότε και ποτέ δεν μάθαμε περισσότερα.
Είχε μια κόρη, που είχε έρθει στη γειτονιά ρωτώντας αν κάποιος ήξερε κάτι. Θυμάμαι ότι ήταν ένα λεπτεπίλεπτο πλάσμα, σχεδόν αέρινο, με ένα τεράστιο χαμόγελο σαν του πατέρα της με γραμμές αβάσταχτης μελαγχολίας, που σπούδαζε στο πανεπιστήμιο και δούλευε κάπου, παράλληλα, γιατί η μητέρα της ήταν κατάκοιτη. Την είχα γνωρίσει γιατί, δεν θυμάμαι πως, ο πατέρας μου είχε φέρει στο σπίτι, το κοντάρι του με τους λαχνούς και ένα τσαντάκι που φορούσε, περασμένο στον ώμο και της τα έδωσε.
Ένα καλοκαίρι, λίγο πριν το μεσημέρι, καθόμουν στην μάντρα έξω από το σπίτι κάτω από τις ακακίες και διάβαζα ΜΠΛΕΚ. Κάποια στιγμή, σηκώθηκα να πιω νερό από το λάστιχο και μόλις πήγα να κλείσω τη βρύση, τον άκουσα να μου λέει «να πιω και ‘γω λίγο, γιέ μου;». Ακούμπησε το κοντάρι των λαχνών στην μάντρα, έβγαλε το τσαντάκι του ώμου και το άφησε δίπλα, έσκυψε, πρώτα έπλυνε το πρόσωπο και μετά ήπιε με μικρές, υπολογισμένες γουλιές.
Έκλεισε την βρύση, τύλιξε γύρω της το λάστιχο, έβγαλε ένα μαντήλι από την τσέπη, σκούπισε το πρόσωπό του και κάθισε στη μάντρα. «Πώς το πάθατε, με το πόδι;» τον ρώτησα «δεν σας κουράζει έτσι να περπατάτε και να πουλάτε λαχεία όλη μέρα; Δεν μπορείτε να βρείτε μία πιο ξεκούραστη δουλειά;». Γέλασε. Μου χάιδεψε το κεφάλι. «Η ζωή είναι σαν δρόμος που δεν ξέρεις που θα σε βγάλει. Ούτε τι θα συναντήσεις. Αλλά, ότι και αν γίνει, πρέπει να τον περπατήσεις. Ακόμη και αν είσαι σαν και μένα».
Απάντηση δεν ήτανε αλλά πρώτη φορά –και τελευταία- που του μίλαγα και είχα να ρωτήσω και άλλα. «Δεν μπορείτε να κρατήσετε ένα από τα λαχεία σας που να κερδίζει, για να μην ξαναδουλέψετε;». Ξαναγέλασε. «Δεν πιστεύω στην τύχη. Μόνο στον άνθρωπο» μου είπε. «Δηλαδή, τους κοροϊδεύετε τους ανθρώπους που τους δίνετε λαχεία;» του είπα, λίγο ξαφνιασμένος γιατί μου φάνηκε σαν κακό αυτό που είπε για την τύχη και τον είχα για καλό άνθρωπο.
«Οχι. Δεν τους κοροιδεύω. Αγοράζουν ελπίδες για να ταΐσουν τον χρόνο. Αλλιώς, ο χρόνος θα τους φάει». Έτσι όπως μιλούσε σαν πυθία, ήταν σαν την μακαρίτισσα την γιαγιά, όταν έλεγε τα παραμύθια. «Και πως τους τρώει ο χρόνος τους ανθρώπους;». «Α, όπως μαδάμε την μαργαρίτα. Πέταλο με πέταλο. Κομμάτι – κομμάτι». «Και άμα ο άνθρωπος δεν θέλει να πεθάνει, τι κάνει;» ρώτησα πάλι. «Χμ…» έκανε σαν να σκεφτότανε και με το ένα χέρι έτριψε το πηγούνι λες και αυτό θα βοηθούσε να κατεβάσει μία ιδέα. «Αμα δεν θέλει να πεθάνει, δεν γίνεται μαργαρίτα. Δεν αφήνει να τον μαδήσουνε».
Κοίταξε το ΜΠΛΕΚ. «Μόνο εικονογραφημένα, διαβάζεις;» με ρώτησε. «Οχι» απάντησα λίγο ντροπιασμένος, λίγο προσβεβλημένος. «Και Ιούλιο Βερν, και Δουμά και Βενέζη και Λουντέμη και Μάσκα και άλλους» του είπα. Σηκώθηκε. «Τον γέρο και την θάλασσα, το έχεις διαβάσει;» ξαναρώτησε την ώρα που περνούσε το τσαντάκι στον ώμο και πήρε πάλι το κοντάρι με τους λαχνούς.«Οχι» του είπα. «Ποιος το έχει γράψει;» ρώτησα. «Ο Χέμινγουεϊ» μου απάντησε. «Τον ξέρεις;». «Έχω δει την ταινία για ποιόν κτυπά η καμπάνα» απάντησα περήφανος. «Δεν έχεις διαβάσει, όμως;». «Οχι, δεν έχω» του είπα λίγο πειραγμένος που δεν εκτίμησε το ότι είχα δει την ταινία. «Την άλλη βδομάδα, θα σου φέρω το βιβλίο του Χέμινγουεϊ, με τον γέρο» μου είπε.
Μου χάιδεψε ξανά το κεφάλι και έφυγε. Το βιβλίο, το βρήκα στην μάντρα, εκεί που είχαμε καθίσει, την επόμενη Τετάρτη. Είχε περάσει νωρίτερα από την ώρα του. Μέσα στο βιβλίο είχε υπογραμμίσει μία φράση μόνο. «Ο άνθρωπος καταστρέφεται αλλά δεν νικιέται ποτέ». Το σκέφτομαι πολύ τον τελευταίο καιρό. Να είσαι μαργαρίτα και να τους αφήνεις να σε σκοτώνουν πέταλο με πέταλο και μνημόνιο με το μνημόνιο ή να είσαι άνθρωπος και να το παλεύεις;
Είχε μια κόρη, που είχε έρθει στη γειτονιά ρωτώντας αν κάποιος ήξερε κάτι. Θυμάμαι ότι ήταν ένα λεπτεπίλεπτο πλάσμα, σχεδόν αέρινο, με ένα τεράστιο χαμόγελο σαν του πατέρα της με γραμμές αβάσταχτης μελαγχολίας, που σπούδαζε στο πανεπιστήμιο και δούλευε κάπου, παράλληλα, γιατί η μητέρα της ήταν κατάκοιτη. Την είχα γνωρίσει γιατί, δεν θυμάμαι πως, ο πατέρας μου είχε φέρει στο σπίτι, το κοντάρι του με τους λαχνούς και ένα τσαντάκι που φορούσε, περασμένο στον ώμο και της τα έδωσε.
Ένα καλοκαίρι, λίγο πριν το μεσημέρι, καθόμουν στην μάντρα έξω από το σπίτι κάτω από τις ακακίες και διάβαζα ΜΠΛΕΚ. Κάποια στιγμή, σηκώθηκα να πιω νερό από το λάστιχο και μόλις πήγα να κλείσω τη βρύση, τον άκουσα να μου λέει «να πιω και ‘γω λίγο, γιέ μου;». Ακούμπησε το κοντάρι των λαχνών στην μάντρα, έβγαλε το τσαντάκι του ώμου και το άφησε δίπλα, έσκυψε, πρώτα έπλυνε το πρόσωπο και μετά ήπιε με μικρές, υπολογισμένες γουλιές.
Έκλεισε την βρύση, τύλιξε γύρω της το λάστιχο, έβγαλε ένα μαντήλι από την τσέπη, σκούπισε το πρόσωπό του και κάθισε στη μάντρα. «Πώς το πάθατε, με το πόδι;» τον ρώτησα «δεν σας κουράζει έτσι να περπατάτε και να πουλάτε λαχεία όλη μέρα; Δεν μπορείτε να βρείτε μία πιο ξεκούραστη δουλειά;». Γέλασε. Μου χάιδεψε το κεφάλι. «Η ζωή είναι σαν δρόμος που δεν ξέρεις που θα σε βγάλει. Ούτε τι θα συναντήσεις. Αλλά, ότι και αν γίνει, πρέπει να τον περπατήσεις. Ακόμη και αν είσαι σαν και μένα».
Απάντηση δεν ήτανε αλλά πρώτη φορά –και τελευταία- που του μίλαγα και είχα να ρωτήσω και άλλα. «Δεν μπορείτε να κρατήσετε ένα από τα λαχεία σας που να κερδίζει, για να μην ξαναδουλέψετε;». Ξαναγέλασε. «Δεν πιστεύω στην τύχη. Μόνο στον άνθρωπο» μου είπε. «Δηλαδή, τους κοροϊδεύετε τους ανθρώπους που τους δίνετε λαχεία;» του είπα, λίγο ξαφνιασμένος γιατί μου φάνηκε σαν κακό αυτό που είπε για την τύχη και τον είχα για καλό άνθρωπο.
«Οχι. Δεν τους κοροιδεύω. Αγοράζουν ελπίδες για να ταΐσουν τον χρόνο. Αλλιώς, ο χρόνος θα τους φάει». Έτσι όπως μιλούσε σαν πυθία, ήταν σαν την μακαρίτισσα την γιαγιά, όταν έλεγε τα παραμύθια. «Και πως τους τρώει ο χρόνος τους ανθρώπους;». «Α, όπως μαδάμε την μαργαρίτα. Πέταλο με πέταλο. Κομμάτι – κομμάτι». «Και άμα ο άνθρωπος δεν θέλει να πεθάνει, τι κάνει;» ρώτησα πάλι. «Χμ…» έκανε σαν να σκεφτότανε και με το ένα χέρι έτριψε το πηγούνι λες και αυτό θα βοηθούσε να κατεβάσει μία ιδέα. «Αμα δεν θέλει να πεθάνει, δεν γίνεται μαργαρίτα. Δεν αφήνει να τον μαδήσουνε».
Κοίταξε το ΜΠΛΕΚ. «Μόνο εικονογραφημένα, διαβάζεις;» με ρώτησε. «Οχι» απάντησα λίγο ντροπιασμένος, λίγο προσβεβλημένος. «Και Ιούλιο Βερν, και Δουμά και Βενέζη και Λουντέμη και Μάσκα και άλλους» του είπα. Σηκώθηκε. «Τον γέρο και την θάλασσα, το έχεις διαβάσει;» ξαναρώτησε την ώρα που περνούσε το τσαντάκι στον ώμο και πήρε πάλι το κοντάρι με τους λαχνούς.«Οχι» του είπα. «Ποιος το έχει γράψει;» ρώτησα. «Ο Χέμινγουεϊ» μου απάντησε. «Τον ξέρεις;». «Έχω δει την ταινία για ποιόν κτυπά η καμπάνα» απάντησα περήφανος. «Δεν έχεις διαβάσει, όμως;». «Οχι, δεν έχω» του είπα λίγο πειραγμένος που δεν εκτίμησε το ότι είχα δει την ταινία. «Την άλλη βδομάδα, θα σου φέρω το βιβλίο του Χέμινγουεϊ, με τον γέρο» μου είπε.
Μου χάιδεψε ξανά το κεφάλι και έφυγε. Το βιβλίο, το βρήκα στην μάντρα, εκεί που είχαμε καθίσει, την επόμενη Τετάρτη. Είχε περάσει νωρίτερα από την ώρα του. Μέσα στο βιβλίο είχε υπογραμμίσει μία φράση μόνο. «Ο άνθρωπος καταστρέφεται αλλά δεν νικιέται ποτέ». Το σκέφτομαι πολύ τον τελευταίο καιρό. Να είσαι μαργαρίτα και να τους αφήνεις να σε σκοτώνουν πέταλο με πέταλο και μνημόνιο με το μνημόνιο ή να είσαι άνθρωπος και να το παλεύεις;
του Χρίστου Χαραλαμπόπουλου
Πηγή: imerodromos.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου