Η κλιματική αλλαγή, την οποία ήδη βλέπουμε αλλά ακόμη δεν έχουμε πλήρως κατανοήσει τις συνέπειές της, αναμένεται να προκαλέσει μια έκρηξη ζωής, καθώς και αλλαγή της βιοποικιλότητας στην παγωμένη ήπειρο της Ανταρκτικής. Αυτό τουλάχιστον δείχνει πρόσφατη έρευνα του Πανεπιστημίου του Κουίνσλαντ της Αυστραλίας.
Εξαιτίας της αύξησης της θερμοκρασίας, που θα επιφέρει λιώσιμο των πάγων σε ευρείες περιοχές της Ανταρκτικής, αναμένεται στα εδάφη που θα απελευθερωθούν από τον πάγο να σημειωθεί μια «έκρηξη ζωής», ταυτόχρονα με τον ορατό κίνδυνο να υποχωρήσουν ή ακόμη και να κινδυνέψουν τα ενδημικά είδη της περιοχής από τους «εισβολείς». Δηλαδή από είδη πανίδας και χλωρίδας που προσαρμόζονται καλύτερα σε πιο θερμά κλίματα.
Σήμερα, μόλις το 0,5% της επιφάνειας της Ανταρκτικής είναι ελεύθερο από πάγο, ωστόσο σε αυτό το μικρό κομμάτι γης, στις ακτές όπου δεν υπάρχει βλάστηση φιλοξενείται πολλή ζωή: θαλάσσια πτηνά, πιγκουίνοι, θαλάσσια θηλαστικά, τα οποία σχηματίζουν μεγάλες αποικίες.
Υπάρχουν επίσης περιοχές, «οάσεις» στον πάγο όπου αναπτύσσονται είδη χλωρίδας, με τη μορφή βρύων, διάφορα είδη μυκήτων και φυκιών, αλλά και δύο είδη αγγειακών φυτών. Επίσης εντοπίζονται είδη βακτηριδίων, μικρά αρθρόποδα, θαλάσσιες αρκούδες κ.λπ.
Οι επιστήμονες εκτιμούν ότι έως το τέλος του αιώνα αυτές οι νησίδες ζωής θα αυξηθούν φτάνοντας τα 17.600 τετ. χλμ. Σύμφωνα την έρευνα που πραγματοποίησαν επιστημονικές αποστολές του Πανεπιστημίου του Κουίνσλαντ και άλλων πανεπιστημίων, και η οποία δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Nature, θα συμβεί ό,τι συνέβη και σε άλλες περιοχές στο παρελθόν, όπως η Αρκτική και οι Άλπεις: ο πάγος θα φύγει και θα έρθει η ζωή.
Όπως τονίζει η Τζασμίν Λι, συγγραφέας της μελέτης και ερευνήτρια του Πανεπιστημίου του Κουίνσλαντ, «αν και η Ανταρκτική είναι μια τεράστια ήπειρος, το μεγαλύτερο μέρος της δεν είναι κατάλληλο ενδιαίτημα για φυτά και ζώα».
«Μια αύξηση του ελεύθερου από πάγου εδάφους κατά 17.000 τετ. χλμ. προϋποθέτει μια αύξηση του κατοικήσιμου εδάφους κατά 25% σε σχέση με σήμερα. Δηλαδή πολύ περισσότερο χώρο για ζωή για τα διάφορα είδη».
Μέχρι στιγμής σχεδόν όλες οι έρευνες εστίαζαν στις συνέπειες της κλιματικής αλλαγής και του λιωσίματος των πάγων σε ολόκληρο τον πλανήτη (το ύψος του νερού της θάλασσας, η υπερθέρμανση του πλανήτη, το περιφερειακό κλίμα κ.λπ.), αλλά όλοι ξεχνούσαν την ίδια την Ανταρκτική.
Η Λι και οι συνεργάτες της δημιούργησαν ένα μοντέλα της εξέλιξης της τήξης των πάγων και των πιθανών συνεπειών της. Πάνω σε αυτό μελέτησαν δύο σενάρια, ένα βάσει της Συμφωνίας του Παρισιού για το Κλιμα και μείωσης της θερμοκρασίας του πλανήτη κατά 2 βαθμούς Κελσίου και ένα πιο ακραίο, που προβλέπει αύξηση της παγκόσμιας θερμοκρασίας.
Και στις δύο περιπτώσεις οι πάγοι λιώνουν. Στο δεύτερο και χειρότερο σενάριο, οι ελεύθερες από πάγο περιοχές θα τριπλασιαστούν, θα αυξηθούν οι νησίδες καθαρού εδάφους, άλλες θα ενωθούν.
Τα υπόλοιπα θα τα κάνουν ο ήλιος και το νερό που θα έχει πιο υγρή μορφή.
Τα είδη που περιορίζονται στις ακτές θα κινηθούν προς την ενδοχώρα, αλλά νέα είδη, ξένα προς τα μέρη αυτά μπορεί να κινηθούν προς την Ανταρκτική.
«Δεν μπορούμε να ξέρουμε με βεβαιότητα πια ακριβώς θα είναι η επίδραση της κλιματικής αλλαγής στη βιοποικιλότητα, ωστόσο δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ότι κάποιοι θα κερδίσουν και κάποιοι θα χάσουν», τονίζει η Λι.
Πιθανώς μεταξύ των νικητών να είδη-εισβολείς.
«Η Ανταρκτική προς το παρόν προστατεύεται από το σκληρό κλίμα της, που εμποδίζει την εγκατάσταση μη γηγενών ειδών. Αυτά τα είδη θα είναι πιο εύκολο να φτάσουν εκεί λόγω της κλιματικής αλλαγής», σημειώνει η επιστήμονας.
Και τονίζει: «Πολλά από αυτά τα είδη εκτοπίζουν τα γηγενή».
Κάποιες από αυτές τις αλλαγές ήδη συμβαίνουν. Η γεωγραφική εξάπλωση των πιγκουίνων της Ανταρκτικής έχει αλλάξει, καθώς όσο υποχωρεί ο πάγος τόσο κινούνται προς τον πόλο. Τα αγγειακά φυτά φαίνεται ότι αντέχουν το κλίμα της Ανταρκτικής, ενώ διάφορα φυτά όπως τα είδη Colobanthus quitensis και Deschampsia antarctica εξαπλώνονται προς τον νότο της ηπείρου.
Ταυτόχρονα το «γρασίδι του χειμώνα» (Poa annua) επιβάλλεται και εκτοπίζει άλλα είδη αυτόχθονα της Ανταρκτικής.
Η πλειονότητα της πανίδας της περιοχής είναι μικροσκοπική και τα μεγαλύτερα ζώα που ζουν εκεί δεν ξεπερνούν τα δύο χιλιοστά (π.χ. Ακάρεα).
Σύμφωνα με τον βιολόγο του Πανεπιστημίου της Αδελαΐδας στην Αυστραλία, Κολομβιανό Αλεχάντρο Βελάνο, ειδικό στη μικροπανίδα της Ανταρκτικής, «αυτό που βλέπουμε στα εδάφη και τις λίμνες της Ανταρκτικής είναι εκατό είδη, τα οποία στην πλειονότητά τους δεν είναι διακριτά και τα οποία ζουν σε καταφύγια ελεύθερα από πάγο. Πρόκειται για είδη ενδημικά, δεν τα βρίσκεςι πουθενά αλλού και η υπερθέρμανση του πλανήτη θα ενοποιήσει τα καταφύγιά τους. Συνεπώς, αυτά που θα δείξουν μεγαλύτερη αντοχή και ικανότητα επιβίωσης στις κλιματικές αλλαγές θα επιβληθούν στα υπόλοιπα».
Από την πλευρά του, ο Βρετανός Ματ Έιμσμπέρι, μέλος της βρετανικής αποστολής, η μελέτη της Λι και των συνεργατών της αποδεικνύει την ανάγκη να αυξηθεί η επαγρύπνηση για την Ανταρκτική και την εύθραυστη βιοποικιλότητά της. «Πρέπει εστιάσουμε την προσοχή μας στο θέμα αυτό, ώστε να διασφαλίσουμε ότι δεν θα φτάσουν στην Ανταρκτική είδη-εισβολείς, κυρίως εξαιτίας της ανθρώπινης παρεμβολής».
Συντάκτης: Αρχοντία Κάτσουρα
Πηγή: El Pais
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου