Κατά τον επίσημο ορισμό, «απεργοσπάστης» είναι εκείνος που αντί να απεργεί συνεχίζει να εργάζεται ή προσφέρεται να εργαστεί προς αντικατάσταση των απεργών.
Στις συνθήκες της πραγματικής ζωής, σε συνθήκες μισθωτής σκλαβιάς, κεφαλαιοκρατικής βίας και τρομοκρατίας, «απεργοσπάστης» είναι αυτός που όταν οι συνάδελφοί του πάνε να σηκώσουν κεφάλι, εκείνος υπηρετώντας και γλείφοντας με τον πιο χυδαίο και με τον πιο γλοιώδη τρόπο το αφεντικό του, τους μαχαιρώνει πισώπλατα.
Είναι αυτό το πισώπλατο μαχαίρωμα που καθιστά τον «απεργοσπάστη» συνώνυμο του ξεφτίλα, που υπονομεύει τον αγώνα των υπόλοιπων εργαζομένων.
Εν προκειμένω, μιας και μιλάμε για τον χώρο του Τύπου, αναφέρομαι ειδικά στον απεργοσπάστη που δεν ανήκει στην κατηγορία των εργαζομένων που λύγισαν στον εξαναγκασμό του «Πολίτη Κέιν», αλλά στα καλοταϊσμένα γιουσουφάκια του «Πολίτη Κέιν».
Αυτός δεν είναι ούτε τσιράκι της εργοδοσίας (μόνο), ούτε τσανακογλείφτης του εκάστοτε κυβερνητισμού (μόνο), ούτε πεμπτοφαλαγγίτης (μόνο), ούτε τιποτένιος χαρτογιακάς μιας «εργατικής» αριστοκρατίας που λυμαίνεται θώκους (μόνο).
Αυτός είναι κάτι πολύ χειρότερο. Που μόνο μια λέξη μπορεί να περιγράψει: «Απεργοσπάστης»!
Ένα είδος, δηλαδή, φτιαγμένο – όπως έλεγε ο Τζακ Λόντον – από την πιο αηδιαστική ουσία που είχε περισσέψει του Θεού.
Τα σημερινά θρασίμια, λοιπόν, οι πρωτοσαλταδόροι της γλίτσας, τα φερέφωνα των εγχώριων και διεθνών «Γερούν γερά» που επιχείρησαν να σπάσουν την απεργία των δημοσιογράφων όταν
• 300 συνάδελφοί τους ζουν με συσσίτια,
• όταν συνάδελφοί τους καρκινοπαθείς στερούνται ακόμα και τα φάρμακά τους,
• όταν χιλιάδες συνάδελφοί τους λιώνουν στην ανεργία κι άλλοι τόσοι στις γαλέρες της απληρωσιάς,
ένα πράγμα κατέκτησαν:
Κατέκτησαν – επαξίως – τον «τίτλο» που αρμόζει σε ό,τι πιο ποταπό, ό,τι πιο χυδαίο, ό,τι πιο γλοιώδες μπορεί να βρει απέναντί του ο εργαζόμενος που παλεύει για μισθό, για δουλειά, για ζωή: Απεργοσπάστες.
Τίποτα λιγότερο, τίποτα περισσότερο: Απεργοσπάστες!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου