Σύμφωνα με το άρθρο 103 παρ. 8
του ισχύοντος ελληνικού Συντάγματος (μετά την αναθεώρηση του 2001),
«Νόμος ορίζει τους όρους, και τη χρονική διάρκεια των σχέσεων εργασίας
ιδιωτικού δικαίου στο Δημόσιο και τον ευρύτερο δημόσιο τομέα, όπως αυτός
καθορίζεται κάθε φορά, για την κάλυψη είτε οργανικών θέσεων… είτε
πρόσκαιρων είτε απρόβλεπτων και επειγουσών αναγκών… Νόμος ορίζει επίσης
τα καθήκοντα που μπορεί να ασκεί το προσωπικό του προηγούμενου εδαφίου.
Απαγορεύεται η από το νόμο μονιμοποίηση προσωπικού που υπάγεται στο
πρώτο εδάφιο ή η μετατροπή των συμβάσεών του σε αορίστου χρόνου».
Η δικαιοπολιτική σκοπιμότητα της παραπάνω συνταγματικής ρύθμισης
έγκειται στην προστασία του δημοσίου συμφέροντος από το σύνηθες
φαινόμενο πελατειακών προσλήψεων με μικροκομματική σκοπιμότητα
(«ρουσφέτια»), δηλαδή η διάρρηξη της «γενικής βούλησης» προς όφελος
πελατειακών, επιμεριστικών δικτύων πατρωνείας. Πράγματι, είναι
εξαιρετικά συχνό το φαινόμενο, ακόμα και μετά τη συνταγματική απαγόρευση
που καθιέρωσε η αναθεώρηση του 2001, το κυβερνών κόμμα να προσλαμβάνει
«φωτογραφικά» προσωπικό με σύμβαση ορισμένου χρόνου (σπανιότερα, μέσω
Α.Σ.Ε.Π.) και, εν συνεχεία, να εφευρίσκει τρόπους για τη μονιμοποίηση
του προσωπικού αυτού, ιδίως μέσω της μετατροπής των συμβάσεων ορισμένου
σε συμβάσεις αορίστου χρόνου.
Η απαγόρευση μονιμοποίησης συμβασιούχων με θεσμικά «τερτίπια» από την
εκάστοτε Κυβέρνηση αποτελεί, εξάλλου, μια βασική πτυχή και της
ασφυκτικής δημοσιονομικής επιτήρησης στο πλαίσιο των μνημονιακών
προγραμμάτων λιτότητας. Ωστόσο, τόσο η οικεία συνταγματική ρύθμιση
(άρθρο 103 παρ. 8 Συντ.), όσο και η πίεση των «θεσμών» προς την
κατεύθυνση της άμεσης αποπομπής των συμβασιούχων ορισμένου χρόνου με τη
λήξη της σύμβασής τους, στο βωμό της καταπολέμησης του πελατειακού
κράτους και της επίτευξης δημοσιονομικών στόχων αντίστοιχα, δεν
λαμβάνουν καθόλου υπόψη τρεις κομβικές παραμέτρους του ζητήματος:
Πρώτον, η υιοθέτηση του συμβατικού δεσμού στη σχέση
εργοδότη-εργαζομένου παραπέμπει στο ιδιωτικό δίκαιο. Ακόμα και στο
πλαίσιο του ιδιωτικού δικαίου, πάντως, πριν εξελιχθεί σε κανονικότητα η
απορρύθμιση της αγοράς εργασίας και αναδειχθεί σε κανόνα η ατομική
σύμβαση εργασίας, η ρύθμιση των όρων, προϋποθέσεων και χρονικής
διάρκειας της εργασίας γινόταν αποκλειστικά με τη μορφή των συλλογικών
συμβάσεων μεταξύ συνδικαλιστικών οργανώσεων εργαζομένων και εργοδοτών με
το Κράτος σε ρόλο επιδιαιτητή των συγκρούσεων («τριμερές μοντέλο
διαπραγμάτευσης»).
Στο πλαίσιο του δημοσίου δικαίου, η φύση των παρεχόμενων υπηρεσιών
απαιτούσε ήδη από το «εκσυγχρονιστικό» Σύνταγμα του 1911 μονιμότητα των
υπαλλήλων, προκειμένου αυτοί να μην καθίστανται έρμαιο των κομματικών
διαξιφισμών (πελατειακή εκδοχή του «φύγε εσύ, έλα εσύ») και ταυτόχρονα
να εκπληρώνουν απρόσκοπτα τη μείζονα συνταγματική αποστολή τους
(«εκτελεστές της θέλησης του Κράτους»).
Ενόψει, όμως, της ιδιωτικοποίησης της λειτουργίας του δημόσιου τομέα
(New Public Management), της προτίμησης των ευέλικτων μορφών απασχόλησης
(«βέλτιστες πρακτικές του ΟΟΣΑ») και της δημοσιονομικής στενότητας του
ελληνικού κράτους για μόνιμες προσλήψεις («επιφύλαξη του εφικτού»)
βλέπουμε πλέον ότι το concept της σύμβασης έχει αναδειχθεί σε κυρίαρχο
τύπο κανονιστικής δέσμευσης (;) εργοδότη-εργαζομένου ακόμα και στο
πλαίσιο της παροχής δημόσιων αγαθών ή ζωτικών υπηρεσιών κοινής ωφέλειας.
Δεύτερον, η κάλυψη πρόσκαιρων ή εποχιακών αναγκών
αποτελεί τον τελολογικό ορίζοντα της απαγόρευσης μονιμοποίησης
συμβασιούχων ορισμένου χρόνου βάσει του άρθρου 103 Συντ. Έτσι, η
διαχρονική πρακτική των κυβερνήσεων να ανανεώνουν επ’ αόριστον συμβάσεις
ορισμένου χρόνου δεν πρέπει να ιδωθεί αυτοτελώς ως εξόφθαλμη παραβίαση
του άρθρου 103 παρ. 8 Συντ, αλλά πρωτίστως να κριθεί ενόψει της φύσης
της δημόσιας υπηρεσίας που παρέχεται από τους συμβασιούχους ορισμένου
χρόνου.
Εξάλλου, στην πρόσφατη απόφαση της Ολομέλειας του Ελεγκτικού
Συνεδρίου (10.5.2017), παρά το γεγονός ότι καταφάθηκε η
αντισυνταγματικότητα της συνεχούς παράτασης προσωπικού καθαριότητας σε
Ο.Τ.Α. με συμβάσεις ορισμένου χρόνου, τέθηκε επί τάπητος, ως μειοψηφούσα
γνώμη, το ζήτημα αν η καθαριότητα αποτελεί πρόσκαιρη-εποχιακή ή,
αντίθετα, πάγια-μόνιμη ανάγκη. Βλέπουμε, συνεπώς, ότι στην πράξη οι
συμβασιούχοι ορισμένου χρόνου αξιοποιούνται, ιδίως στο πλαίσιο των
Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης, για την κάλυψη διαρκών αναγκών και,
ιδίως, σε τομείς με πρόδηλο το χαρακτήρα της κοινής ωφέλειας (π.χ.
καθαριότητα), άρα δεν πρόκειται για το εποχικό προσωπικό που εμπίπτει
στις προϋποθέσεις και τις έννομες συνέπειες του άρθρου 103 Συντ.
Τρίτον, η διάχυση της σύμβασης ως νομικού δεσμού
μεταξύ του Δημοσίου ως εργοδότη και των εργαζομένων σε υπηρεσίες κοινής
ωφέλειας δημιουργεί ένα περαιτέρω δομικό πρόβλημα στην καθημερινή
συμβίωση των εργαζομένων και στον κοινωνικό καταμερισμό της εργασίας
γενικότερα.
Πλέον, σε έναν ορισμένο χώρο δουλειάς (δημόσια υπηρεσία) τα ταξικά
συμφέροντα του απασχολούμενου προσωπικού δεν είναι ενιαία, αλλά
διασπώνται σε επιμέρους υποκατηγορίες, εν πολλοίς ανταγωνιστικές μεταξύ
τους, ανάλογα με τη νομική μορφή της σχέσης εργασίας, εντείνοντας έτσι
τον «κοινωνικό αυτοματισμό».
Έτσι, στον ίδιο φορέα του Δημόσιου ή του ευρύτερου δημόσιου τομέα
συνυπάρχει μόνιμο προσωπικό, συμβασιούχοι αορίστου χρόνου (πρώην
συμβασιούχοι ορισμένου χρόνου) και συμβασιούχοι ορισμένου χρόνου, οι
οποίοι διεκπεραιώνουν ακριβώς την ίδια υπηρεσία (κάλυψη πάγιων-διαρκών
αναγκών) με προδήλως διαφορετικό εργασιακό καθεστώς. Από τη μια πλευρά, η
πλήρης ασφάλεια των δημοσίων υπαλλήλων που καλύπτονται από τη
συνταγματικά κατοχυρωμένη μονιμότητα (άρθρο 103 παρ. 4 Συντ.).
Από την άλλη, οι συμβασιούχοι ορισμένου χρόνου με ημερομηνία λήξης
(επισφάλεια), έρμαια στην ιδιοτελή ελπίδα μιας αντισυνταγματικής
παράτασης που θα τους χαρίσει ρουσφετολογικά κάποιος πολιτευτής για να
εξασφαλίσει την επανεκλογή του.
Η απεργία των συμβασιούχων ορισμένου χρόνου στις υπηρεσίες
καθαριότητας δεν είναι απλώς η αθέμιτη διεκδίκηση «ισότητας στην
παρανομία» μιας ομάδας συμπολιτών μας. Κατά το γράμμα του άρθρου 103
παρ. 8 Συντ. είναι αυτό και μόνο αυτό, κατά το πνεύμα, όμως, της
διάταξης χρειάζεται να το ψάξουμε λίγο παραπάνω.
Αυτή τη στιγμή γίνεται σαφές ότι οι πόλεις, ιδιαίτερα οι
μεγαλουπόλεις (Αθήνα, Θεσσαλονίκη), της χώρας πνίγονται στα σκουπίδια,
επειδή η πάγια ανάγκη της καθαριότητας (πυρήνας της κοινής ωφέλειας σε
τοπικό επίπεδο, όπως αποδεικνύεται στον καθημερινό μας βίο) ανατέθηκε εξ
ολοκλήρου σε προσωπικό που λειτουργεί με συμβάσεις ορισμένου χρόνου, οι
οποίες, πάντως, προβλέπονται ως θεσμικό concept για την εκπλήρωση
καθαρά προσωρινών-εποχιακών αναγκών.
Η λύση δεν είναι φυσικά άλλη μια αντισυνταγματική παράταση των
συμβάσεων (επιβράβευση μιας ακόμα επιμεριστικής «ισότητας στην
παρανομία»). Αλλά η θεσμική αναγνώριση ότι πολλοί συμβασιούχοι ορισμένου
χρόνου -ιδίως οι εργαζόμενοι στην καθαριότητα- εκπληρώνουν πάγιες και
διαρκείς ανάγκες, άρα πρέπει να τους δοθεί η δυνατότητα να διεκδικήσουν
-και με αντικειμενικά, διαφανή κριτήρια κάποιοι να λάβουν αξιοκρατικά
(με τον συνταγματικά προβλεπόμενο τρόπο, δηλαδή διαγωνισμό μέσω
Α.Σ.Ε.Π.)- το νομικό τύπο που προσιδιάζει στην κάλυψη πάγιων και διαρκών
αναγκών, κατά το ισχύον ελληνικό σύνταγμα: το status μόνιμου δημοσίου
υπαλλήλου.
Σε τελική ανάλυση, η αντικειμενική αξιολόγηση δομών και προσώπων δεν
είναι διόλου ασύμβατη με το status μονιμότητας, ίσα-ίσα αποτελεί εγγύηση
ότι η μονιμότητα επιτελεί το λειτουργικό της ρόλο: παροχή υψηλής
ποιότητας δημόσιων υπηρεσιών στους πολίτες εντελώς ανεπηρέαστα από την
κομματική προτίμηση του εργοδότη (Κυβέρνηση, Ο.Τ.Α. κ.λπ.) και του
εργαζομένου (δημόσιος ή δημοτικός υπάλληλος).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου