Το κεντρικό λάιτ μοτίφ τόσο της φιλελεύθερης όσο και της ακροδεξιάς
ερμηνευτικής αφήγησης για τις κοινωνικές και πολιτικές εξελίξεις των
τελευταίων δεκαετιών είναι η «ιδεολογική κυριαρχία της Αριστεράς». Η
διαρκής και μονότονη επανάληψη αυτής της πρότασης εν είδει νανουρίσματος
της προσέδωσε ισχύ επιβεβαιωμένης αλήθειας, απενοχοποιώντας από τη μια
τις νεοφιλελεύθερες δυνάμεις της παγκοσμιοποίησης για τα δεινά που
επέφεραν και φέρνοντας από την άλλη τις δυνάμεις της Αριστεράς σε θέση
απολογούμενου.
Εάν όμως κάποιος εξετάσει προσεκτικά την ισχύ αυτής της πρότασης, θα
δει ότι η ιδεολογική κυριαρχία της Αριστεράς αφορούσε πολύ συγκεκριμένα
πεδία, όπως κάποια πανεπιστημιακά αμφιθέατρα ή κάποιους φιλολογικούς και
καλλιτεχνικούς κύκλους που επαίρονταν για το ηθικό πλεονέκτημα της
Αριστεράς ως φύλλο συκής - και όχι φυσικά την κοινωνία εν γένει, στην
οποία «αλώνιζε» κυριολεκτικά ο νεοφιλελευθερισμός.
Ο τελευταίος, έχοντας δεσμούς αίματος με τις τράπεζες, τις μεγάλες
εταιρείες, τη βιομηχανία και την πλειονότητα των ΜΜΕ –τα οποία ανήκουν
κυρίως στους προηγούμενους– αφέθηκε να σκορπίζει το δηλητήριο του
ατομικισμού, του κτηνώδους καταναλωτισμού, της υπερχρέωσης και του
άκρατου ανταγωνισμού. Ετσι η Αριστερά «ανεπαισθήτως», όπως λέει ο
Καβάφης, βρέθηκε «κλεισμένη από τον κόσμο έξω».
Το γνωστό ερώτημα «μα πού πήγαν οι (αριστεροί) διανοούμενοι;», το
οποίο ακούγεται διαρκώς μετά το πικρό 1989, αντανακλά αυτή την
απομόνωση, προϊόν της εσωτερίκευσης της ήττας. Και φυσικά δεν
αναφερόμαστε στη χρήση τους σαν γλάστρες και άλλοθι, χρήσιμων για την
υπογραφή «κειμένων συμπαράστασης» σε ακραίες περιπτώσεις διώξεων ή
καταστολής.
Μιλάμε για τον περιορισμό της δράσης τους σχεδόν αποκλειστικά στα
πεδία της συγγραφής, της έρευνας, των συνεδρίων και στα πάσης φύσεως
σεμινάρια, την ίδια ώρα που είχαν κάνει την εμφάνισή τους οι πρώτες
αντιδράσεις της κοινωνίας στα καταστροφικά αποτελέσματα του εφαρμοσμένου
νεοφιλελευθερισμού. Αυτή ήταν η ιστορία του χωρισμού ανάμεσα στο κεφάλι
(θεωρία) και στην καρδιά (κίνημα), όπως τα έβλεπε ο Μαρξ.
Από την άλλη, χρηματοδοτούμενα από το κεφάλαιο ινστιτούτα, ερευνητικά
κέντρα, δεξαμενές σκέψης, αλλά και χρυσοπληρωμένοι καθηγητές, αναλυτές
και δημοσιογράφοι εκλογίκευαν συστηματικά τις πολιτικές επιλογές των
ελίτ: «είναι μονόδρομος η καταστροφή του κοινωνικού κράτους», «να μπει
τέλος στο σπάταλο κράτος», «να μειωθεί ο τεράστιος αριθμός των δημοσίων
υπαλλήλων», «να ξεπεραστούν οι αγκυλώσεις στην αγορά εργασίας», «να
αξιοποιηθεί ο δημόσιος πλούτος», «να γίνουμε ανταγωνιστικοί» κ.λπ.
Ηταν τόσο πειστική αυτή η σάγκα του νεοφιλελευθερισμού, ώστε έπεισε
(όχι πάντα με το αζημίωτο) και πολλούς αριστερούς στοχαστές, ενώ,
ελλείψει ουσιαστικά αντίπαλου δέους τις τελευταίες δεκαετίες, κυριάρχησε
και στην κοινωνία μέσω ενός γενικευμένου φαταλισμού, ο οποίος
συμπυκνώθηκε στο δόγμα «Δεν Υπάρχει Εναλλακτική» (Τ.Ι.Ν.Α.).
Στη συνέντευξη που μου είχε δώσει το 2013 η Τζούντιθ Μπάτλερ έλεγε:
«Οι διανοούμενοι πρέπει ν’ αναλαμβάνουν ορισμένα ρίσκα, να βγαίνουν από
τις σχολές τους και να εγκαθιδρύουν δεσμούς μεταξύ των αναλύσεων που
κάνουν στ’ αμφιθέατρα και εκείνων που αναπτύσσονται στο πεζοδρόμιο».
Παράλληλα, αναφερόμενη στις αντιδράσεις και στους αγώνες των
κινημάτων, υπογράμμιζε ότι «η οργή δεν πρέπει να γίνει βία, αλλά
πολιτική δράση». Η σύνθεση αυτών των δύο ίσως αποτελέσει μακροπρόθεσμα
το αντίβαρο στη σημερινή βαρβαρότητα του νεοφιλελευθερισμού και της
μοιρολατρίας που τον ακολουθεί.
Συντάκτης: Τάσος Τσακίρογλου
Πηγή: efsyn.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου