Ζούμε σε μια κοινωνία που πετάει τα πάντα, καθώς σε ολόκληρο τον
βιομηχανοποιημένο κόσμο το κόστος επισκευής ελαττωματικών στερεοφωνικών
συστημάτων, ηλεκτρικών εργαλείων και συσκευών υψηλής τεχνολογίας
υπερβαίνει συχνά την τιμή αγοράς νέων.
Μεταξύ των μακροπρόθεσμων συνεπειών αυτού του φαινομένου είναι η
αύξηση των σωρών των ηλεκτρονικών αποβλήτων, η υπερχείλιση των χώρων
υγειονομικής ταφής και η σπατάλη πόρων και ενέργειας.
Είναι ένας λόγος που ο μέσος Αμερικανός παράγει σήμερα πάνω από 70% περισσότερα στερεά απόβλητα απ’ ό,τι το 1960.
Και τα ηλεκτρονικά απόβλητα -τα πιο τοξικά των οικιακών απορριμμάτων-
αυξάνονται σχεδόν επτά φορές ταχύτερα από άλλες μορφές αποβλήτων.
Παρά τις προσπάθειες ανακύκλωσης, εκτιμάται ότι 140 εκατομμύρια
κινητά τηλέφωνα, που περιέχουν πολύτιμα μέταλλα αξίας 60 εκατομμυρίων
δολαρίων και μια σειρά από τοξικά υλικά, απορρίπτονται ετησίως στους
χώρους υγειονομικής ταφής των ΗΠΑ.
Μαζί με το περιβαλλοντικό κόστος, υπάρχουν και οικονομικές
επιπτώσεις. Οχι πολύ καιρό πριν, οι περισσότερες αμερικανικές πόλεις
διέθεταν επιχειρήσεις επισκευής υποδημάτων, κοσμηματοπώλες που
επιδιόρθωναν ρολόγια, ράφτες που επιδιόρθωναν και μεταποιούσαν ρούχα και
επιχειρήσεις που επισκεύαζαν δεκάδες οικιακές συσκευές.
Σήμερα, οι περισσότερες από αυτές τις επιχειρήσεις έχουν χαθεί.
«Είναι ένα πεθαμένο εμπόριο», δήλωσε ο ιδιοκτήτης ενός καταστήματος
επισκευής συσκευών στο Νιου Χάμσαϊρ. «Οι συσκευές που μπορείτε να
αγοράσετε με 200 έως 300 δολάρια είναι βασικά συσκευές που πετιούνται».
Η ιστορία είναι παρόμοια και για άλλα επισκευαστικά επαγγέλματα. Για
παράδειγμα, στη δεκαετία του 1940 στις ΗΠΑ, υπήρχαν περίπου 60.000
επιχειρήσεις επιδιόρθωσης υποδημάτων, αριθμός που σήμερα έχει μειωθεί σε
λιγότερο από το ένα δέκατο.
Ενας λόγος για αυτή την τάση είναι η παγκοσμιοποίηση, αναφέρει στον
ιστότοπο Εcologist ο Στίβεν Γκορέκ, διευθυντής Προγραμμάτων Διαχείρισης
στη Διεθνή Εταιρεία Οικολογίας και Πολιτισμού Local Futures.
Οι εταιρείες έχουν μεταφέρει τις παραγωγικές τους δραστηριότητες σε
χώρες με χαμηλούς μισθούς, καθιστώντας τα αγαθά τεχνητά φτηνά όταν
πωλούνται σε χώρες με υψηλότερες αμοιβές. Oταν τα αγαθά αυτά πρέπει να
επισκευαστούν, δεν μπορούν να σταλούν πίσω στην Κίνα ή στο Μπανγκλαντές,
πρέπει να επιδιορθωθούν εκεί όπου οι μισθοί είναι υψηλότεροι και
επομένως οι επισκευές καθίστανται ακριβότερες.
Θα ήταν δελεαστικό να ειπωθεί ότι η παρακμή των επισκευών στη Δύση
αποτελεί απλώς ακόμη ένα απρόβλεπτο κόστος της παγκοσμιοποίησης, γράφει ο
Γκορέκ, αλλά τα στοιχεία δείχνουν ότι στην πραγματικότητα πρόκειται για
επιδιωκόμενη συνέπεια.
Για να δούμε γιατί, είναι χρήσιμο να εξετάσουμε τις ιδιαίτερες
ανάγκες του κεφαλαίου στην παγκόσμια ανεπτυγμένη οικονομία, τις ανάγκες
που οδήγησαν στη δημιουργία της καταναλωτικής κουλτούρας μόλις πριν από
έναν αιώνα.
Oταν ο Χένρι Φορντ σχεδίασε την πρώτη κινητή γραμμή παραγωγής το 1913
και έφερε επανάσταση στην κατασκευαστική διαδικασία, οι βιομήχανοι
κατανοούσαν ότι η τεχνική αυτή θα μπορούσε να εφαρμοστεί όχι μόνο στα
αυτοκίνητα, αλλά και σε σχεδόν οποιοδήποτε προϊόν, καθιστώντας δυνατή τη
μαζική παραγωγή σε μια αδιανόητη κλίμακα.
Το δυναμικό κέρδους ήταν σχεδόν απεριόριστο, αλλά υπήρχε ένα εμπόδιο: δεν υπήρχαν αρκετοί αγοραστές.
Και στις αρχές του 20ού αιώνα, η πλειονότητα του πληθυσμού -εργατική και αγροτική τάξη- είχε μικρό διαθέσιμο εισόδημα.
Η αγορά των μεταποιημένων προϊόντων περιοριζόταν σε μεγάλο βαθμό στις
μεσαίες και ανώτερες τάξεις. Η διαφήμιση ήταν ο πρώτος τρόπος με τον
οποίο η βιομηχανία προσπάθησε να αυξήσει την κατανάλωση.
Μέσα από ολοένα και πιο εξελιγμένες και αποτελεσματικές τεχνικές
μάρκετινγκ, «η υπερβολή αντικατέστησε τις αποκαλούμενες κοινωνικές αξίες
και σε ολόκληρους πληθυσμούς καλλιεργήθηκε η ψυχική επιθυμία να
καταναλώσουν» γράφει ο ιστορικός Στιούαρτ Εγουεν. Με άλλα λόγια,
γεννήθηκε η σύγχρονη καταναλωτική κουλτούρα - όχι ως απάντηση στην
έμφυτη απληστία του ανθρώπου ή στη ζήτηση των πελατών, αλλά για τις
ανάγκες του βιομηχανικού κεφαλαίου.
Μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, ο βιομηχανικός σχεδιαστής Μπρουκς
Στίβενς έθεσε αλλιώς το ζήτημα: «Σε αντίθεση με την ευρωπαϊκή προσέγγιση
του παρελθόντος, όπου προσπάθησαν να κάνουν το καλύτερο προϊόν που θα
διαρκεί για πάντα», είπε, «η προσέγγιση στην Αμερική είναι αυτή που
κάνει τον Αμερικανό καταναλωτή να είναι δυσαρεστημένος με το προϊόν που
έχει απολαύσει τη χρήση του και να θέλει να αποκτήσει το νεότερο προϊόν
με την κατά το δυνατόν νεότερη εμφάνιση».
Η στρατηγική του Μπρουκς υιοθετήθηκε σε όλο τον επιχειρηματικό κόσμο και εξακολουθεί να ισχύει έως και σήμερα.
Σε συνδυασμό με τη διαφήμιση που αποσκοπεί να κάνει τους καταναλωτές
να αισθάνονται ανεπαρκείς και ανασφαλείς εάν δεν διαθέτουν τα τελευταία
προϊόντα ή τα σημερινά μοντέρνα ρούχα, επιλύθηκε το αίνιγμα της
αντιστοίχισης της κατανάλωσης με τη συνεχώς αυξανόμενη παραγωγή.
Αλλά και με την υπολογιστική ισχύ να διπλασιάζεται κάθε 18 μήνες, τα
ψηφιακά προϊόντα γίνονται γρήγορα παρωχημένα, ενώ ο τυπικός χρήστης
κινητού τηλεφώνου αγοράζει νέο τηλέφωνο κάθε 21 μήνες, δεδομένα που
έχουν φοβερές συνέπειες για το περιβάλλον.
Η παγκόσμια καταναλωτική κουλτούρα δεν είναι μόνο η κινητήρια δύναμη
της αλλαγής του κλίματος, της εξάλειψης των ειδών, των νεκρών ζωνών των
ωκεανών και πολλών άλλων επιθέσεων στη βιόσφαιρα.
Στο πραγματικό της κόστος προσμετρώνται οι διατροφικές διαταραχές, η
επιδημία της κατάθλιψης, οι αυξημένες κοινωνικές συγκρούσεις και η
αύξηση των επιπέδων εθισμού.
Οχι μόνο στα οπιοειδή, αλλά και στα ψώνια, στα βιντεοπαιχνίδια και στο διαδίκτυο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου