Η ώρα είναι περασμένη. Μα για τους συγγενείς, που περιμένουν
αγωνιώντας, γίνεται μια εξαίρεση. Οι πόρτες ανοίγουν μπροστά τους από
κάποιο αόρατο χέρι. Δεν βλέπουν τίποτε άλλο παρά μόνο ένα δωμάτιο στο
βάθος.
Από μακριά φαίνεται βυθισμένο στο σκοτάδι. Περπατάνε με γρήγορο βήμα
στον υποφωτισμένο διάδρομο. Πλησιάζοντας αποκαλύφθηκε ένας θάλαμος
λουσμένος στο φως.
Τα μωρά είναι τυλιγμένα με ροζ ή μπλε σκεπάσματα μέσα σε γυάλινα
κρεβατάκια. Ολη η αθωότητα του κόσμου κοιμάται στις αίθουσες νεογνών των
μαιευτηρίων.
Ενας μικρός ναός της ζωής, που προσκυνά κάθε άνθρωπος, ελπίζοντας ότι
μέσα από αυτή την αθωότητα θα έρθει η ελπίδα, το θαύμα, η ίδια η ζωή,
το μεγαλείο της.
Ροδαλά προσωπάκια κοιμούνται και πίσω από το τζάμι άλλα πρόσωπα,
συγκινημένα, τα παρακολουθούν με λατρεία. Προσπαθούν να αποτυπώσουν τα
χαρακτηριστικά τους.
«Τη μύτη μου έχει, τη μύτη μου!», λέει ένας μπαμπάς με περηφάνια, μια
γιαγιά τα σταυρώνει όλα: «Καλότυχα να είναι», κι ένας ηλικιωμένος
κύριος έγινε πιο παιδί κι απ’ τα παιδιά και με αστείες γκριμάτσες
προσπαθεί να τραβήξει την προσοχή ενός μωρού που κουνιέται.
Λίγο πιο πέρα, χαίρομαι κι εγώ με τη χαρά τους και σκέφτομαι την «προσευχή» του Μάρκες για την ομορφιά της ζωής:
«Αν ο Θεός μου δώριζε ένα κομμάτι ζωή, θα ντυνόμουν λιτά, θα ξάπλωνα
μπρούμυτα στον ήλιο, αφήνοντας ακάλυπτο όχι μόνο το σώμα αλλά και την
ψυχή μου. Θεέ μου, αν μπορούσα, θα έγραφα το μίσος μου πάνω στον πάγο
και θα περίμενα να βγει ο ήλιος. Θα ζωγράφιζα μ' ένα όνειρο του Βαν
Γκογκ πάνω στα άστρα ένα ποίημα του Μπενεντέτι κι ένα τραγούδι του Σεράτ
θα ήταν η σερενάτα που θα χάριζα στη Σελήνη...».
Η ζωή και τα πολύτιμα δώρα της.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου