Οι τραπεζίτες, οι απανταχού πιστωτές της υφηλίου και κυρίως οι
Γερμανοί χάνουν πλέον από τα χαμηλά -σχεδόν μηδενικά- επιτόκια και
εντείνουν τις πιέσεις τους προκειμένου η ΕΚΤ και οι υπόλοιπες σημαντικές
κεντρικές τράπεζες του πλανήτη να αφήσουν στην άκρη τη νομισματική
χαλάρωση και να σφίξουν τα λουριά.
Δείγμα αυτών των πιέσεων αποτελούν οι νέες δηλώσεις Γερμανών
αξιωματούχων υπέρ του τερματισμού της πολιτικής των μηδενικών επιτοκίων
που μαζί με την ποσοτική χαλάρωση αποτελεί την απάντηση της ΕΚΤ στην
παρατεταμένη στασιμότητα που ταλανίζει την ευρωπαϊκή οικονομία.
Η σύμβουλος της καγκελαρίου Ανγκελα Μέρκελ, Ισαμπέλ Σνάμπελ, -και μία
εκ των «σοφών της γερμανικής οικονομίας»- ζήτησε από την ΕΚΤ να
«τερματίσει την επεκτατική νομισματική πολιτική το συντομότερο δυνατό».
«Ηρθε η ώρα για μια εξομάλυνση. Μια αλλαγή στην πολιτική επιτοκίων
είναι πλέον εφικτή» διεμήνυσε στην Bild ο επικεφαλής οικονομολόγος της
γερμανικής τράπεζας DZ Bank, Στέφαν Μπίλμαϊερ, μετά την ανακοίνωση
σημαντικής ανόδου του πληθωρισμού τον Δεκέμβριο τόσο στη Γερμανία (1,7%)
όσο και στην ευρωζώνη (1,1%).
Η DZ Bank τονίζει ότι λόγω των σχεδόν μηδενικών τραπεζικών επιτοκίων
στη Γερμανία η άνοδος του πληθωρισμού «ροκανίζει» την αξία των
γερμανικών καταθέσεων.
Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της τα σημερινά 100 ευρώ θα αξίζουν στα
τέλη του 2017 98,28 ευρώ, εφόσον ο πληθωρισμός αγγίξει στη Γερμανία το
1,78% και τα επιτόκια δεν αυξηθούν. Η αξία των ύψους 2,24 τρισ. ευρώ
γερμανικών καταθέσεων θα μειωθεί κατά 36 δισ. ευρώ, προειδοποιεί.
Στο ίδιο μήκος κύματος ο πρόεδρος του Γερμανικού Ινστιτούτου
Οικονομικής Ερευνας (DIW), Μαρσέλ Φράτσερ, τονίζει ότι «όσο πιο γρήγορα
φτάσει ο πληθωρισμός στην ευρωζώνη το 2%, τόσο το ταχύτερο η ΕΚΤ θα
προχωρήσει στην αύξηση του βασικού της επιτοκίου, η οποία θα ωφελήσει
και τους καταθέτες».
Νωρίτερα αυτήν την εβδομάδα ο Κλέμενς Φούεστ, επικεφαλής του
ινστιτούτου οικονομικών ερευνών IFΟ, συνέστησε στην ΕΚΤ να σταματήσει το
πρόγραμμα αγοράς ομολόγων (ποσοτική χαλάρωση) τον Μάρτιο αν ο
πληθωρισμός στην ευρωζώνη αυξηθεί όπως στη Γερμανία.
Οι Γερμανοί βέβαια ποσώς ενδιαφέρονται για τους υπόλοιπους
υπερχρεωμένους λαούς της ευρωζώνης, οι οποίοι, αν αυξηθούν τα επιτόκια
της ΕΚΤ, θα κληθούν να πληρώνουν περισσότερα για την εξυπηρέτηση των
δανείων τους.
Ουδόλως ενδιαφέρονται και για την υποτονική οικονομική ανάπτυξη της
ευρωζώνης, η οποία ενδεχομένως να ανακοπεί εντελώς αν η ΕΚΤ αρχίσει να
αυξάνει το κόστος δανεισμού (και χρηματοδότησης) και σταματήσει τις
αγορές ομολόγων.
Ενδιαφέρονται κυρίως να μη χάσουν σεντ οι καταθέσεις τους και πιέζουν
ερμηνεύοντας κατά το δοκούν τα στοιχεία: μια δεύτερη ανάγνωση των
στοιχείων του πληθωρισμού δείχνει ότι η σημαντική άνοδος που αυτός
σημείωσε τον περασμένο Δεκέμβριο οφειλόταν κυρίως σε ευμετάβλητους
παράγοντες όπως οι τιμές ενέργειας και τροφίμων.
Αντιθέτως (όπως φαίνεται στο διάγραμμα), ο δομικός πληθωρισμός της
ευρωζώνης -από τον οποίο εξαιρούνται οι τιμές των προϊόντων ενέργειας
και των τροφίμων- όχι μόνο δεν αυξήθηκε τόσο απότομα που να δικαιολογεί
μια άμεση αλλαγή της πολιτικής της ΕΚΤ, αλλά αντίθετα παρέμεινε κάτω από
το 1%, μακριά δηλαδή από τον στόχο της ΕΚΤ (2%).
Αρκετοί οικονομολόγοι εκφράζουν σκεπτικισμό. Επισημαίνουν ότι η
άνοδος των τιμών σε Γερμανία, ευρωζώνη, Κίνα και άλλες χώρες αντανακλά
την ανάκαμψη των χαμηλών τιμών των εμπορευμάτων και κυρίως του
πετρελαίου παρά μια ισχυρή ανάκαμψη των θεμελιωδών οικονομικών μεγεθών.
Αυτή η δυσαναλογία, τονίζουν, θα συνεχιστεί και θεωρούν απίθανες
δευτερογενείς επιπτώσεις της ανόδου των τιμών σε ένα περιβάλλον αργής
ανάπτυξης στην παγκόσμια οικονομία.
Στην ευρωζώνη, όπου η ανεργία παραμένει κοντά στο 10%, λένε, είναι
δύσκολο να περιμένει κανείς ότι αυτό τίναγμα του πληθωρισμού θα
μεταφραστεί σε υψηλότερους μισθούς και κατανάλωση που θα τονώσουν την
ανάπτυξη της οικονομίας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου