«Πριν από 25 χρόνια είχα πει, εδώ, από την ίδια θέση ως υπουργός Συντονισµού, ότι η Ελλάς έχει δύο πληγές: τη ∆ασική Υπηρεσία και την Αρχαιολογική Υπηρεσία. ∆υστυχώς και µετά από 25 χρόνια πρέπει να ξαναπώ το ίδιο. Πρέπει να απελευθερωθεί η ελληνική γη όσο µπορούµε γρηγορότερα, γιατί αποτελεί το µοχλό της ανάπτυξης» Κωνσταντίνος Μητσοτάκης, 2005.
Στην Ελλάδα των µνηµονίων και της κρίσης, οι αρχαιότητες µοιάζουν περισσότερο ανυπεράσπιστες από ποτέ. Η επί των µνηµείων ασκούµενη πολιτική εντάσσεται στο ευρύτερο εγχείρηµα των κυρίαρχων πολιτικών και οικονοµικών δυνάµεων που αξιοποιούν την κρίση χρέους ως εφαλτήριο για να πετύχουν ένα µακρόπνοο σχέδιο: την αντιδραστική αναδιάρθρωση των κοινωνιών της Ευρώπης, την αναδιανοµή του εισοδήµατος, τη διακυβέρνηση µε τρόπους «έκτακτης ανάγκης», τη λεηλασία του δηµόσιου πλούτου και τη συρρίκνωση κάθε έννοιας κοινωνικού κράτους και δηµόσιου αγαθού.
Από αυτή την άποψη, η εσπευσµένη κατάθεση από την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ του σχεδίου νόµου «Νέο θεσµικό πλαίσιο για την άσκηση οικονοµικής δραστηριότητας και άλλες διατάξεις» που στην ουσία καταργεί τη διαδικασία της εκ των προτέρων αδειοδό-τησης επιχειρήσεων, βάλλοντας ευθέως κατά της προστασίας των αρχαιολογικών χώρων και των µνηµείων, µόνο κεραυνός εν αιθρία δεν µπορεί να θεωρηθεί. Αποτελεί το νοµοθετικό επιστέγασµα µιας µακροχρόνιας πολιτικής που αντιµετωπίζει τις αρχαιότητες ως «εµπόδια» στην πάση θυσία και µε συνοπτικές διαδικασίες «ανάπτυξη», που ευαγγελίζονται οι απανταχού υποστηρικτές της.
Υπό το πρόσχηµα της δηµοσιονοµικής πίεσης και των απαιτήσεων των δανειστών, το φυσικό και στην περίπτωσή που εξετάζουµε το πολιτιστικό περιβάλλον και οι αρµόδιες για την προστασία του υπηρεσίες µπαίνουν στο στόχαστρο. ∆εν είναι καθόλου τυχαία η επίµονη και συστηµατική προσπάθεια, ειδικά τα τελευταία µνηµονιακά χρόνια, παράκαµψης της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας και των νόµιµων διαδικασιών αδειοδότησης για επενδύσεις που προωθούνται µε fast-track διαδικασίες, όπως τα λεγόµενα «Μεγάλα Έργα», οι επενδύσεις του «πακέτου Γιούνκερ», οι επενδύσεις µέσω ΤΑΙΠΕ∆ κτλ. Η προσπάθεια αυτή θέτει συνεχώς υπό αµφισβήτηση την ίδια την έννοια της προστασίας του περιβάλλοντος, φυσικού και πολιτιστικού, όπως ορίζεται µέχρι σήµερα από το άρθρο 24 του Συντάγµατος.
Σε αυτή την κατεύθυνση, τόσο της παράκαµψης και συρρίκνωσης του δηµόσιου φορέα προστασίας των µνηµείων όσο και του ψαλιδίσµατος του Αρχαιολογικού Νόµου, στο όνοµα της «ανάπτυ-ξης», προωθήθηκαν, άλλωστε, από τις προηγούµενες µνηµονιακές κυβερνήσεις, µια σειρά νοµοθετηµάτων. Ας αναφερθούν ενδεικτικά ο Ν. 4014/2011 «Περιβαλλοντική αδειοδότηση έργων και δραστηριοτήτων, ρύθµιση αυθαιρέτων κλπ.» (ΦΕΚ Α΄ 209/21.11.2011), το άρθρο 23 του οποίου απειλεί ευθέως τη συνταγµατική επιταγή για την προστασία της πολιτιστικής κληρονοµιάς, νοµιµοποιώντας εκ των υστέρων αυθαίρετες κατασκευές εντός αρχαιολογικών ζωνών, ο Ν. 4072/2012 «Βελτίωση επιχειρηµατικού περιβάλλοντος – Νέα εταιρική µορφή – Σήµατα – Μεσίτες Ακινήτων – Ρύθµιση θεµάτων ναυτιλίας, λιµένων και αλιείας και άλλες διατάξεις» (ΦΕΚ Α΄ 86/11.4.2012), διατάξεις του οποίου (στο Κεφ. Γ΄ «Ρυθµίσεις για αρχαιολογικές έρευνες και εργασίες στο πλαίσιο Μεγάλων Ιδιωτικών Έργων») ανοίγουν το δρόµο στην πρόσληψη αρχαιολόγων στα Μεγάλα Ιδιωτικά Έργα µε επιλογή του εργολάβου και όχι της αρµόδιας υπηρεσίας, ο Ν. 4146/2013 «∆ιαµόρφωση φιλικού αναπτυξιακού περιβάλλοντος για τις Στρατηγικές και Ιδιωτικές Επενδύσεις και
άλλες διατάξεις» (ΦΕΚ Α΄ 90/18.4.2013), στο άρθρο 12 του οποίου παρακάµπτεται το Κεντρικό Αρχαιολογικό Συµβούλιο και ιδρύεται Γραφείο Αρχαιολογικών Αδειοδοτήσεων στο Υπουργείο Ανάπτυξης, Ανταγωνιστικότητας, Υποδοµών, Μεταφορών και ∆ικτύων, ο Ν. 4164/2013 «Συµπλήρωση των διατάξεων περί Εθνικού Κτηµατολογίου και άλλες ρυθµίσεις» (ΦΕΚ Α΄ 156/9.7.2013), που στο άρθρο 16 επέφερε ορισµένες τροποποιήσεις στον υφιστάµενο Αρχαιολογικό Νόµο 3028/2002 περιορίζοντας τις αρµοδιότητες των Υπηρεσιών του ΥΠΠΟ στις περιπτώσεις εργασιών στο εσωτερικό υφιστάµενων νεότερων κτιρίων, ο Ν. 4179/2013 «Απλούστευση διαδικασιών για την ενίσχυση της επιχειρηµατικότητας στον τουρισµό, αναδιάρθρωση του Ελληνικού Οργανισµού Τουρισµού και λοιπές διατάξεις» (ΦΕΚ Α΄ 175/8.8.2013), διατάξεις του οποίου παρακάµπτουν τα Υπουργεία Πολιτισµού και Περιβάλλοντος προκειµένου να επιτραπούν παρεµβάσεις σε χώρους που βρίσκονται εντός περιοχών Natura και αρχαιολογικών χώρων, ενώ προβλέπει πώς θα εκδίδονται µε διαδικασίες εξπρές οι οικοδοµικές άδειες και οι άλλες αδειοδοτήσεις για κτιριακές εγκαταστάσεις που περιλαµβάνονται σε επενδύσεις στρατηγικού χαρακτήρα.
Φαίνεται, όµως, όπως ρητά αναφέρεται στην αιτιολογική έκθεση του νοµοσχεδίου «Νέο θεσµικό πλαίσιο για την άσκηση οικονοµικής δραστηριότητας και άλλες διατάξεις», ότι όλα αυτά δεν ήταν αρκετά για να ικανοποιηθούν οι απαιτήσεις των δανειστών ούτε, βέβαια, για να έρθει η πολυπόθητη «ανάπτυξη» και οι επενδύσεις. Στην ίδια έκθεση διαβάζουµε ότι το νοµοσχέδιο στοχεύει –άλλη µία φορά...– στη «βελτίωση του επιχειρηµατικού περιβάλλοντος και την ανάκαµψη της ανταγωνιστικότητας», µέσω της «ορθολογικής αναδιάρθρωσης και µεταρρύθµισης» του συστήµατος αδειοδότησης ενός ευρέος φάσµατος οικονοµικών δραστηριοτήτων: γεωργία, κτηνοτροφία και δασοκοµία, ορυχεία και λατοµεία, κάθε λογής µεταποιητικές και βιοµηχανικές µονάδες, µονάδες παραγωγής και διανοµής ηλεκτρικής ενέργειας και φυσικού αερίου, επεξεργασία λυµάτων και διαχείριση αποβλήτων, χονδρικό και λιανικό εµπόριο, δραστηριότητες υπηρεσιών παροχής καταλύµατος και υπηρεσιών εστίασης κ.ά. ∆εν έχει παρά να ανατρέξει κανείς στο πρώτο άρθρο του σχεδί ου νόµου για να διαπιστώσει την «εξαφάνιση» της αρχαιολογικής νοµοθεσίας στη διατύπωση που αφετηριακά ορίζει τις µη θιγόµενες νοµοθεσίες από την εφαρµογή του συγκεκριµένου νόµου:
«Η εφαρµογή των διατάξεων της πολεοδοµικής και χωροταξικής νοµοθεσίας καθώς και των διατάξεων για την περιβαλλοντική αδειοδότηση έργων και δραστηριοτήτων δεν θίγεται από τις διατάξεις του παρόντος νόµου».
Η ίδια «παράλειψη» της προστασίας των αρχαιοτήτων, του Αρχαιολογικού Νόµου, των αρµόδιων υπηρεσιών του Υπουργείου Πολιτισµού, του ίδιου του Υπουργείου Πολιτισµού σε έκδοση προβλεπόµενων από το σχέδιο νόµου Προεδρικών ∆ιαταγµάτων (Π∆) ή Κοινών Υπουργικών Αποφάσεων (ΚΥΑ) παρατηρείται σε σειρά άρθρων (άρθ. 3, 5, 7, 14), αποκαλύπτοντας και τις προθέσεις των συντακτών του. Εξάλλου, το άρθρο 16 ορίζει ότι τα Π∆ και οι ΚΥΑ οι οποίες είναι απαραίτητες για την υπαγωγή των εκατοντάδων οικονοµικών δραστηριοτήτων που προβλέπει το επίδικο νοµοσχέδιο σε «καθεστώς γνωστοποίησης και έγκρισης» πρέπει να έχουν εκδοθεί µέχρι τις 31/12/2018. Μετά από αυτή την ηµεροµηνία κάθε άδεια, βεβαίωση, πιστοποιητικό κτλ. που δεν έχει προβλεφθεί µε αυτά τα Π∆ και τις ΚΥΑ καταργείται. ∆εν χρειάζεται µεγάλη φαντασία για να υποθέσει κανείς τι πρόκειται να συµβεί...
Εκτός δε αυτών, στο άρθρο 28 προβλέπεται πως οι δήµοι θα χορηγούν εντός 15 ηµερών βεβαίωση ότι κατάστηµα υγειονοµικού ενδιαφέροντος µπορεί να ιδρυθεί σε συγκεκριµένη θέση, ενώ αν παρέλθει άπρακτη η προθεσµία αυτή, θεωρείται ότι η βεβαίωση έχει χορηγηθεί. Η διαδικασία αυτή προϋποθέτει (άρθρο 33, που ειρήσθω εν παρόδω επιγράφεται, σχεδόν περιπαικτικά, «Ρυθµίσεις Αρχαιολογίας»...) την προηγούµενη έκδοση αναλυτικών κανονιστικών αποφάσεων για όλους τους δήµους της χώρας, µέσα σε διάστηµα δύο ετών από την έναρξη ισχύος του νόµου, ενώ «µετά τη δηµοσίευση των ανωτέρω κανονιστικών αποφάσεων, υποκαθίστανται για τις σχετικές περιοχές οι απαιτούµενες σχετικές εγκρίσεις του Ν. 3028/2002 (Αρχαιολογικός Νόµος)».
Εκτός δε αυτών, στο άρθρο 28 προβλέπεται πως οι δήµοι θα χορηγούν εντός 15 ηµερών βεβαίωση ότι κατάστηµα υγειονοµικού ενδιαφέροντος µπορεί να ιδρυθεί σε συγκεκριµένη θέση, ενώ αν παρέλθει άπρακτη η προθεσµία αυτή, θεωρείται ότι η βεβαίωση έχει χορηγηθεί. Η διαδικασία αυτή προϋποθέτει (άρθρο 33, που ειρήσθω εν παρόδω επιγράφεται, σχεδόν περιπαικτικά, «Ρυθµίσεις Αρχαιολογίας»...) την προηγούµενη έκδοση αναλυτικών κανονιστικών αποφάσεων για όλους τους δήµους της χώρας, µέσα σε διάστηµα δύο ετών από την έναρξη ισχύος του νόµου, ενώ «µετά τη δηµοσίευση των ανωτέρω κανονιστικών αποφάσεων, υποκαθίστανται για τις σχετικές περιοχές οι απαιτούµενες σχετικές εγκρίσεις του Ν. 3028/2002 (Αρχαιολογικός Νόµος)».
Οι ως τώρα αντιστάσεις στη νοµοθετική λαίλαπα που προηγήθηκε και στόχευε στη σταδιακή αποδυνάµωση του δηµόσιου ελέγχου στον τοµέα των αρχαιοτήτων είναι λιγοστές, αν και ενίοτε σχετικά αποτελεσµατικές. Επιχειρούν να επαναπροσδιορίσουν την ανάγκη για κοινωνική συµµετοχή και ισότιµη πρόσβαση όλων στα πολιτιστικά αγαθά, επικεντρώνοντας στο ζήτηµα των ιδιοκτησιακών, νοµικών και συµβολικών δικαιωµάτων που εγείρει η διαχείριση αρχαιοτήτων και µνηµείων. Προέρχονται δε κυρίως από τοπικές κινηµατικές συλλογικότητες και από φορείς όπως ο Σύλλογος Ελλήνων Αρχαιολόγων, ο οποίος στις όλο και συχνότερες ανακοινώσεις του επανέρχεται σταθερά στο ζήτηµα της προάσπισης του αρχαιολογικού νόµου (Ν.3028/2002) και στο αίτηµα της απόσυρσης των διατάξεων των νόµων περί fast-track έργων που ψαλιδίζουν την αρχαιολογική νοµοθεσία και ανοίγουν το δρόµο σε «ιδιωτικούς» όρους πολεοδόµησης, χρήσης γης και προστασίας των µνηµείων, όπως στον «Αστέρα» Βουλιαγµένης, στο Ελληνικό, στα Αφάντου της Ρόδου, στην Πύλο, στο Κάβο Σίδερο Λασιθίου, στην Ακαδηµία Πλάτωνος, στις Σκουριές Χαλκιδικής κ.α., υπενθυµίζοντας, παράλληλα, ότι η προστασία των αρχαιοτήτων και του φυσικού περιβάλλοντος έχει στο παρελθόν διασώσει ολόκληρες περιοχές από την τσιµεντοποίηση, την άναρχη δόµηση και την υπερεκµετάλλευση.
Είναι σήµερα επαρκείς οι αντιστάσεις αυτές; Με την κατάθεση του επίδικου νοµοσχεδίου η επιχείρηση «να τελειώνουµε µε την Αρχαιολογία» µπαίνει στην τελική της ευθεία. Αν το νοµοσχέδιο αυτό γίνει νόµος του κράτους στη µορφή που έχει κατατεθεί, ο δρόµος θα είναι ανοικτός για να παρακάµπτονται συστηµατικά και νόµιµα πλέον οι ελεγκτικοί µηχανισµοί της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας, που ήδη, αποδεκατισµένοι από στελέχη, στερούµενοι τους αναγκαίους πόρους, συρρικνούµενοι και στοχοποιηµένοι, έχουν αποδυναµωθεί σηµαντικά.
Άλλωστε, σήµερα πια, 35 χρόνια µετά τη ρήση του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη, πολλοί, δεξιοί, κεντρώοι και πάλαι ποτέ αριστεροί, θα συµφωνήσουν για την Αρχαιολογική Υπηρεσία που είναι «πληγή» για τη χώρα και θα αναρωτηθούν µαζί του: Τι τα θέλουµε στα αλήθεια τα αρχαία, αν είναι να µην αφηγούνται εύπεπτες και ένδοξες στιγµές των προγόνων ή την εθνική µας συνέχεια; Τι τη θέλουµε
την «Αρχαιολογία», που µας δυσκολεύει τη ζωή, όταν µπορούµε να εµπιστευθούµε τους ιδιώτες επενδυτές που θα φέρουν τη θρυλούµενη «ανάπτυξη» κι αν χρειαστεί θα «αξιοποιήσουν» και τους όποιους «αρχαιολογικούς θησαυρούς», σύµφωνα µε τους κανόνες της αγοράς; Τι τους θέλουµε τους αρχαιολόγους της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας, που είναι συντηρητικοί γραφειοκράτες και εξ ορισµού ύποπτοι, αφού είναι δηµόσιοι υπάλληλοι; Έτσι δεν είναι; Ή µήπως όχι;
Του Στάθη Γκότση(ιστορικός και εργάζεται στο ΥΠΠΟ) και της Όλγας Σακαλή(πρόεδρος του Συλλόγου Ελλήνων Αρχαιολόγων)
Πηγή: academia.edu
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου