Σήμερα θα σας μιλήσω για ένα όνειρο που με επισκέφτηκε πριν κάποιο
καιρό. Ζούσα λέει σε μιαν έρημη πόλη η οποία αποτελούνταν από μεγάλα
σπίτια χωρίς ίχνος ζωής, έμοιαζε με πόλη φάντασμα. Οι δρόμοι ήταν
καλυμμένοι με χώμα και το τοπίο ήταν γκριζοκαφέ λόγω της σκόνης που
αιωρούνταν στον αέρα και έκανε αποπνικτική την ατμόσφαιρα. Αναμφισβήτητα
με παρέπεμπε σε γουέστερν τώρα που το καλοσκέφτομαι.
Ας πάρουμε τα πράγματα όμως από την αρχή. Ήταν νωρίς το πρωί και
περπατώντας βαριεστημένα πήγαινα στη δουλειά μου (τι βαρετό το να
δουλεύεις από το να κάθεσαι σπίτι σου και να δημιουργείς, αλλά money ρε
φίλε, money). Ενστικτωδώς σήκωσα τα νυσταγμένα μου μάτια και στάθηκα
μπροστά σε μία μεγάλη κολώνα που κοσμείται αραιά και που από αφίσες για
εκδηλώσεις και τα συναφή, δεν μας πολυθυμούνται γενικώς εδώ. Αμέσως το
βλέμμα μου έπεσε σε μία μεγάλη έγχρωμη αφίσα που με μεγάλα γράμματα
έλεγε…”Ο Τσάρλι Τσάπλιν και το τσίρκο του στην πόλη σας για μία και
μοναδική παράσταση”. Το πρώτο που σκέφτηκα ήταν….ε!!! Μα πώς είναι
δυνατόν; Ο Τσάρλι Τσάπλιν; Μα αυτός δεν… Μα καλά τι σκέφτονται οι
άνθρωποι για να μαζέψουν κόσμο.
Όλη την ημέρα αυτή η αφίσα ερχόταν μπρος στα μάτια μου. Γυρνώντας
αργά το απόγευμα από την δουλικού τύπου εργασία μου και όντας ξαπλωμένη
ανάσκελα στο κρεβάτι μου αποφάσισα ότι θα πάω. Δεν γουστάρω τσίρκο κτλ
κτλ αλλά με έτρωγε η περιέργεια. Η παράσταση θα γινόταν σ’ ένα τεράστιο
εγκαταλελειμμένο εργοστάσιο ξυλοποιίας λίγο πιο έξω από τα τελευταία
σπίτια της πόλης. Δεν είχα πάει ποτέ εκεί αλλά είχα την αίσθηση ότι είχα
ακούσει πολλά γι’ αυτό. Πέρασαν οι μέρες και με αργόσυρτο βήμα έφτασα
στο εγκαταλελειμμένο εργοστάσιο.
Το σκηνικό ήταν πολύ περίεργο και χαοτικό. Επικρατούσε σκοτάδι, δεν
μπορούσα καν να δω αν υπήρχαν άλλοι θεατές πλην εμού. Κάθισα σε μία θέση
και ξαφνικά σαν από το υπερπέραν ακούστηκε μουσική, η γνωστή από τις
ταινίες του Σαρλό. Άναψαν τα φώτα και η σκηνή ήταν γεμάτη από ανθρώπους.
Το σκηνικό παρέπεμπε σε ένα δρόμο γεμάτο διαφόρων ειδών καταστήματα.
Αυτός, ολοζώντανος, ήταν στο κέντρο της σκηνής και μιλούσε με έντονο
ύφος. Δεν μπορούσα να καταλάβω τι ακριβώς έλεγε. Ρώτησα τον αόρατο
διπλανό μου αλλά και αυτός δεν είχε καταλάβει τίποτα. Οι άνθρωποι που
ήταν μαζί του στην σκηνή τον πλησίαζαν, κάτι του έλεγαν και αυτός τους
περνούσε ένα λουρί στο λαιμό με αλυσίδα και τους έβγαζε βόλτα στα
μαγαζιά όπου και ψώνιζαν περιχαρείς. Εντύπωση μου έκανε μια όμορφη
κοπέλα η οποία μπήκε σε όλα σχεδόν τα καταστήματα και έβγαινε με μία
τσάντα στα χέρια. Τον κοιτούσε με ευγνωμοσύνη, του φιλούσε τα χέρια και
αυτός ανταπέδιδε βουβός με το γνωστό του γλυκό χαμόγελο. Γυρνούσε εδώ
και εκεί γελώντας χωρίς να την ενοχλεί το λουρί. Μα τι συμβαίνει
σκέφτηκα, δεν την ενοχλεί που είναι δεμένη; Τι κάνουν εκεί πέρα; Τα φώτα
έσβησαν πριν ολοκληρωθεί η σκέψη μου.
Επόμενο σκηνικό μία σχολική τάξη του Δημοτικού. Υπήρχαν τρία θρανία
όλα και όλα και έξι μικροί μαθητές ντυμένοι με την ίδια μπλε στολή.
Δάσκαλος; Ποιος άλλος, αυτός. Τους καλημέρισε, σηκώθηκαν όρθιοι και
έκαναν προσευχή. Ακόμη κάνουν προσευχή στα σχολεία; αναρωτήθηκα. Έκαναν
μαθηματικά. Πήγε στον πίνακα και έγραψε 1+1=3. Τους είπε αυστηρά να
επαναλάβουν φωναχτά αυτό που έγραψε και αυτά χωρίς να σκεφτούν το
οτιδήποτε φώναξαν με μία φωνή 1+1=3. Στην συνέχεια έγραψε 5+5=12 και το
επανέλαβαν σαν να μην έτρεχε τίποτα. Μα καλά, σκέφτηκα, δεν
καταλαβαίνουν ότι δεν είναι σωστό αυτό που λένε; Σηκώθηκα όρθια και
ζητώντας δειλά δειλά συγγνώμη θέλησα να πω την γνώμη μου. Ο Τσάρλι
Τσάπλιν ήρθε προς το μέρος μου, με κοίταξε βλοσυρά και μου έδειξε
επίμονα τον πίνακα. Τον κοίταξα ίσα στα μάτια και είπα με αυτοπεποίθηση
1+1=2 και 5+5=10. Τι το ήθελα, μου έριξε ένα δυνατό χαστούκι που
κουδούνισε το κεφάλι μου και μου είπε φανερά εκνευρισμένος να επαναλάβω
αυτό που βλέπω. Μέσα και από τις αποδοκιμασίες του αόρατου κοινού έσκυψα
το κεφάλι ντροπιασμένη και είπα χαμηλόφωνα 1+1=3, 5+5=12. Κάθισα ξανά
στην θέση μου και ένιωσα ντροπή, με την δειλία μου αυτή την φορά.
Έσβησαν τα φώτα και μετά από λίγο άναψαν ξανά. Αυτή την φορά
βρεθήκαμε αντιμέτωποι με το σαλόνι μίας οικογένειας με δύο μικρά παιδιά.
Αυτός τους έδινε εντολές για το τι θα κάνουν. Ο πατέρας καθόταν μπροστά
στην τηλεόραση, η μητέρα πηγαινοερχόταν και τα παιδιά κάθονταν κατάχαμα
και τσακώνονταν για το ποιο θα παίξει με το κινητό. Οι γονείς δεν
έδιναν καμία σημασία στα παιδιά τους, αδιαφορούσαν παντελώς γι’ αυτά και
υπήρχε μιαν έκδηλη απουσία αγάπης μεταξύ όλων των μελών τούτης της
οικογένειας. Κάποια στιγμή ο τσακωμός των παιδιών έγινε πολύ έντονος και
πιάστηκαν στα χέρια. Ο πατέρας άρχισε να φωνάζει και πήρε την εντολή να
σηκωθεί από τον καναπέ. Πλησίασε τα παιδιά και άρχισε να τα βρίζει και
να τα χτυπά. Η μητέρα παρακολουθούσε χωρίς να αντιδρά. Δεν άντεχα αυτό
που έβλεπα. Σηκώθηκα αναστατωμένη και φώναξα ότι το μικρό παιδί
αιμορραγεί. Γύρισαν και με κοίταξαν με άγριες διαθέσεις και ο αόρατος
διπλανός μου με τράβηξε από την μπλούζα και με απίθωσε στο κάθισμά μου.
Τι θέλω και μπλέκομαι, σκέφτηκα. Παιδιά τους είναι, η ζωή τους είναι ας
κάνουν ό, τι θέλουν. Τα φώτα έσβησαν, σκοτάδι…
Ξύπνησα με ένα κεφάλι γεμάτο σκέψεις και με την αίσθηση του λουριού
στον λαιμό μου να με πνίγει. Έπιασα ενστικτωδώς τον λαιμό μου και δεν
υπήρχε κανέναν λουρί που να με καθοδηγεί. Μα ναι, τι κάνω, σκέφτηκα, δεν
υπάρχουν λουριά, εμείς τα επινοούμε Ένιωσα ευτυχής και προσπάθησα να
αξιολογήσω το όνειρό μου. Προβληματίστηκα βέβαια με αυτό που είδα αλλά
δεν υπήρχε λόγος εν τέλει. Να αξιολογήσω τι; Τα προφανή; Για εμένα
τουλάχιστον είναι προφανή και ξεκάθαρα όσα με επισκέφτηκαν εκείνο το
βράδυ. Ακόμη και το ανθρώπινο τσίρκο μα και η παρουσία του Τσάρλι
Τσάπλιν ήταν άκρως ταιριαστή. Αυτού του ανθρώπου που “περιφρονώντας” τα
λόγια έλεγε πολλά. Με επισκέφτηκε για να επικυρώσει αλλά και να μου
υπενθυμίσει τα λόγια του “όσον αφορά την πολιτική, είμαι αναρχικός. Μισώ
τις κυβερνήσεις και τους κανόνες και τα δεσμά. Δεν μπορώ να ανεχτώ τα
έγκλειστα ζώα. Οι άνθρωποι πρέπει να είναι ελεύθεροι”.
Αγαπητοί ζούμε σε μία κοινωνία με άκρως παρεξηγημένες έννοιες. Σε
μιαν ομοιόμορφη κοινωνία που δεν συγχωρεί τα κάθε είδους παραστρατήματα.
Όσοι τολμούν να διαφέρουν, όσοι πάνε κόντρα στο ρεύμα μα και όσοι
τολμούν να υψώσουν τη φωνή τους είναι δακτυλοδεικτούμενοι και
περιθωριοποιούνται ή τιμωρούνται. Ζούμε βουτηγμένοι σε μια εικονική
πραγματικότητα που έχει ξεπεράσει κάθε φαντασία. Υπάρχουμε μέσα από τα
εικονικά μας προφίλ επιτρέποντας ηθελημένα να γινόμαστε βορά του
καθενός. Μέσα από την ανασφαλή μας ανάγκη να μοιραζόμαστε την ζωή μας
για την οποία δεν ενδιαφέρεται σχεδόν κανείς. Μήπως είμαστε ήδη νεκροί
εν ζωή και δεν το ξέρουμε;
Εν τέλει ξέρετε τι νομίζω ότι έχει αξία; Η διαφορετικότητα και η
αποχή ή μάλλον για να το πω πιο σωστά το να παίρνουμε αποστάσεις, χωρίς
να αδιαφορούμε, από την μίζερη και τακτοποιημένη καθημερινότητα που μας
πλασάρουν με τόσο ωραιοποιημένο τρόπο. Να μην είμαστε υποχείρια. Να
είμαστε η διαφορά. Να γινόμαστε η διαφορά. Να φεύγουμε από τη βολή της
συνήθειας. Να τρέχουμε εκεί που μας αγαπάνε αληθινά. Να τολμάμε και ας
χάνουμε τα σίγουρα. Να ρισκάρουμε πριν χαθούν οι ευκαιρίες. Να μην
φοβόμαστε το καινούργιο που ποθούμε. Να σπάμε τα μούτρα μας ξανά και
ξανά. Να αναλαμβάνουμε την ευθύνη και τις συνέπειες αυτής. Να είμαστε
ελεύθεροι Άνθρωποι με ανθρωπιά και συναίσθηση. Να ζήσουμε αληθινά πριν
πεθάνουμε αληθινά. Αυτό κάνει την διαφορά, η ζωή.
Και για όσους τυχόν αναρωτηθήκατε…ναι, τα όνειρά μου είναι έγχρωμα. Σας εύχομαι όμορφα όνειρα, χωρίς φόβους.
Από την Μαρία Σταυροπούλου - Κοινωνική Λειτουργός, συγγραφέας του βιβλίου «ψάχνοντας ανθρώπους»
Πηγή: nostimonimar.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου