Με στόχο την αντιδικτατορική μνήμη και τον αναστοχασμό μετά την συμπλήρωση 50 χρόνων από την επέτειο της 21ης Απριλίου του 1967, φορείς και σωματεία διοργάνωσαν στο Εργατικό Κέντρο Γιαννιτσών, ένα διήμερο καταγραφής και κατάθεσης της πραγματικότητας γύρω από την επταετία στην οικονομική, πολιτική και κοινωνική ζωή του τόπου. Ο Σύνδεσμος Φυλακισθέντων και Εξορισθέντων Αντιστασιακών 1967-1974, ο Δικηγορικός Σύλλογος Γιαννιτσών, το Εργατικό Κέντρο Περιφερειακής Ενότητας Πέλλας και η Ένωση Αθλητικών Σωματείων ΣΕΓΑΣ Κεντρικής Μακεδονίας, συνδιοργάνωσαν μια ξεχωριστή εκδήλωση το Σάββατο 22 και την Κυριακή 23 Απριλίου με ομιλητές που αναφέρθηκαν σε κάθε πτυχή της ιστορίας που κράτησε στο σκοτάδι την Ελλάδα και την δημοκρατία για 7 ολόκληρα χρόνια.
Σάββατο 22/4/2017
Η διημερίδα ξεκίνησε με την εισήγηση του Γιώργου Ατματζίδη, συνταξιούχου τραπεζικού με θέμα «Το οικονομικό “θαύμα” της χούντας. Πλάνη ή μύθευμα;». Η εισήγηση βασίστηκε στα επίσημα κρατικά αρχεία, τα οποία με τη βοήθεια της ΕΛΣΤΑΤ ερεύνησε ο ομιλητής. Με συγκεκριμένους αριθμούς αποδείχθηκε αβίαστα το ταξικό πρόσημο στην οικονομική πολιτική της Χούντας. Οι προκλητικές φορολογικές και δασμολογικές απαλλαγές της προς το μεγάλο κεφάλαιο και η φορομπηχτική πολιτική που ακολούθησε σε βάρος των λαϊκών στρωμάτων, σε συνδυασμό με τα σκάνδαλα και τις σκανδαλώδεις συμβάσεις που υπέγραψε, δεν αναιρούνται από τις προπαγανδιστικές και λαϊκίστικες αντιπαραγωγικές δημόσιες «επενδύσεις» της. Αποδείχθηκε πως οι συνταγματάρχες έκαναν ρεσάλτο, ως πειρατές, στο καράβι της ελληνικής οικονομίας χωρίς να γνωρίζουν ναυσιπλοΐα και, λειτουργώντας με σαφέστατα ταξικά κριτήρια, υπό φυσιολογικές συνθήκες πλεύσης, έριξαν το καράβι στα βράχια.
O Zήσης Τριανταφυλλίδης, δικηγόρος, ανέπτυξε το θέμα «Οι περιπέτειες της Δικαιοσύνης την περίοδο της δικτατορίας». Κατά την εισήγησή του, με παραπομπές σε «πράξεις» της χουντικής κυβέρνησης, ανέφερε ότι με τις απολύσεις –διώξεις- ανώτατων δικαστικών λειτουργών, στις οποίες προέβη η χούντα από την επικράτηση του πραξικοπήματος, κατάφερε απ’ τη μια μεριά να εκδικηθεί τους δικαστές, που στα χρόνια της δημοκρατίας άσκησαν το λειτούργημα τους με προσήλωση στο καθήκον, και από την άλλη να τρομοκρατήσει τους λοιπούς, ώστε να παραμείνουν σιωπηλοί και να μην ενεργήσουν εξ επαγγέλματος, ως όφειλαν, κατά των πραξικοπηματιών. Έτσι σκάνδαλα, δολοφονίες και άλλες παράνομες πράξεις της επταετίας, δεν διερευνήθηκαν - εξιχνιάστηκαν από την ατολμία της δικαιοσύνης.
Πενήντα χρόνια μετά, τα σημάδια που άφησε η Aπριλιανή Δικτατορία στην ελληνική κοινωνία μέσα από την εκπαιδευτική πολιτική που εφαρμόστηκε με αναγκαστικούς νόμους και διατάγματα είναι ακόμα αναγνωρίσιμα; Η κατάργηση της ριζοσπαστικής για τα ελληνικά δεδομένα, άλλα σύμφωνης με τα ευρωπαϊκά εκπαιδευτικά πρότυπα μεταρρύθμισης του 1964, η αναγωγή του ελληνοχριστιανικού πολιτισμού σε κύριο εκπαιδευτικό ιδεώδες, η καλλιέργεια εθνικιστικών ιδεωδών και το πισωγύρισμα στη μετεμφυλιακή εποχή, η ασφυκτική διοίκηση και εποπτεία της εκπαίδευσης, η παρεμβατικότητα, η χειραγώγηση και η κατάργηση οποιασδήποτε μορφής αυτονομίας τόσο των εκπαιδευτικών όσο και των μαθητών, η μετατροπή τους σε περιφερόμενους θιάσους διοργανωτών αλλά και χειροκροτητών κάθε μορφής φιέστας του καθεστώτος ήταν οι άξονες, πάνω στους οποίους κινήθηκε η εισήγηση «Αποφασίζομεν και εκπαιδεύομεν» από τις δασκάλες Μαρία Γκίλη και Στέλλα Δαναβασίλη.
Ο δάσκαλος και συγγραφέας Γιάννης Πετρόπουλος στην εισήγησή του με τίτλο «Τα Δεκαοχτώ Κείμενα που θα ΄ταν … Δεκαεννιά» σκιαγράφησε τη λογοκρισία στη διάρκεια της δικτατορίας και τη θέση των συγγραφέων απέναντί της, με αφορμή την ιστορική έκδοση των «Δεκαοχτώ Κειμένων». Η ηθελημένη σιωπή των συγγραφέων (1967-1969), που ήταν μέσο διαμαρτυρίας ενάντια στη Χούντα, έσπασε από την απρόσμενη δήλωση του νομπελίστα ποιητή Γιώργου Σεφέρη εναντίον των συνταγματαρχών, με αποτέλεσμα να αναθεωρηθεί ο νόμος περί λογοκρισίας και να εκδοθούν τα «Δεκαοχτώ Κείμενα». Οι αγκυλώσεις όμως είχαν παραμείνει και πολλοί συγγραφείς και εκδότες παρεμποδίστηκαν, τιμωρήθηκαν και εξορίστηκαν λόγο της ανυπακοής τους.
Στην εισήγησή του με τίτλο «Τα γλωσσικά μιάσματα της χούντας», ο εκπαιδευτικός και πεζογράφος Παναγιώτης Χατζημωυσιάδης αναφέρθηκε στη γλωσσική πολιτική που ακολουθήθηκε στη διάρκεια της δικτατορίας. Επισήμανε τις βαθύτερες αιτίες που οδήγησαν στη γλωσσική οπισθοδρόμηση της απλής καθαρεύουσας, ανέδειξε τα αναπόφευκτα αδιέξοδα μιας τέτοιας πολιτικής και ανέλυσε τα τραύματα που προκλήθηκαν στο συλλογικό γλωσσικό αισθητήριο και στην ομαλή εξέλιξη της ελληνικής γλώσσας.
Ο τίτλος της εισήγησης του Ανανία Καπουρκατσίδη, φοιτητή Πολιτικών Επιστημών του Α.Π.Θ, ήταν «Η καθημερινότητα της νεολαίας την περίοδο της δικτατορίας». Ο ομιλητής αναφέρθηκε αφ’ ενός μεν στο πως διαμορφώθηκε πολιτικά η προδικτατορική νεολαία, η οποία αποτέλεσε και την πρώτη μαγιά της αντίστασης στη Χούντα, αφ’ ετέρου δε στην πολιτική συνειδητοποίηση των νέων, που μπήκαν στο Πανεπιστήμιο κατά τη διάρκεια της δικτατορίας και που, παρά την τρομοκρατία και το ασφυκτικό κλίμα της εποχής, οδήγησαν στη μεγάλη φοιτητική έκρηξη με τις καταλήψεις της Νομικής και του Πολυτεχνείου.
Η δημοσιογράφος Άννα Μαρία Σαββίδου, μέλος της ΕΣΗΕΜ-Θ, μίλησε στην εισήγησή της για την "ελευθερία" του Τύπου την περίοδο της επταετίας, αναφέροντας τις αποφάσεις του καθεστώτος από την πρώτη στιγμή, που, πέρα από τις συλλήψεις χιλιάδων δημοκρατικών πολιτών, περιελάμβαναν συλλήψεις δημοσιογράφων, κλείσιμο εφημερίδων και νόμο λογοκρισίας σε κάθε ελεύθερο έντυπο. Επισήμανε πως από τότε μέχρι και σήμερα ο ανεξάρτητος και ελεύθερος τύπος φαίνεται πως έχει το δικό του βαθύ κράτος και πως οι σύγχρονες χούντες σε κάθε γωνιά του πλανήτη αποτυπώνουν την ισχύ τους υψώνοντας φράκτες στην ανθρωπιά, ξεπουλώντας παιδιά λόγω φτώχειας, μοιράζοντας συσσίτια στα θύματά τους και εξακολουθώντας να περιμένουν την κατάλυση της δημοκρατίας.
Την Κυριακή το πρωί την προεδρία της συνεδρίας είχε ο Πρόεδρος του Δικηγορικού Συλλόγου Γιαννιτσών Αθανάσιος Ξυνίδης. Την δεύτερη μέρα χαιρέτισε ο κ. Βασίλης Δεμουρτζίδης, συνταξιούχος δικηγόρος, μέλος του Δ.Σ. του Συνδέσμου Φυλακισθέντων και Εξορισθέντων Αντιστασιακών 1967-1974.
Πρώτος ομιλητής ο Θέμης Αχτσιόγλου, δικηγόρος, μίλησε με θέμα «Εκκλησία και 21η Απριλίου: Καιρός για μια συγγνώμη». Ο εισηγητής παρουσίασε με συγκεκριμένα στοιχεία τη συμπόρευση της Διοίκησης της Εκκλησίας με το δικτατορικό καθεστώς, ενώ αναφέρθηκε και στις τιμητικές εξαιρέσεις κληρικών και λαϊκών που αντιστάθηκαν στη Χούντα, αλλά και στις παρεμβάσεις της δικτατορίας στην Εκκλησία. Επιχειρώντας να ερμηνεύσει τις διαχρονικές σχέσεις Κράτους και Εκκλησίας, τις ονόμασε σχέσεις αμοιβαίας ιδιοποίησης, που για να διαρραγούν απαιτείται η θεσμική διάκριση των ρόλων τους, ενώ υποστήριξε πως η συχνή υιοθέτηση εκ μέρους της Εκκλησίας ακροδεξιών απόψεων οφείλεται στον αντικομμουνισμό και στο πολιτικοθρησκευτικό ιδεολόγημα του ελληνοχριστιανισμού.
Η εισήγηση της Θεανώς Ζουρνατζίδου, Προέδρου του Εργατικού Κέντρου Γιαννιτσών, είχε τίτλο «Ο συνδικαλισμός στο γύψο». Η ομιλήτρια ανέφερε ότι η δικτατορία τόσο με την άμεση κατασταλτική δράση όσο και με το νομοθετικό πλαίσιο που διαμόρφωσε, προσπάθησε να μετατρέψει τις συνδικαλιστικές οργανώσεις σε ακίνδυνους κρατικούς οργανισμούς. Με τις μαζικές συλλήψεις συνδικαλιστικών στελεχών, τις καθαιρέσεις Δ.Σ. σωματείων, το διορισμό νέων αρεστών σ’ αυτήν Διοικήσεων και τη διάλυση οργανώσεων ουσιαστικά καταρρακώθηκε κάθε έννοια συνδικαλισμού. Μέσα στο γενικό κλίμα τρόμου, η Χούντα, ενεργώντας απροκάλυπτα ως όργανο του μεγάλου κεφαλαίου,. κατάργησε βασικά εργατικά δικαιώματα, Στη συνέχεια η εισηγήτρια αναφέρθηκε στις κινητοποιήσεις των εργαζομένων στη διάρκεια της δικτατορίας, τονίζοντας πως οι αγώνες αυτοί δεν πρέπει να λησμονηθούν, αλλά να αποτελέσουν πηγή έμπνευσης για αυτούς που έχουμε μπροστά μας.
Ο Γιώργος Δημητριάδης, ιατρός-ρευματολόγος και Γεν. Γραμματέας της Ένωσης Αθλητικών Σωματείων ΣΕΓΑΣ Κεντρικής Μακεδονίας, εισηγήθηκε το θέμα: «Η χειραγώγηση του λαού από την δικτατορία μέσω του ποδοσφαίρου». Ο ομιλητής, αφού περιέγραψε τις συνθήκες ζωής και ψυχαγωγίας του λαού την εποχή εκείνη, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η Χούντα διέλυσε κάθε μορφή πνευματικής(;) ψυχαγωγίας και έστρεψε τον λαό και τους νέους στο ποδόσφαιρο, που ούτως ή άλλως είχε την δυναμική του την περίοδο αυτή. Στόχος της χούντας ήταν ο αποπροσανατολισμός του κόσμου από την πολιτική κατάσταση που επικρατούσε. Ταυτόχρονα η ίδια επιζητούσε μέσω του ποδοσφαίρου την αποδοχή, την αναγνώριση και τη δημοφιλία. Στη συνέχεια ο ομιλητής περιέγραψε τις περιπέτειες διαφόρων αθλητικών σωματείων στη διάρκεια της δικτατορίας και αναφερόμενος στη σημερινή κατάσταση έδειξε την δεινή θέση στην οποία βρίσκεται ακόμη και σήμερα το ποδόσφαιρο και ο αθλητισμός, χειραγωγούμενος από πολιτικές παρεμβάσεις και διαπλεκόμενα οικονομικά συμφέροντα. Τέλος έκανε συγκεκριμένες προτάσεις, για να βγει το ποδόσφαιρο από το τέλμα στο οποίο βρίσκεται σήμερα.
Το θέμα της εισήγησης του Γιάννη Ανδρόνογλου, σολίστ κιθάρας και μουσικολόγου, ήταν: «Επιπτώσεις της χούντας στη νεοελληνική μουσική δημιουργία». Ο εισηγητής προσέγγισε μουσικοϊστορικά και μουσικοαισθητικά την περίοδο της Χούντας, προκειμένου να καταδείξει τις αισθητικές επιπτώσεις που επέφερε το Απριλιανό καθεστώς, όπως και να τονίσει την αντίσταση και προάσπιση των ποιοτικών μουσικών στοιχείων από πλευράς της ελληνικής μουσικής διανόησης. Εν τέλει και όπως διαπιστώθηκε από τα τεκμήρια, το χαμηλό αισθητικό υπόβαθρο των κρατούντων δεν κατάφερε να πλήξει, παρότι επιχειρήθηκε σφόδρα, τη συνέχεια του νεοελληνικού μουσικού πολιτισμού και την ανάδειξη μεγάλων μουσουργών και ποιητών που εξέφρασαν την λαϊκή αντίθεση στο καθεστώς.
Ο Μάκης Τσακμακίδης, εκπαιδευτικός, μίλησε για την αντίσταση στη Χούντα. Ο τίτλος της εισήγησής του ήταν «Πάλης ξεκίνημα». Ο ομιλητής αναφέρθηκε αναλυτικά σε μεμονωμένες και συλλογικές πράξεις διαμαρτυρίας και αντίστασης στο δικτατορικό καθεστώς, καθώς και στις πολυάριθμες αντιστασιακές οργανώσεις που δημιουργήθηκαν και τα μέσα που χρησιμοποίησαν εναντίον του. Επεσήμανε πως, παρά το γεγονός ότι οι αντιστασιακές οργανώσεις δεν κατάφεραν να δράσουν ενωμένες και ότι η ενεργητική αντίσταση κατά της δικτατορίας δεν έλαβε μαζικό χαρακτήρα, οι αντιστασιακές πράξεις και οι διώξεις των αγωνιστών έκαναν γνωστή στο εξωτερικό την ανελεύθερη κατάσταση στην Ελλάδα, πράγμα που βοήθησε στην πολιτική απομόνωση της Χούντας, κράτησαν ζωντανή την ελπίδα και ψηλά το φρόνημα του λαού και συνέβαλαν στην πτώση της δικτατορίας και την αποκατάσταση της δημοκρατίας.
Τέλος, η ομιλία του Χρήστου Σαχπατζίδη, δικηγόρου, είχε ως θέμα «Μεταπολίτευση: Το μετέωρο βήμα της αποχουντοποίησης». Αναφέρθηκε στην αντικομμουνιστική υστερία και την εθνικοφροσύνη, που μετεμφυλιακά συνέθεσαν τον σκληρό ιδεολογικό πυρήνα Δεξιάς και ακροδεξιάς, γεγονός που επέτρεψε στα ακροδεξιά στοιχεία στο στρατό να καταλύσουν τη Δημοκρατία. Παρέθεσε γεγονότα που αποδεικνύουν ότι η αποχουντοποίηση υπήρξε διστακτική, αργή και ημιτελής, κυρίως στο βαθύ κράτος, δηλ. στρατό, αστυνομία και σώματα ασφαλείας, εξηγώντας έτσι, ως ένα βαθμό, την επανάκαμψη της ακροδεξιάς στο προσκήνιο με πρόσωπα που διασυνδέονται με το χουντικό παρελθόν, με ρατσιστική και ξενοφοβική πλέον ιδεολογία, η οποία αντικατέστησε αντικομμουνισμό και εθνικοφροσύνη στο σκληρό ιδεολογικό πυρήνα του βαθέος κράτους της Δεξιάς. Έτσι, κατά τον ομιλητή, η ανάγκη για αναστοχασμό και κατανόηση της Ιστορίας προβάλλει επιτακτικότερη από ποτέ.
Και τις δυο ημέρες αμέσως μετά τις ομιλίες ακουλούθησε διάλογος στον οποίο συμμετείχε το κοινό με ιδιαίτερο ενδιαφέρον.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου