Αμέσως μετά την υπογραφή του 3ου Μνημονίου, ο ΣΥΡΙΖΑ διασπάστηκε σε
δύο μέρη: την πλειοψηφία, που παρέμεινε στο κόμμα, και τη μειοψηφία, που
σήμερα εκπροσωπείται από τη ΛΑ.Ε. του Παν. Λαφαζάνη, την Πλεύση
Ελευθερίας της Ζωής Κωνσταντοπούλου και το DiEM25 του Γιάνη Βαρουφάκη.
Επειδή η διάσπαση επιδιώχθηκε κυρίως (αλλά όχι αποκλειστικά) από τη
φιλομνημονιακή πλειοψηφία, οι μειοψηφικές ομάδες δεν στάθηκαν έτοιμες να
αναδιατάξουν εγκαίρως τις δυνάμεις τους για να εκπροσωπηθούν στη Βουλή
στις εκλογές του Σεπτεμβρίου του 2015. Εκτοτε όμως έχουν μεσολαβήσει
δεκαέξι μήνες.
Οι προβλέψεις τους για τα αδιέξοδα του Μνημονίου δείχνουν να
επαληθεύονται, ενώ η αναμενόμενη κάμψη της δημοτικότητας του ΣΥΡΙΖΑ έχει
δημιουργήσει σοβαρή κρίση εκπροσώπησης στους αριστερούς ψηφοφόρους.
Γιατί λοιπόν οι δυνάμεις αυτές ακόμη αδυνατούν να συγκροτήσουν ένα
ενιαίο αντιμνημονιακό μέτωπο;
Η απάντηση σε αυτό το ερώτημα είναι διπλή. Ο πρώτος λόγος αφορά την
επίδραση μιας αυτοαναφορικής νοοτροπίας και στους τρεις μειοψηφικούς
σχηματισμούς, η οποία συχνά περιστρέφεται γύρω από τον ξεχωριστό ρόλο
που διαδραμάτισαν τα στελέχη τους στο ελληνικό δράμα του
Ιανουαρίου-Ιουλίου 2015. Αρκεί να αναλογιστούμε πόσες φορές οι αρχηγοί
τους αναφέρονται στον ρόλο τους την εποχή εκείνη σε δημόσιες ομιλίες,
άρθρα, συνεντεύξεις, ακόμη και βιβλία.
Ο δεύτερος λόγος αφορά τις διαφορετικές οικονομικές θέσεις τους, που,
όσο θα υπάρχει η κρίση, θα αποτελούν τη βάση των πολιτικών τους
προγραμμάτων. Η ΛΑ.Ε., αφενός, φαίνεται να υποστηρίζει την αποκήρυξη
σημαντικού μέρους του χρέους και τη συναινετική έξοδο από το ευρώ (εντός
της Ε.Ε.) με στόχο τη μετάβαση σε μια εθνική αναπτυξιακή στρατηγική
εκτός των μνημονίων.
Το DiEM25, αφετέρου, υιοθετεί μια πανευρωπαϊκή οπτική που επιδιώκει
λύση εντός του ευρώ, μέσω μεθόδων πολιτικής ανυπακοής, με στόχο μια νέα
συμφωνία που να προβλέπει χαμηλά πρωτογενή πλεονάσματα και αναδιάρθρωση
του δημόσιου χρέους. Τέλος, η Πλεύση Ελευθερίας φαίνεται να υιοθετεί μια
ανοιχτή, ενδιάμεση στάση: «Δεν είμαι οπαδός και θιασώτης κανενός
νομίσματος. Από τη στιγμή που υπάρχει άρνηση ρευστότητας σε ένα νόμισμα
[...] θα έπρεπε να αναζητηθεί δυνατότητα συναλλαγών [...] και με άλλους
τρόπους», υποστηρίζει η κ. Κωνσταντοπούλου.
Βάσει των παραπάνω, φαίνεται πως υφίσταται ένας ελάχιστος κοινός
τόπος για να συγκροτηθεί προγραμματικά ένα αντιμνημονιακό μέτωπο της
Αριστεράς. Στις γενικές αρχές του, το προγραμματικό πλαίσιο μιας τέτοιας
σύγκλισης δεν μπορεί παρά να είναι ένα κλιμακωτό σχέδιο, σε τρία
στάδια, το οποίο θα πρέπει εξαρχής να ανακοινωθεί δημόσια.
Σε πρώτη φάση, το σχέδιο αυτό θα πρέπει να δρομολογεί μια τακτική
πολιτικής ανυπακοής, ξεκινώντας από την αναστολή των αποπληρωμών στο ΔΝΤ
και την ΕΚΤ. Σε δεύτερη φάση, αν δεν υπάρξει υποχώρηση των δανειστών,
το σχέδιο αυτό θα πρέπει να προβλέπει άρνηση πληρωμών μέρους του χρέους
(π.χ. τα 27 δισ. προς την ΕΚΤ), έλεγχο της ΤτΕ και ενεργοποίηση ενός
συστήματος παράλληλων συναλλαγών για την εξασφάλιση της ρευστότητας.
Τέλος, αν και πάλι δεν υπάρξει αλλαγή στάσης των δανειστών, τότε θα
πρέπει να δρομολογηθεί μια διαδικασία μετάβασης σε εθνικό νόμισμα στο
πνεύμα των προτάσεων του κ. Λαπαβίτσα.
Παρόλο που η σύλληψη αυτού του σχεδίου μοιάζει αρχικά με σύμπτυξη
ετερόκλητων απόψεων, στην πράξη διέπεται από ενιαία λογική. Πολύ απλά,
μια τακτική ανυπακοής που δεν αποκλείει την έξοδο από το ευρώ έχει
μεγαλύτερη πιθανότητα επιτυχίας από μία διαπραγμάτευση που
αυτοεγκλωβίζεται στην πάση θυσία παραμονή στην ευρωζώνη.
Ταυτόχρονα, αν δούμε το σχέδιο από τη σκοπιά των υποστηρικτών της
δραχμής, κι εδώ υπάρχει ενιαία λογική. Κεντρική υπόθεση της ΛΑ.Ε. είναι
ότι, όσο σκληρά κι αν διαπραγματευτούμε εντός του ευρώ, οι δανειστές δεν
θα υποχωρήσουν. Παράλληλα, κάποια στελέχη της τονίζουν -ορθά- ότι το
2015 ο ΣΥΡΙΖΑ συμβιβάστηκε χωρίς να συγκρουστεί.
Επομένως, ένα σχέδιο που προβλέπει την ανυπακοή για λύση εντός του
ευρώ προτού επιχειρήσει μετάβαση στη δραχμή είναι λογικά συνεπές ως προς
το εξής: δεν αφήνει περιθώρια αμφιβολίας για το κατά πόσο η έξοδος από
το ευρώ είναι (όπως διατείνεται η ΛΑ.Ε.) η μόνη εναλλακτική λύση στα
μνημόνια. Προς το παρόν, κάτι τέτοιο δεν μπορεί να ειπωθεί, αφού ο
ΣΥΡΙΖΑ, ακόμη και μετά το δημοψήφισμα του 2015, απέρριψε τη χρήση των
μέτρων ανυπακοής που εισηγείτο τότε ο κ. Βαρουφάκης.
Στη βασική του σύλληψη το παραπάνω σχέδιο δεν είναι παρά μια
παραλλαγή των προτάσεων του οικονομολόγου Πολ Κρούγκμαν, που έγραφε στις
29 Ιουνίου 2015 ότι «η ελληνική κυβέρνηση πρέπει να είναι έτοιμη, αν
υπάρξει ανάγκη, να εγκαταλείψει το ευρώ», τονίζοντας αμέσως μετά: «Μήπως
υποστήριξα μόλις τώρα την υπόθεση του “Grexit”; [...] Οχι απαραιτήτως».
Η ίδια ακριβώς απάντηση ισχύει και για την πρόταση που παρουσιάζεται
εδώ.
Την ίδια στιγμή, όμως, από τη διαπραγμάτευση του 2015 ώς σήμερα, οι
συνθήκες έχουν αλλάξει. Η κρίση της ευρωζώνης επιδεινώνεται διαρκώς,
τώρα κυρίως λόγω της τραπεζικής και πολιτικής κρίσης στην Ιταλία,
επιβεβαιώνοντας έτσι ότι η καταστροφική διαχείριση του ενιαίου
νομίσματος συνεχίζεται απαρέγκλιτα.
Ταυτόχρονα, τα αδιέξοδα του 3ου Μνημονίου στην Ελλάδα έχουν διογκώσει
σημαντικά το τμήμα της κοινής γνώμης που επιθυμεί πλέον την έξοδο της
χώρας από το ευρώ. Τους τελευταίους μήνες, αρκετές δημοσκοπήσεις
δείχνουν ότι οι υποστηρικτές της επιστροφής στη δραχμή έχουν
διπλασιαστεί, υπερβαίνοντας σταθερά το 40%. Αυτό σημαίνει ότι η κοινή
γνώμη είναι σήμερα έτοιμη για μια σκληρότερη σύγκρουση με τους
δεινόσαυρους του Eurogroup.
Συνοψίζοντας, πρέπει να τονιστεί ότι η δημιουργία ενός αριστερού
αντιμνημονιακού μετώπου σήμερα είναι αδύνατη δίχως μια προγραμματική
σύγκλιση γύρω από ένα σχέδιο κλιμακούμενης ανυπακοής, που να μην
αποκλείει την έξοδο από το ευρώ. Κάθε άλλη επιλογή θα κρατά τις
αντιμνημονιακές δυνάμεις της Αριστεράς κατακερματισμένες, με αποτέλεσμα
να βασιλεύουν στη Βουλή τα μνημονιακά κόμματα και η Ακροδεξιά,
εκπροσωπώντας -υποτίθεται- μια δημοκρατική κοινωνία που αποδοκιμάζει
συντριπτικά τα μνημόνια!
Γι’ αυτό ας μην έχουμε αυταπάτες. Ούτε ο κ. Τσίπρας ούτε ο κ.
Μητσοτάκης θα βγάλουν την Ελλάδα από τα μνημόνια. Ο μόνος που σήμερα
μπορεί να το κάνει είναι η αντιμνημονιακή Αριστερά. Αλλά γι’ αυτό
χρειάζεται οι δυνάμεις της να συγκλίνουν γύρω από ένα ενιαίο οικονομικό
πρόγραμμα στο πνεύμα της πρότασης που παρουσιάστηκε παραπάνω.
Συντάκτης: Αλέξανδρος Καζαμίας - Επίκουρος καθηγητής Πολιτικών Επιστημών στο Πανεπιστήμιο του Κόβεντρι
Πηγή: efsyn.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου