Γιατί σε μια εποχή κάθε άλλο παρά σεξοφοβική, όπως η σημερινή, οι
πρώτες σεξουαλικές εμπειρίες των εφήβων εξακολουθούν να γεννούν μεγάλη
αμηχανία και ανασφάλεια, όχι μόνο στους ίδιους τους πρωτάρηδες, κάτι
απολύτως φυσικό και αναμενόμενο, αλλά και στους πολύ πιο έμπειρους και
ερωτικά απελευθερωμένους γονείς τους;
Και γιατί, άραγε, ακόμη και οι πιο «άνετοι» και «προοδευτικοί» γονείς αποδέχονται με εξαιρετική δυσκολία ή, ενίοτε, βιώνουν ως «καταστροφή», τις πρώτες σεξουαλικές αναζητήσεις και επαφές των παιδιών τους στο Διαδίκτυο;
Αντίθετα με την κρατούσα και συχνά αναπαραγόμενη από τα ΜΜΕ
τρομολαγνική άποψη, οι έφηβοι έχουν πιο ουσιαστική γνώση των κινδύνων ή
των παγίδων του Διαδικτύου απ’ ό,τι οι γονείς τους. Και συνήθως δεν
υποκαθιστούν τις πραγματικές σαρκικές σχέσεις με τις άυλες ψηφιακές
επαφές με αγνώστους.
Ακόμη και το τόσο διαδεδομένο διαδικτυακό σεξ είναι για τις ή τους
εφήβους ένας τρόπος για να γνωρίσουν ή να παραμένουν κοντά στον ερωτικό
τους σύντροφο.
Οι περισσότεροι γονείς, έχοντας λησμονήσει προ πολλού τις δικές τους
εφηβικές αγωνίες ή τραυματικές εμπειρίες, καλλιεργούν την καθησυχαστική
αυταπάτη ότι τα σημερινά παιδιά, μεγαλωμένα μέσα στον καταιγισμό
ερωτικών πληροφοριών και εικόνων από το Διαδίκτυο ή την TV, γνωρίζουν
σχεδόν τα πάντα ή, έστω, όσα πρέπει να ξέρει ένα παιδί γύρω από το σεξ.
Στην πραγματικότητα, βέβαια, συμβαίνει το ακριβώς αντίθετο: όχι μόνο
οι σύγχρονοι γονείς αγνοούν τα νέα ερωτικά και σεξουαλικά ήθη των
παιδιών τους, αλλά και οι έφηβοι ζουν μια διπλή ψηφιακή-βιολογική ζωή, η
οποία είναι απόκρυφη ή και ακατανόητη για τους ψηφιακά αναλφάβητους
γονείς τους.
Από πολύ νωρίς, η τηλεόραση και πιο πρόσφατα το Διαδίκτυο
βομβαρδίζουν τα παιδιά με σκηνές σεξ, χωρίς κανείς να μπει στον κόπο να
τους εξηγήσει ή να τα πληροφορήσει για τη σωματική εμπειρία ή το
ψυχολογικό περιεχόμενο αυτού που βλέπουν.
Επιπλέον, η ελεύθερη πρόσβαση των ανηλίκων στις ατελείωτες
πορνογραφικές ιστοσελίδες όχι μόνο δεν τους παρέχει καμία χρήσιμη
πληροφορία, αλλά, επιπλέον, τους προβάλλει μια παραπλανητική, απρόσωπη
και διαστρεβλωτική εικόνα για το τι είναι και το πώς συντελείται η
ερωτική πράξη σε φυσιολογικές συνθήκες.
Κι αν αυτό ισχύει για τους ενήλικους θεατές, φανταστείτε πόσο
ζημιογόνος ή καταστροφική μπορεί να αποδειχτεί για τους άπειρους ερωτικά
εφήβους.
Ψηφιακές αποπλανήσεις
Σε κάθε εποχή, η αντισυμβατική συμπεριφορά των περισσότερων εφήβων προκαλούσε την ανησυχία και την κριτική των ενηλίκων.
Σήμερα, κρίνοντας από τους τίτλους των εφημερίδων και των περιοδικών,
αυτή η ανησυχία περιστρέφεται γύρω από το Διαδίκτυο και τις πολυάριθμες
παγίδες που αυτό εγκυμονεί για τη «φυσιολογική» ανάπτυξη της ερωτικής ζωής των εφήβων.
Ορισμένοι εστιάζουν στο περιβόητο «sexting» άλλοι στο «sextortion», δύο νέες αλλά ιδιαίτερα διαδεδομένες πρακτικές ερωτικής συμπεριφοράς μεταξύ των εφήβων στις δυτικές κοινωνίες και όχι μόνο.
Περί τίνος πρόκειται; Το «sexting» είναι η αποστολή γραπτών
μηνυμάτων και ψηφιακών εικόνων ή βίντεο με αποκλειστικά σεξουαλικό
περιεχόμενο που ανταλλάσσουν μεταξύ τους τα ζευγάρια ή τα άτομα που
επικοινωνούν διαδικτυακά (ως όρος προέρχεται από τη συρραφή των αγγλικών
λέξεων sex και texting).
Αντίθετα, ο νεολογισμός «sextortion», που προέκυψε από τις
αγγλικές λέξεις sex και extortion, περιγράφει την εκβιαστική απειλή
δημοσιοποίησης βίντεο ή φωτογραφιών με ρητά ερωτικό περιεχόμενο.
Αυτό το «προσωπικό» ερωτικό υλικό μπορεί να τραβήχτηκε κατά
τη διάρκεια μιας ερωτικής σχέσεις, για ανταλλαγή υλικού με παρόμοιο
περιεχόμενο με αγνώστους, ή και για χρηματικό κέρδος.
Είναι πλέον σαφές ότι η αποστολή ερωτικών εικόνων (sexting) όσο και η
ενδεχόμενη χρήση τους για σεξουαλικό εκβιασμό (sextortion) συνδέονται
στενά μεταξύ τους και εξαρτώνται από τη μαζική χρήση του Διαδικτύου.
Στους ρευστούς καιρούς της κοινωνίας του θεάματος όπου όλοι ζούμε
(μικροί και μεγάλοι), δεν μπορεί να υπάρξει ασφαλής ή «ιδιωτική» ερωτική
ζωή. Και ακόμη λιγότερο, όταν, με ή παρά τη θέλησή μας, ψηφιοποιούμε
την ερωτική ζωή μας.
Παρά την παντελή απουσία κατάλληλης ερωτικής παιδείας, οι παγίδες του
Διαδικτύου είναι γνωστές στους εφήβους. Ομως, οι κίνδυνοι παραμένουν
κάτι που επιβεβαιώνεται από όλες τις σχετικές έρευνες.
Για παράδειγμα, τα πιο αξιόπιστα δεδομένα σχετικά με αυτά τα
φαινόμενα είναι αυτά που προέκυψαν πρόσφατα από μεγάλη έρευνα της HBSC
(Health Behaviour in School-Aged Children), της ειδικής υπηρεσίας του
Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας που μελετά την υγεία των παιδιών ηλικίας
μεταξύ 11 και 15 ετών.
Από την έρευνα αυτή προέκυψε ότι γύρω στα 15 είχαν ήδη σεξουαλικές
σχέσεις: ένα στα τέσσερα αγόρια και ένα στα πέντε κορίτσια, καθώς και
ότι περίπου το 70% είχαν χρησιμοποιήσει προφυλακτικά. Αν και προοδευτικά
καταγράφεται μια τάση για μείωση των προφυλακτικών και αύξηση στη χρήση
του χαπιού έκτρωσης της επόμενης ημέρας.
Ενα άλλο πολύ ενδιαφέρον στοιχείο για τις ερωτικές πρακτικές των
σημερινών εφήβων είναι ότι πολύ συχνά αποσυνδέουν τις πρώτες σεξουαλικές
εμπειρίες τους από τα συνήθη ερωτικά συναισθήματα.
Για τους περισσότερους εφήβους το σεξ φαίνεται να αποτελεί μια κοινωνική πρόκληση: τα αγόρια το κάνουν για να μάθουν «αν είναι ικανοί», ενώ τα κορίτσια «επειδή πρέπει να το κάνουμε» αφού αποτελεί ένα επιπλέον στοιχείο για επίδειξη στις φίλες τους.
Με άλλα λόγια, χάρη στις ευκολίες του Διαδικτύου, γίνεται πολύς αλλά
ανούσιος και επιφανειακός λόγος για το σεξ. Και ειδικότερα, οι πρώτες
ερωτικές εμπειρίες δεν προκύπτουν πάντα από μια βαθύτερη ψυχολογική και
σωματική ανάγκη αλλά από μια κοινωνική επιταγή, πολλαπλώς και
ποικιλοτρόπως επιβεβλημένη.
Σεξουαλική ελευθερία ή κοινωνική υποκρισία;
Οι περισσότεροι ενήλικοι αναγνωρίζουν πρόθυμα ότι οι έφηβοι/-ες δεν διαθέτουν ακόμη τις βιωματικές εμπειρίες και τα απαραίτητα «νοητικά εργαλεία»
για να κατανοήσουν και, κυρίως, για να αποδεχτούν τις συγκλονιστικές
αλλαγές που συντελούνται στο σώμα και στις διαθέσεις τους (βλ. και
ειδικό πλαίσιο).
Και εδώ ακριβώς υπεισέρχεται η προβληματική στάση των γονιών τους:
είτε πρόκειται για τη συνήθη αμηχανία ή άγνοια είτε, ακόμη χειρότερα,
για την προσποιητή αδιαφορία που επιδεικνύουν με πρόσχημα τον υποκριτικό
σεβασμό στην «ιδιωτική ζωή» των παιδιών τους.
Η αμηχανία τους αυτή επιτείνεται και από τη διαχρονική άρνηση των
εφήβων να συζητήσουν ή έστω να ακούσουν τις πληροφορίες που,
ενδεχομένως, θα ήταν σε θέση να τους μεταφέρουν οι γονείς τους σχετικά
με την πρωτόγνωρη κατάσταση που βιώνουν.
Πράγματι, οι έφηβοι -κατά κανόνα- μετά τις πρώτες σεξουαλικές
εμπειρίες τους εκλαμβάνουν ως ανεπίτρεπτη παρέμβαση κάθε προσπάθεια
διαλόγου ή επικοινωνίας με τους γονείς τους γύρω από τις νέες και
υπερβολικά μυθοποιημένες ερωτικές εμπειρίες τους.
Εξάλλου, το σεξ αποτελούσε ανέκαθεν θέμα ταμπού, τόσο για τους
αμήχανους και υπερβολικά ανήσυχους γονείς όσο και για τους ολοένα και
περισσότερο κλεισμένους στον εαυτό τους εφήβους.
Σήμερα, ένας όλο και μεγαλύτερος αριθμός γονιών δεν έχει την
παραμικρή δυσκολία ή αμηχανία στο να μιλά «ανοιχτά» για το σεξ με τα
παιδιά του όσο είναι πολύ μικρά (κάτι που σπανιότατα συνέβαινε πριν από
μία γενιά).
Ωστόσο, τα πράγματα αλλάζουν άρδην καθώς το παιδί μεγαλώνει και
μπαίνει στην εφηβεία: όσο το παιδί ήταν μικρό, το σεξ αποτελούσε γι’
αυτό μια «αθώα» διανοητική περιέργεια.
Με την είσοδο στην εφηβεία, αντίθετα, η ψυχοσωματική εμπλοκή του
είναι πολύ πιο άμεση: για κάθε έφηβο το σεξ αποτελεί κάτι πολύ
σημαντικό, κυριολεκτικά το... «καυτό ζήτημα».
Και όπως είδαμε, στο νέο τεχνολογικό-κοινωνικό οικοσύστημα τα
περιθώρια επιρροής ή, έστω, διάλογου των γονιών με τα παιδιά τους για το
καυτό ζήτημα του σεξ είναι απελπιστικά στενά· αλλά σε καμιά περίπτωση
ανύπαρκτα.
Το μεγαλύτερο εμπόδιο στην επικοινωνία ανάμεσα στους γονείς και τους
εφήβους είναι όχι μόνο πολιτισμικό αλλά βαθύτατα βιωματικό: για τους
σημερινούς εφήβους η διάκριση της ζωής τους εντός ή εκτός Δικτύου δεν
έχει πια κανένα νόημα. Ο διαχωρισμός της ψηφιακής από την πραγματική ζωή
είναι αυθαίρετος και δεν υφίσταται στην πράξη.
Αντίθετα με τους ενηλίκους, για τη νέα γενιά των εφήβων η
συναισθηματική και ερωτική τους ζωή περνά αναγκαστικά μέσω του
υπολογιστή ή του κινητού τους. Η ιδιωτική τους ζωή και οι κοινωνικές
εμπειρίες τους είναι ανάμικτα βιολογικές-ψηφιακές και οικοδομούνται μέσα
από τα κυρίαρχα σήμερα πρότυπα επικοινωνίας και κοινωνικής δικτύωσης.
Ο διάχυτος ναρκισσισμός και η εμπορευματοποίηση του σεξ αποτελούν τα
δυσάρεστα επιφαινόμενα αυτών των κοινωνικών προτύπων, τα οποία
κυριαρχούν όχι από έλλειψη ή απόκρυψη πληροφοριών, αλλά λόγω του
υπερβολικού βομβαρδισμού από πολλές, ετερόκλητες και ασύνδετες μεταξύ
τους πληροφορίες.
Ο ρόλος λοιπόν μιας πραγματικά εναλλακτικής σεξουαλικής παιδείας
-οικογενειακής αλλά και δημόσιας- θα έπρεπε να είναι όχι μόνον η παροχή
πληροφοριών αλλά και των απαραίτητων όσο ποτέ εργαλείων σκέψης και
γνώσης για την κριτική επεξεργασία των (σκοπίμως) ετερόκλητων
πληροφοριών.
Ο εγκέφαλος ήταν και είναι ο στόχος
Ο απλούστερος ίσως τρόπος για να κατανοήσουμε το πώς περιγράφουν οι
σύγχρονες νευροεπιστήμες τις πρώτες αλλά καθοριστικές εκδηλώσεις της
ανθρώπινης ερωτικής συμπεριφοράς είναι να συνοψίσουμε, εν είδει
θεατρικού δράματος, τα όσα έχουν ανακαλύψει πρόσφατα.
Ιδού λοιπόν οι τέσσερις βασικές πράξεις του πανάρχαιου, αλλά κάθε
άλλο παρά πασίγνωστου, ανθρώπινου ερωτικού δράματος. Ή μήπως πρόκειται
για κωμωδία;
■ Πρώτη πράξη: η ακαταμάχητη έλξη.
Από την πρώτη στιγμή που την ή τον βλέπουμε, ενεργοποιείται ο μέσος
εγκέφαλός μας. Αυτό το τμήμα του εγκεφάλου μας που, μεταξύ άλλων,
συντονίζει και ελέγχει τα οπτικά και ακουστικά μας ανακλαστικά, αρχίζει
να εκκρίνει ντοπαμίνη, έναν νευροδιαβιβαστή που σχετίζεται άμεσα με τα
αισθήματα ηδονής και ευφορίας που μας προκάλεσε η παρουσία της/του.
Ερεθισμένος από την ντοπαμίνη, ο υποθάλαμος στέλνει εντολή στο σώμα
να επιδείξει τις κατάλληλες σωματικές αντιδράσεις: οι κόρες των ματιών
διαστέλλονται, η καρδιά χτυπά σαν τρελή στέλνοντας περισσότερο αίμα στο
πρόσωπο που κοκκινίζει, ένα λεπτό στρώμα ιδρώτα καλύπτει το δέρμα μας
καθιστώντας το πιο φωτεινό.
Αν το αντικείμενο της ερωτικής επιθυμίας μας αντιδράσει θετικά σε
αυτά τα ερωτικά σήματα που του στέλνουμε, τότε ενισχύονται τα νευρωνικά
κυκλώματα που συνδέουν την παρουσία του/της με συναισθήματα ευχαρίστησης
και ευφορίας.
■ Δεύτερη πράξη: η έκρηξη του πάθους.
Κάθε νέα συνάντηση μαζί του/της ανεβάζει τα επίπεδα έκκρισης της
ντοπαμίνης, ενισχύοντας περαιτέρω την επιθυμία μας για το πρόσωπό
του/της, ενώ παράλληλα η ανάμνηση της ευχαρίστησης που μας γεννά η
παρουσία της/του μεγαλώνει την επιθυμία μας να βρισκόμαστε μαζί της/του.
Γεγονός που με τη σειρά του προκαλεί στον εγκέφαλό μας την έκκριση
δύο νέων νευροδιαβιβαστών: της νοραδρεναλίνης και της φαινυλεθυλαμίνης.
Αυτό το εκρηκτικό κοκτέιλ προκαλεί στον εγκέφαλο των εφήβων μια
εκρηκτική κατάσταση εντονότατης διέγερσης και ελαφρού ιλίγγου παρόμοιου
με αυτόν που θα προκαλούσε η κατάποση μιας μικρής ποσότητας αμφεταμίνης.
Ταυτόχρονα μειώνεται η παραγωγή ενός άλλου σημαντικού νευροδιαβιβαστή,
της σεροτονίνης, με αποτέλεσμα να εμφανίζεται ένα συναίσθημα εμμονής.
■ Τρίτη πράξη: επιτέλους η συνουσία!
Οσο μεγαλώνει η ερωτική οικειότητα τόσο περισσότερο ο υποθάλαμος
διεγείρει την παραγωγή ενός άλλου σημαντικού νευροδιαβιβαστή, της
ωκυτοκίνης, η οποία παίζει καθοριστικό ρόλο στη γέννηση αισθημάτων
τρυφερότητας και ενισχύει τους υποδοχείς των νευρωνικών κυκλωμάτων που
εμπλέκονται στην ανάδυση των συναφών ερωτικών συναισθημάτων. Φιλιά,
χάδια και άλλες ερωτικές ενέργειες αυξάνουν περαιτέρω τα επίπεδα
ωκυτοκίνης και βασοπρεσίνης, δημιουργώντας μια ακατάσχετη ανάγκη για
ερωτική ολοκλήρωση.
■ Τέταρτη πράξη: για πάντα μαζί;
Υστερα από μερικούς μήνες από την πρώτη ερωτική επαφή, ο εγκέφαλος
έχει πια «μπουχτίσει» από το κοκτέιλ ορμονών και δεν αντιδρά πια όπως
πριν. Σε αυτή την αποφασιστική φάση κάθε ερωτικής σχέσης τα περισσότερα
ζευγάρια χωρίζουν. Και ο καθένας από το πρώην ζευγάρι αρχίζει να αναζητά
νέο ερωτικό σύντροφο για να βιώσει εκ νέου τις τρεις πρώτες και τόσο
ερεθιστικές φάσεις στη δημιουργία μιας σχέσης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου