Μέρες καλοκαιριού που ακόμα είναι θαλερό. Φέτες καρπούζι και σύκα
μαύρα. Τα πρώτα σταφύλια, προπομπός του Σεπτεμβρίου. Αυτού του μήνα που
πάντα ήταν μια αρχή – ίσως και ένα τέλος.
Χθες έβρεξε. Αλλά είναι ακόμη καλοκαίρι. Και η πόλη είναι ευτυχισμένη
που είναι άδεια, που οι λίγοι εναπομείναντες φορούν ρούχα ελαφρά. Τη
χρειαζόταν αυτή την ανάπαυλα από τον θόρυβο, από λάστιχα που
στριγκλίζουν στο φρενάρισμα, από τον συνωστισμό σε δρόμους, λεωφορεία
και βαγόνια του μετρό.
Κι εσύ ξυπνάς και πίνεις καφέ στο μπαλκόνι με το νυχτικό χωρίς να
φοβάσαι τα αδιάκριτα βλέμματα, κλείνεις τα μάτια, για να αφήσεις τις
άλλες αισθήσεις να προπορευτούν: τα αυτιά, τη μύτη.
Ο αέρας είναι πιο καθαρός, ακούς κάπου δυο τζιτζίκια να τραγουδάνε,
νομίζεις ότι φτάνουν στα αυτιά του και οι βαριές πατημασιές του γάτου,
που βαριέται ακόμη και να φάει με τη ζέστη, άρωμα από γιασεμί έρχεται
από κάπου κοντά – αλήθεια, πού κρυβόταν τόσο καιρό;
Κι ενώ έχεις ξυπνήσει καλά, το όνειρο τρέχει μπροστά από τα μάτια
σου: έχεις μεταφερθεί αλλού. Εκεί που μέρες ή μήνες ή χρόνια πριν
αφέθηκες να χαθείς.
Σε ένα στενό κάτω από το κάστρο στην Αστυπάλαια. Περπατούσες πάνω σε
πεσμένες βελόνες και κεδρόμηλα. Κάθε πάτημα γέμιζε την όσφρησή σου
αρώματα πικρά και ζεστά μαζί.
Σε έναν μεσημεριανό ύπνο κάτω από ένα αρμυρίκι στην Πάτμο. Ο ήλιος
τρύπωνε μέσα από τα κλαδιά και σου γαργαλούσε την πατούσα. Δεν σε
ένοιαζε. Ονειρευόσουν και δεν ήθελες να ξυπνήσεις.
Στο μαγικό νερό της Ηρακλειάς, εκεί που κολυμπούσες εσύ και δυο μικρά
παιδιά στην άλλη άκρη της παραλίας. Σαν το ψάρι στο φυσικό του
περιβάλλον, σε μια θάλασσα μικρή, σε ένα αρχιπέλαγος.
Σε ένα σκεπασμένο με μπουκαμβίλιες καφενείο στην Ιο, που το μολύβι
σου είχε πάρει φωτιά και έκανε το χέρι σου να καίει. Και δεν άκουγες
ούτε έβλεπες τίποτα άλλο παρά το λευκό και το ροζ και το πράσινο των
φύλλων, αλλά να τα περιγράψεις δεν μπορούσες.
Στη μεσημεριανή βουτιά στο λιμανάκι του Αβλέμονα, με τα βράχια και τα
πράσινα νερά και τα καΐκια, όπου ορκίστηκες να επιστρέψεις.
Στην παραλία της Αιγιάλης μετά τη βόλτα στα Θολάρια. Στεγνώνεις στον
ήλιο καθιστή στην άμμο. Τη σκάβεις με τα πόδια σου ώσπου να βυθίσεις
μέσα την πατούσα σου για να συγκρίνεις το χρώμα σου με το δικό της. Οι
κόκκοι που κόλλησαν στο χέρι σου είναι χρυσοί.
Στα βουνά της Ηπείρου και στον κρύο Βοϊδομάτη, που πάγωσε τα πόδια
σου ώς τα γόνατα, κι εσένα δεν σε ένοιαξε. Εμενες εκεί, γιατί το νερό
έκανε το αίμα σου να τρέχει και να φτάνει πιο γρήγορα στην καρδιά.
Αλλά και σε κείνη τη «μυστική» γωνιά της Σκύρου, όπου τα πεύκα και οι
βράχοι και η θάλασσα έχουν τόσο αρμονικά αγκαλιαστεί. Ο παράδεισος έτσι
θα μοιάζει, σκεφτόσουν. Με το βοριαδάκι να πνίγει τη φλόγα του καύσωνα
κάτω από τα δέντρα – μόνο τα τζιτζίκια πρόδιδαν τη ζέστη.
Στις γωνιές αυτές δεν μιλάς, δεν πρέπει να μιλάς, θα σπάσεις τη
μαγεία. Δεν συζητάς καν με τον έσω εαυτό, δεν ακούς τίποτα -ίσως ένα
κύμα που σκάει λίγα μέτρα πιο κει- και περιμένεις να δεις ένα κόκκινο
ηλιοβασίλεμα.
Ενα δάκρυ στέκεται στην άκρη των ματιών σου. Δεν είναι λύπη, δεν
είναι χαρά, δεν ξέρεις τι είναι. Ψυχή τε και σώματι ζεις το θαύμα: όλη η
γνώση είναι δική σου, το πριν, το τώρα, το μετά σού έχουν αποκαλυφθεί.
Δεν κάνεις ερωτήσεις, δεν παίρνεις απαντήσεις. Δεν χρειάζεται. Ξέρεις,
αλλά και αν δεν ξέρεις δεν σε νοιάζει.
Η ανυπέρβλητη απέραντη ομορφιά σε κατακλύζει και καμιά λέξη, καμιά
φωτογραφία δεν μπορεί να αποδώσει την αλήθεια, την τόσο ανάλαφρη, την
τόσο πλήρη. Είχες την ευκαιρία να βυθιστείς στην ιερή σιωπή, την
ευκαιρία να χαθείς.
Συντάκτης: Αρχοντία Κάτσουρα
Πηγή: efsyn.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου