Συνέντευξη με τη
Δρ. Μαρία Λιλιμπάκη-Ακαμάτη,
Αρχαιολόγο
Επίτιμη Διευθύντρια Υπουργείου
Πολιτισμού
Κυρία Λιλιμπάκη, θα σας γυρίσω αρκετά χρόνια
πίσω, στα πρώτα σας ακούσματα, στις ρίζες σας, στην καταγωγή
σας -αν δεν κάνω λάθος- από την Κρήτη. Θα θέλαμε να μας πείτε
γι’ αυτές τις στιγμές, για τους δεσμούς σας με τη
μεγαλόνησο…
Ο πατέρας μου γεννήθηκε στην
ανατολική Κρήτη, στη Σίτανο (περιοχή Σητείας), ένα ορεινό
χωριό στο οροπέδιο του Λασιθίου (το χωριό πήρε το όνομά
του από την αρχαία Ίτανο, στα ανατολικά παράλια του νησιού).
Έφυγε από το νησί με την κήρυξη του πολέμου το 1940-1941, επανήλθε
την περίοδο της Κατοχής και ξαναστρατεύθηκε στη Μακεδονία
στα χρόνια του Εμφύλιου. Μετά τον γάμο του με τη μητέρα
μου, έμεινε μόνιμα στη Θεσσαλονίκη, όπου και γεννήθηκα.
Με την οικογένεια της Κρήτης, όπου ζει πλέον μόνο ο μικρότερος
αδελφός του πατέρα μου, αλλά υπάρχει πλήθος από αγαπητά
εξαδέλφια, διατηρώ στενούς δεσμούς, καθώς τους επισκέπτομαι
σχεδόν κάθε χρόνο, στο πλαίσιο των ολιγοήμερων θερινών
διακοπών στην περιοχή της Ιεράπετρας. Οι παλιότερες
αναμνήσεις που έχω από την οικογένεια της Κρήτης είναι
αυτές του υπέργηρου παππού μου να τραγουδά στίχους
του Ερωτόκριτου τις τελευταίες μέρες της ζωής του,
το πανηγύρι του δεκαπενταύγουστου με τις μυρωδιές
των σπιτικών γλυκών που ψήνονταν στους φούρνους της
γειτονιάς και τους «κοριτσίστικους εφηβικούς
ψιθύρους» με τις εξαδέλφες μου, τις εκδρομές στην
ιστορική Μονή Τοπλού και στο φοινικόδασος του Βάη,
μέσα από κακοτράχαλους χωματόδρομους και πάνω σε
καρότσες φορτηγών.
Μιλήστε μας για
την πατρική σας οικογένεια. Ποιες είναι οι αναμνήσεις
σας;
Υπήρξα μοναχοπαίδι μιας οικογένειας
της μεσαίας αστικής τάξης, που προσπάθησε να εγκλιματισθεί
στο μετεμφυλιακό περιβάλλον της δεκαετίας του
’50, χωρίς ομολογώ μεγάλες δυσκολίες. Ο πατέρας μου,
άνθρωπος δραστήριος και ανήσυχος, δεν επαναπαύθηκε
ποτέ στη μονιμότητα της επαγγελματικής θέσης του, επιδιώκοντας
διαρκώς την εξασφάλιση πόρων για την οικογένεια, ώστε
να υπάρχει μια άνετη ζωή στο παρόν και μέλλον. Η μόρφωσή μου
φυσικά ήταν βασικό του μέλημα. Γενικά στα παιδικά μου
χρόνια δεν ένιωσα να στερούμαι υλικά πράγματα. Ωστόσο
στα εφηβικά χρόνια ένιωσα, όπως και όλα τα παιδιά φαντάζομαι,
την καταπίεση από τον έλεγχο που ασκούσαν οι γονείς
σε όλες σχεδόν τις δραστηριότητές μου.
Οι καλές
αναμνήσεις της παιδικής ηλικίας δεν λείπουν βέβαια.
Τα βραδινά δείπνα στη μεγάλη αυλή (έτσι μου φαινόταν τότε),
περιτριγυρισμένη από παρτέρια με λουλούδια και οπωροφόρα,
οι βόλτες πάνω κάτω στη γειτονιά, με τις μαμάδες να παρακολουθούν
καθιστές στα σκαμνάκια τους στις εξώπορτες, η εναγώνια
αναμονή του πλανόδιου παγωτατζή τις Κυριακές, οι βόλτες
στην παραλιακή που τότε δεν είχε ακόμα επιχωματωθεί
και έλειπαν το θηριώδες ξενοδοχείο και οι απέναντι
πολυκατοικίες.
Ποιοι δάσκαλοι
έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στην πορεία σας; Σε ποιους
χρωστάτε ευγνωμοσύνη;
Θυμάμαι με αγάπη όλους
σχεδόν τους δασκάλους των σχολικών χρόνων. Ιδιαίτερα
τη νηπιαγωγό μου, που έτρεχε πίσω μου, καθώς την πρώτη μέρα
στο σχολείο «το έσκασα» από ανασφάλεια. Τον ενθουσιώδη
δάσκαλο της Πέμπτης Δημοτικού (Δ.Καμπράνη), τη φιλόλογο
κ. Παλαμήδους, των πρώτων τάξεων του γυμνασίου, που
μου έδωσε τα πρώτα ερεθίσματα για να προσεγγίσω την
αρχαία εποχή. Στο πανεπιστήμιο φυσικά, όπως όλοι και
όλες, δεν μπόρεσα να ξεφύγω από τη γοητεία του πρώτου
μαθήματος του Μ. Ανδρόνικου, την καθηλωτική διδασκαλία
των αρχαίων ελληνικών από τον Ι. Κακριδή στο πρώτο έτος,
το πλήθος των επιστημονικών πληροφοριών που μας παρείχε
ο Γ. Μπακαλάκης, τον «βομβαρδισμό» των στοιχείων της
Ιστορίας της Τέχνης από τον Χρ. Χρήστου, την αγάπη που μας
ενέπνεε ο γλυκύτατος Ν. Πλάτων για τον προϊστορικό
άνθρωπο.
Έχετε ανατρέξει στο παρελθόν;
Έχετε κάνει απολογισμούς; Έχετε ωραίες αναμνήσεις
από όλες τις περιόδους της ζωής σας;
Προσπαθώ
να μην ανατρέχω συχνά στο παρελθόν, ακόμα τουλάχιστον,
καθώς εξακολουθώ να «στοχεύω» στο μέλλον. Φυσικά,
όπως συμβαίνει σε όλους τους ανθρώπους, οι αναμνήσεις
του παρελθόντος είναι ποικίλες. Η απώλεια των δικών
μας ανθρώπων και τα επαγγελματικά προβλήματα επηρεάζουν
την ζωή όλων μας αρνητικά. Αν θα ήθελα να σταθώ σε πολύ ευχάριστα
γεγονότα, αυτά είναι η απόκτηση του γιου και των εγγονών
μου, οι μικρές αποδράσεις με τον Γιάννη στο βουνό κάποια
γλυκά απογεύματα του χειμώνα και στις προβλήτες
της Κρήνης και της Μηχανιώνας τα βράδια του καλοκαιριού,
η στιγμή της ολοκλήρωσης μιας μελέτης που οδεύει
για το τυπογραφείο.
Έχετε μετανιώσει
για κάτι;
Μετάνιωσα που δεν αφιέρωσα περισσότερο
χρόνο στην οικογένειά μου. Αν άρχιζα τώρα την επαγγελματική
μου ζωή, θα ήθελα να μην είμαι τόσο προσκολλημένη στη
δουλειά, που πάντα είχε κυρίαρχο ρόλο στην ζωή μου και
μου στέρησε πολλές χαρές της καθημερινότητας.
Για τέσσερις σχεδόν δεκαετίες εργαστήκατε
στον ίδιο χώρο, στην Πέλλα, την πρωτεύουσα της αρχαίας
Μακεδονίας. Πώς προέκυψε η σύνδεση αυτή; Ήταν εξαρχής
η πρώτη σας επιλογή;
Φυσικά και δεν ήταν αρχικά
αυτή η επιλογή μου. Όταν αποφοίτησα από το πανεπιστήμιο,
ήθελα να εργασθώ στην Αρχαιολογική Υπηρεσία, γι’
αυτό και δεν επεδίωξα να διορισθώ στη Μέση εκπαίδευση,
πράγμα που ήταν πολύ εύκολο τότε. Έτσι, εργάσθηκα για
2 χρόνια ως επιστημονική βοηθός στη Μυτιλήνη και στη συνέχεια
στις Κυκλάδες. Ήρθα στη Βόρειο Ελλάδα, όταν προέκυψε
η ανασκαφή του μακεδονικού τάφου της Μαρίνας Νάουσας
και στη συνέχεια κάποιες σωστικές ανασκαφές στη Βέροια.
Έφθασα στην Πέλλα για να εποπτεύσω στρωματογραφικές
τομές στο ψηφιδωτό της Οικίας της Ελένης που διενεργούσαν
η Ε. Γιούρη (ως μελετήτρια) και ο Γ. Τουράτσογλου (επιμελητής
της ΙΖ΄ Εφορείας Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων,
Ε.Π.Κ.Α.). Είχα προϊσταμένη την αείμνηστη Μ. Σιγανίδου, η οποία,
καθώς ήταν ένας εξαιρετικός, γενναιόδωρος άνθρωπος,
με στήριξε σε όλες τις επιλογές μου, όπως συνέβη εξάλλου
και με τις άλλες εποχιακές συναδέλφους μου. Συνεργασθήκαμε
θαυμάσια για 15 χρόνια, στη διάρκεια των οποίων είχα την
ευκαιρία να δοκιμασθώ σε ανασκαφές, μουσειακές
εργασίες, διοίκηση, δημόσιες σχέσεις κλπ. Γνώρισα καλά
την Πέλλα και τα προβλήματά της, ώστε με το τέλος της δεκαετίας
του ’80 να έχω σχηματίσει μια κατασταλαγμένη άποψη για
την πορεία των ενεργειών που έπρεπε να γίνουν για την
ανάδειξη του σπουδαίου αυτού χώρου. Ενέργειες που
έγινε δυνατό να ευοδωθούν στις επόμενες δεκαετίες
με την ενίσχυση των ευρωπαϊκών πλαισίων στήριξης.
Θα θέλατε να σκάψετε κάπου αλλού;
Εκτός από την Πέλλα, έχω ανασκάψει και την ελληνιστική
πόλη της Φλώρινας τις δεκαετίες του ’80 και ’90, έναν χώρο
που αναδείχθηκε στη συνέχεια με το Β΄ και Γ΄ Κοινοτικό
Πλαίσιο Στήριξης (Κ.Π.Σ.). Ομολογώ ότι στο διάστημα της θητείας
μου θα μπορούσα να διενεργήσω ανασκαφή και σε άλλες
θέσεις επιζητώντας το άγνωστο «τρανταχτό» αρχαιολογικό
υλικό. Όσο εξαρτιόταν από εμένα και από επιλογή, δεν το
έκανα, καθώς πιστεύω ότι ο αρχαιολόγος πεδίου έχει
υποχρέωση στο υλικό που φέρνει στο φως, να το συντηρεί,
να το εκθέτει, να το μελετά και να το δημοσιεύει πριν
επιδιώξει να ασχοληθεί με κάτι νέο. Φυσικά δεν μπορεί
να αποφύγει τις σωστικές ανασκαφές που προκύπτουν.
Από την άλλη πλευρά ποτέ δεν αρνήθηκα τη στήριξή μου σε άλλους
συναδέλφους να ερευνήσουν ή να μελετήσουν έναν χώρο
ή μνημείο, εφόσον βέβαια υπήρχαν οι κατάλληλες προϋποθέσεις.
Μοιραστείτε μαζί μας την πρώτη σας ανασκαφή,
αυτή με την οποία θα είστε για πάντα συναισθηματικά
δεμένη…
Στην ανασκαφή του μακεδονικού τάφου
της Μαρίνας Νάουσας νομίζω ότι δοκιμάσθηκα συνολικά.
Για να φθάσω στο μνημείο θυμάμαι ότι έπαιρνα, πριν ξημερώσει,
το τραίνο για τη Βέροια, μετά το λεωφορείο για τη Νάουσα,
κάπου ενδιάμεσα με παραλάμβανε ο φύλακας με το αγροτικό
και έφθανα στη Μαρίνα, όπου με περίμεναν για να αρχίσει
η δουλειά. Το απόγευμα επαναλάμβανα την ίδια διαδρομή,
με αποτέλεσμα να φθάνω στο σπίτι 7-8 το βράδυ. Και κάτι άλλο
ακόμα: την ανείπωτη χαρά μου, όταν την πρώτη μέρα της πρώτης ανασκαφής
μου στην Πέλλα, βρήκα το μοναδικό αργυρό τετράδραχμο
του Αλεξάνδρου Α΄, στη στρωματογραφική έρευνα του
ψηφιδωτού της Οικίας της Ελένης, αλλά και τη μέρα που
έκανε τα πρώτα του βήματα ελεύθερα ο γιος μου στην
ανασκαφή της ελληνιστικής πόλης της Φλώρινας ακολουθώντας
μια χελώνα…
Όλα αυτά τα χρόνια φέρατε
στο φως πολλά σημαντικά κτίρια της αρχαίας πρωτεύουσας.
Είμαστε σήμερα σε θέση να κατανοήσουμε τη μορφή της
και την ζωή των κατοίκων της;
Νομίζω ότι με βάση
και τις μελέτες που έχουν εκπονηθεί, αλλά και τα έργα
συντήρησης και ανάδειξης που έχουν υλοποιηθεί, μπορεί
σήμερα, τόσο ο επιστήμονας όσο και ο επισκέπτης που
έχει το σχετικό ενδιαφέρον, να κατανοήσει αρχικά το
μεγάλο μέγεθος της πόλης και το άριστο πολεοδομικό
της σχέδιο και στη συνέχεια τη μορφή πολλών δημόσιων
και ιδιωτικών κτιρίων, καθώς και τη λειτουργία τους.
Η γνώση ολοκληρώνεται στο μουσείο, η έκθεση του οποίου
είναι μια μικρογραφία του αρχαιολογικού χώρου. Εκεί
ο επισκέπτης έχει τη δυνατότητα να συσχετίσει τα κινητά
ευρήματα με τα μνημεία και με την κατάλληλη πληροφόρηση
να κατανοήσει πτυχές της δημόσιας και ιδιωτικής ζωής
των κατοίκων της πόλης.
Σε αντίθεση
με άλλους συναδέλφους σας, είστε από τις/τους αρχαιολόγους
που έχουν δημοσιεύσει τα ευρήματα των ανασκαφών τους.
Έχετε μελετήσει όλο το υλικό που φέρατε στο φως ή
ένα μεγάλο μέρος παραμένει ακόμα αδημοσίευτο;
Φυσικά και δεν έχω μελετήσει όλο το υλικό που ανέσκαψα.
Νομίζω ότι κανείς αρχαιολόγος πεδίου δεν μπορεί να
το κατορθώσει. Ωστόσο, έχει δημοσιευθεί ένας αρκετά
μεγάλος αριθμός υλικού. Οι δημοσιεύσεις αυτές ευελπιστώ
να είναι εύληπτες και χρήσιμες όχι μόνο για την παρουσίαση
των ανασκαφικών στοιχείων και ευρημάτων, αλλά και για
τη συγκριτική μελέτη υλικού άλλων περιοχών. Πιστεύω
ότι ο αρχαιολόγος πεδίου πρέπει να φροντίζει να παρουσιάζεται
το ανασκαφικό υλικό με συστηματικό και επιστημονικά
ορθό τρόπο, χωρίς να εξαντλούνται απαραίτητα όλα τα προς
διερεύνηση θέματα, καθώς κανείς δεν μπορεί να είναι εξοικειωμένος
με όλες τις εποχές και όλους τους τομείς. Εάν τα στοιχεία
είναι σωστά δοσμένα, παρέχεται η δυνατότητα σε άλλους
ερευνητές, με εξειδίκευση σε επιμέρους θέματα, να
διευρύνουν τη μελέτη και προς άλλες κατευθύνσεις.
Αρχαιολογία και διοίκηση. Μπορούν
να συνδυαστούν γόνιμα; Ως Διευθύντρια, για πολλά χρόνια,
πέντε Περιφερειακών Ενοτήτων, τι έχετε να πείτε;
Θα προτιμούσα βέβαια αυτά να είναι διαχωρισμένα. Αλλά
με την υπάρχουσα διάρθρωση των υπηρεσιών αυτό δεν είναι
δυνατό. Πώς μπορεί να τα καταφέρει κανείς; Nα πιστεύει σ’
αυτό που κάνει και να μην το θεωρεί πάρεργο. Και η άσκηση
διοίκησης, καλώς ή κακώς, είναι καθήκον των αρχαιολόγων
της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας. Πρέπει, πιστεύω, να φροντίζει
κανείς να οργανώνει σωστά τις δράσεις πολλών και διαφορετικών
ανθρώπων, να εποπτεύει συνεχώς το έργο τους και να
τους συντονίζει. Είναι φυσικά αυτονόητη η ευγενική
συμπεριφορά, αλλά και η δυναμική και ελεγχόμενα επικριτική
στάση στα λάθη και τις παραλείψεις. Ο εργαζόμενος
θεωρώ ότι πρέπει να αισθάνεται τον προϊστάμενο όχι ως δυνάστη,
αλλά ως έναν άνθρωπο τον οποίο πρέπει να σέβεται και να
πιστεύει ότι έχει τη βοήθεια και τη στήριξή του σε κάθε
πρόβλημα της διοίκησης που αντιμετωπίζει.
Υπάρχουν Διευθυντές που έχουν τοποθετηθεί
μέσα από κρίσεις και άλλοι που έχουν οριστεί με υπουργικές
αποφάσεις. Κατά τη γνώμη σας, ποιο είναι το καλύτερο
σύστημα αξιολόγησης;
Δεν γνωρίζω πόσοι Διευθυντές
έχουν τοποθετηθεί χωρίς κρίσεις από τα υπηρεσιακά
συμβούλια. Γνωρίζω όμως ότι, δυστυχώς, δεν υπάρχει ως
σήμερα ένα αντικειμενικό σύστημα πρόσληψης των αρχαιολόγων,
αλλά και του λοιπού προσωπικού. Άλλοι έχουν προσληφθεί
μετά από γραπτές εξετάσεις, άλλοι με μοριοδότηση μέσω
υποβολής φακέλου στο Α.Σ.Ε.Π., άλλοι μονιμοποιήθηκαν
με ευεργετικά νομοσχέδια και προεδρικά διατάγματα,
άλλοι μετά από προσφυγές στα δικαστήρια για τη μη τακτοποίησή
τους, άλλοι με μετατάξεις από άλλες υπηρεσίες. Όλα
τα παραπάνω φυσικά δεν αρμόζουν σε μια χρηστή διοίκηση.
Υπήρχε και υπάρχει πάντα μια αβεβαιότητα στον κλάδο,
που διαταράσσει τις σχέσεις των εργαζομένων δημιουργώντας
ένα αίσθημα ανασφάλειας, αλλά και δεν ανανεώνεται το
ανθρώπινο δυναμικό με έναν υγιή τρόπο. Πιστεύω ότι είτε για
την πρόσληψη νέου προσωπικού είτε για την προαγωγή των
εργαζομένων, πρέπει να υπάρχουν συγκεκριμένα αξιολογικά
κριτήρια, που να ισχύουν για όλους και για μεγάλες
χρονικές περιόδους. Έτσι, και η διοίκηση θα ωφεληθεί
με τη χρησιμοποίηση ανθρώπων που έχουν τα προσόντα που
απαιτούνται σε κάθε θέση, αλλά και οι νέοι άνθρωποι θα
μπορούν να κάνουν τις επαγγελματικές επιλογές τους
βασιζόμενοι σε σαφείς αρχές.
Εξ όσων
γνωρίζω, παρόλο που σας δόθηκε η δυνατότητα να αναλάβετε
μια πιο κεντρική διεύθυνση, όπως το Αρχαιολογικό Μουσείο
Θεσσαλονίκης, εντούτοις -μέχρι την αφυπηρέτησή σας- επιλέξατε
να μείνετε στην Πέλλα. Τι σας κράτησε και αντισταθήκατε
στον «πειρασμό»;
Την εποχή που προέκυψε το
θέμα της μετάθεσής μου στη Θεσσαλονίκη, είχε ολοκληρωθεί
και εγκριθεί το σύνολο σχεδόν των μελετών συντήρησης
και ανάδειξης του χώρου, αλλά και του νέου μουσείου.
Η εκπόνηση των μελετών αυτών ήταν ένα έργο δεκαετίας, στο
οποίο ανάλωσα πολλές δυνάμεις και πολύ χρόνο. Το 2001, εποχή
ένταξης των παραπάνω έργων στο Γ΄ Κ.Π.Σ. για υλοποίηση, έπρεπε
να υπάρξει ένας συντονισμός και μια οργανωμένη προσπάθεια
σε άμεση συνεργασία με τους υπηρεσιακούς παράγοντες
του Υπουργείου, αλλά και τις τοπικές υπηρεσίες
και φορείς, για να υλοποιηθούν τα έργα. Θεώρησα ότι μια
αποχώρησή μου την περίοδο εκείνη δεν θα διευκόλυνε
την ομαλή εξέλιξη των διαδικασιών. Επιπλέον, δεν ήθελα
να αφήσω ανολοκλήρωτο ένα έργο ζωής. Φυσικά είχα τη στήριξη
στην άρνηση αποδοχής της μετακίνησής μου και όλων των
εργαζομένων στους 5 νομούς της ΙΖ΄ Ε.Π.Κ.Α., που με γραπτό
υπόμνημα παρακάλεσαν τον Υπουργό να μην εμμείνει στην
απόφασή του. Κατανοώ βέβαια ότι η ενέργειά μου δεν ήταν
η πλέον πρέπουσα διοικητικά, ωστόσο η εξέλιξη των πραγμάτων
μάλλον με δικαίωσε. Και λέω μάλλον, γιατί τα αποτελέσματα
του έργου μας δεν κρίνονται μόνο άμεσα, αλλά και μακροπρόθεσμα,
και αυτήν την κριτική είναι που φοβάμαι. Ωστόσο ένα είναι
βέβαιο. Με τις επικρατούσες συνθήκες και τις υπάρχουσες
δυνατότητες έγινε ό, τι ήταν δυνατόν για την ευόδωση των
αρχαιολογικών έργων στην Πέλλα. Φυσικά κάποιοι μπορεί
να έχουν διαφορετική άποψη, σκεπτόμενοι διαφορετικές
πιθανόν ενέργειες, αλλά κανείς από αυτούς δεν βρέθηκε
στη συγκεκριμένη θέση τη συγκεκριμένη περίοδο.
Είστε εκείνη που αγωνίστηκε για την ίδρυση
του Μουσείου της Πέλλας και είχατε την τύχη να το δείτε
να γεννιέται εκ βάθρων. Πώς ολοκληρώθηκε το εντυπωσιακό
αυτό εγχείρημα;
Η δημιουργία του μουσείου
δεν ήταν μια στιγμιαία παρόρμηση και το αποτέλεσμα ενός
πρόχειρου προγραμματισμού. Για να καταλήξουμε στην
πρόταση πέρασαν αρκετά χρόνια έρευνας, μελέτης και τριβής
με τα προβλήματα του χώρου. Έτσι, οι προτάσεις μας στις
μελέτες που εκπονήθηκαν προέκυψαν από όλην αυτή την ενασχόληση
και ήταν σαφείς και υλοποιήσιμες. Ο αγώνας της ΙΖ΄
Ε.Π.Κ.Α. για την ανέγερση μουσείου στην Πέλλα είχε αρχίσει
από τη δεκαετία του ’80, μαζί με τη Μαρία Σιγανίδου. Καταβλήθηκε
μεγάλη προσπάθεια για να πεισθούν οι κεντρικές υπηρεσίες
του υπουργείου για την αναγκαιότητα της ανέγερσης,
αλλά και για να μεθοδευθούν οι κινήσεις και δράσεις
των τοπικών φορέων. Βέβαια την εποχή εκπόνησης των μελετών
η Μ. Σιγανίδου δεν υπήρχε πια. Έτσι, επωμίσθηκα όλες τις
ευθύνες του έργου στη δεκαετία του ’90. Χάρις στην
καλή συνεργασία με τις υπηρεσίες του υπουργείου
και τους εξαιρετικούς συνεργάτες, οι μελέτες
εκπονήθηκαν έγκαιρα και η έγκρισή τους δεν παρουσίασε
ιδιαίτερα προβλήματα. Είχαμε την τύχη να αναλάβει στη
συνέχεια το έργο μια αξιόπιστη τεχνική εταιρεία που
ολοκλήρωσε το οικοδομικό μέρος στον προβλεπόμενο
χρόνο (2,5 χρόνια), έτσι ώστε να μπορέσουμε στη συνέχεια βάσει
των εγκεκριμένων μουσειολογικών μελετών, που είχαμε
εκπονήσει, να οργανώσουμε την έκθεση σε 6 μήνες. Για
την επίτευξη αυτού του σκοπού χρησιμοποιήσαμε και
προσωπικό της κατασκευαστικής εταιρείας του κτιρίου,
αλλά και όλο σχεδόν το προσωπικό της Εφορείας. Έτσι,
σε χρόνο «ρεκόρ» για τα ελληνικά δεδομένα δημιουργήθηκε
ένα νέο μουσείο που συγκεντρώνει θετικές κριτικές
στο σύνολό του ως σήμερα.
Εδώ πρέπει να αναφέρω,
ότι πριν από το Mουσείο της Πέλλας, τόσο εγώ όσο και συνεργάτες
μου δοκιμασθήκαμε πολυποίκιλα σε έργα συντήρησης-ανάδειξης
μνημείων και χώρων, αλλά και μουσειακών έργων στους
5 νομούς της Εφορείας (νέα μουσεία, ανακαινίσεις-εκθέσεις:
Μουσείο Αιανής, Μουσείο Φλώρινας, Μουσείο Άργους
Ορεστικού, Μουσείο Βέροιας, Κτίριο Προστασίας Βασιλικών
Τάφων Βεργίνας. Συντήρηση-ανάδειξη αρχαιολογικών χώρων:
Πέλλα, Λόγγος Έδεσσας, ελληνιστική πόλη Φλώρινας, Πέτρες
Φλώρινας, Αυγή Καστοριάς, Μίεζα [Μακεδονικοί Τάφοι,
Σχολή Αριστοτέλους, Θέατρο], Βεργίνα [Τούμπα Βασιλικών
Τάφων, Ανάκτορο], Λευκόπετρα Ημαθίας, κ.ά.). Όλα τα παραπάνω
έργα, που υλοποιήθηκαν συλλογικά, με τη συνεργασία
ατόμων διαφόρων ειδικοτήτων, αρχαιολόγων, αρχιτεκτόνων,
μηχανικών, συντηρητών, τεχνιτών, φυλάκων, εργατών κλπ., όπως
είναι φυσικό, μας πρόσφεραν γνώση και πολύτιμη εμπειρία.
Αλλά και το ιδιαίτερα πολύπλοκο διοικητικό σκέλος
των έργων είχα την τύχη να το διαχειρίζονται πολύ ικανοί
συνεργάτες, έτσι ώστε, παρά την πιεστική γραφειοκρατική
διαδικασία ήμασταν πάντα σε θέση να αντιμετωπίζουμε
δυσεπίλυτα προβλήματα. Το καταστάλαγμά αυτής της
γνώσης και εμπειρίας, που αποκτήσαμε από τα παραπάνω
έργα, διοχετεύσαμε στο Mουσείο της Πέλλας.
Το κοινό συνήθως μένει στα εγκαίνια, αγνοώντας
όλη την προεργασία που απαιτείται. Ποιες δυσκολίες
πρέπει να υπερκεράσει ένας διευθυντής μουσείου,
προκειμένου να φτάσει στο ποθητό αποτέλεσμα;
Καταρχήν πρέπει να υπάρξει μια καλή, ολοκληρωμένη μελέτη,
μέσα από την οποία να μπορεί και ένας ακόμα μη ειδικός να
κατανοήσει τα επιχειρούμενα. Η μελέτη βέβαια είναι
το αποτέλεσμα της βαθιάς γνώσης του αντικειμένου.
Είναι απαραίτητο να τηρούνται οι εκάστοτε απαιτούμενες
διοικητικές διαδικασίες, ώστε να μην υπάρχουν καθυστερήσεις
στη συνέχεια από την εμπλοκή άλλων υπηρεσιών. Να αποφεύγονται
παλινωδίες, αλλαγές σχεδιασμού κλπ.. Να υπάρχει καλή
οργάνωση, συντονισμός και συνεχής εποπτεία των εργασιών.
Να γίνεται «εκμετάλλευση», με την καλή έννοια του
όρου, των ικανοτήτων και γνώσεων του κάθε εργαζόμενου.
Πόσο σημαντική ήταν για την τοπική κοινωνία
αλλά και για την Ελλάδα ολόκληρη η δημιουργία του
εξαιρετικού αυτού Μουσείου; Με ποια κριτήρια έγινε
η έκθεση των ευρημάτων του;
Πιστεύω ότι το μουσείο
η τοπική κοινωνία πρέπει να το βλέπει σαν ένα δώρο της πολιτείας
στον τόπο. Η επιλογή των ευρημάτων έγινε με βάση τη δυνατότητα
ένταξής τους σε συγκεκριμένους θεματικούς τομείς
και την κατάσταση διατήρησής τους. Για την επιλογή αυτή
υλοποιήθηκε μια μακρόχρονη εργασία στις αποθήκες
από άξιους συνεργάτες, για τη συστηματική ηλεκτρονική
καταγραφή του επιλεγμένου υλικού και το στήσιμό
του δοκιμαστικά σε προθήκες «μοντέλα», πριν μετακινηθεί
στον χώρο του μουσείου.
Σας ευγνωμονούμε
πραγματικά για όλη αυτήν την προσπάθεια. Φοβάμαι όμως πως
πολλοί, ακόμα και συνάδελφοι, πόσω μάλλον οι νεότεροι,
δεν αντιλαμβάνονται το μέγεθος του έργου ή δεν θα
θυμούνται τι μουσείο είχε πριν μια πόλη που υπήρξε πρωτεύουσα
μιας ολόκληρης αυτοκρατορίας…
Αυτό μπορεί
να συμβαίνει, αλλά δεν μπορούμε να κάνουμε κάτι, εκτός
από το να τεκμηριώνεται η κάθε περίοδος και αυτό το
έχουμε κάνει με εκδόσεις, διαλέξεις κλπ.. Όσοι γνωρίζουν
φυσικά το αντικείμενο, οφείλουν να γνωρίζουν και
τα πεπραγμένα.
Είναι αλήθεια ότι για
να φτάσει κανείς στο σύγχρονο και εντυπωσιακό αυτό
μουσείο, θα πρέπει να διανύσει μια πορεία χωρίς τις
πρέπουσες υποδομές και χωρίς την κατάλληλη αισθητική.
Έχει, κατά τη γνώμη σας, αυτό αντίκτυπο στη γενική εικόνα
που αποκομίζει ο επισκέπτης; Δρα ανασταλτικά στην
αύξηση της επισκεψιμότητάς του;
Νομίζω ότι η δημιουργία
πολλών μουσείων και η οργάνωση πλήθους εκθέσεων
τις δυο τελευταίες δεκαετίες έχει δημιουργήσει
υψηλές απαιτήσεις για τους χώρους αυτούς και πιστεύω
ότι στο Μουσείο της Πέλλας, στο οποίο συνδυάζεται
η αρχιτεκτονική καθαρότητα, η εκθεσιακή λιτότητα και
η άπλετη γνώση, οι επισκέπτες είναι σε θέση να εκτιμήσουν
το καλό έργο. Αυτό δείχνει και η συνεχής αυξανόμενη επισκεψιμότητα,
που ενισχύεται βέβαια και από τη διαχείριση του μουσείου
από την Εφορεία Αρχαιοτήτων Πέλλας, η οποία επιδεικνύει
συνεχή φροντίδα για την ευπρεπή εικόνα του μουσείου
και του χώρου, τον εμπλουτισμό με στοιχεία που βοηθούν
την καλή λειτουργία, την οργάνωση συστηματικών εκπαιδευτικών
προγραμμάτων, αλλά και εκδηλώσεων ποικίλου περιεχομένου,
που δίνουν τη δυνατότητα σε ανθρώπους διαφορετικού
μορφωτικού επιπέδου να επισκεφθούν το μουσείο.
Όλα αυτά τα χρόνια, ασχοληθήκατε με
άλλα πράγματα πέραν της Αρχαιολογίας; Ή ήσασταν ταγμένη
αποκλειστικά στην επιστήμη;
Συστηματική ενασχόληση
με κάτι άλλο δεν είχα. Στα νεανικά μου χρόνια μου άρεζε
το κέντημα και η ζαχαροπλαστική. Σε κάποιες περιόδους
ευεξίας γυμνάζομαι. Και φυσικά, όταν έχω «τις μαύρες
μου», βγαίνω και εγώ βόλτα στα μαγαζιά ή για έναν καφέ με
μια φιλική συντροφιά και «ελαφριά» συζήτηση.
Εκτός από επιστημονικά βιβλία, διαβάζετε
λογοτεχνία; Σας έχει καθορίσει κάποιο βιβλίο;
Παρακολουθώ πάντα την εμφάνιση των νέων λογοτεχνικών
βιβλίων. Διαβάζω αρκετά, σε καθημερινή σχεδόν βάση, κυρίως
μυθιστορήματα, προτιμώ αυτά που έχουν ιστορικό περιεχόμενο.
Η κλασική λογοτεχνία των εφηβικών χρόνων ήταν πιστεύω
καθοριστική, όπως συμβαίνει και στους περισσότερους
νέους.
Αφιερώσατε την ζωή σας, πολύ
από τον προσωπικό σας χρόνο, στην έρευνα ενός σημαντικού
αρχαιολογικού χώρου. Τώρα, μακριά πια από τη θέση που κατείχατε,
πώς σας αντιμετωπίζουν; Αξίζει να προσφέρει κανείς την
ζωή του για έναν σκοπό;
Οι άνθρωποι που εργάστηκαν
μαζί μου, σε όλους τους χώρους, με αντιμετωπίζουν
με αγάπη. Αυτό το βλέπω στις συναντήσεις μας, στις τηλεφωνικές
επαφές μας τις γιορτινές μέρες, σε χαρούμενα γεγονότα.
Αυτό με κάνει πραγματικά ευτυχισμένη. Το να αισθάνεσαι
ότι σε αγαπούν και σε σκέπτονται, όταν δεν σε χρειάζονται,
είναι σπουδαίο πράγμα.
Αν έπρεπε να
αρχίσετε και πάλι από την αρχή, θα επιλέγατε πάλι τον ίδιο
δρόμο; Θα ξαναζούσατε, όπως έχετε ζήσει ως τώρα;
Νομίζω ναι, αν και θα φρόντιζα να έχω περισσότερες οικογενειακές
στιγμές, χωρίς να έχω στον νου συνεχώς τον ήχο του κινητού
τηλεφώνου, το διάβασμα των mails, την εμμονή της συνεχούς
παρουσίας στη δουλειά.
Σας ευχαριστώ
πολύ.
Και εγώ σας ευχαριστώ για τη συζήτηση.
Λίγα λόγια για τη Μαρία Λιλιμπάκη-Ακαμάτη
Η Μαρία Λιλιμπάκη-Ακαμάτη γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη.
Σπούδασε στο Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας της
Φιλοσοφικής Σχολής του Α.Π.Θ., όπου και αναγορεύτηκε
–με άριστα– Διδάκτωρ (1987). Υπηρέτησε στην Αρχαιολογική
Υπηρεσία του Υπουργείου Πολιτισμού (1974-2009), στις Εφορείες
Αρχαιοτήτων Λέσβου, Κυκλάδων και στη ΙΖ΄ Ε.Π.Κ.Α., την
οποία και διηύθυνε από το 1991 μέχρι την αφυπηρέτησή της, το
2009. Διετέλεσε επίσης Πρόεδρος της Επιστημονικής Επιτροπής
(2002-2015) του έργου Συντήρηση - Ανάδειξη Αρχαιολογικού Χώρου
Πέλλας, το οποίο υλοποιήθηκε στο Γ΄ Κ.Π.Σ. και Ε.Σ.Π.Α.
(Εθνικό Στρατηγικό Πλαίσιο Αναφοράς). Με διοικητική
και επιστημονική ευθύνη σε πέντε Περιφερειακές Ενότητες
της Δυτικής και Κεντρικής Μακεδονίας (Πέλλας, Ημαθίας,
Κοζάνης, Φλώρινας, Καστοριάς), έχει επιτελέσει ένα σημαντικό
έργο σε ποικίλους τομείς (ανασκαφές, μελέτες, συντηρήσεις
και αναδείξεις αρχαιολογικών χώρων, οργανώσεις εκθέσεων
σε μουσεία).
Έχει λάβει μέρος στην οργάνωση πολλών
εκθέσεων αρχαιοτήτων στην Ελλάδα και στο εξωτερικό
(Αυστραλία, Η.Π.Α., Ιαπωνία, Ινδία, Γαλλία), συμποσίων και
συνεδρίων εντός και εκτός Ελλάδας και συμμετείχε
στην έκδοση πολλών επιστημονικών καταλόγων και πρακτικών
συνεδρίων - συμποσίων. Είναι μέλος αρχαιολογικών συμβουλίων
και επιστημονικών επιτροπών και έχει συμμετάσχει στην
εκπόνηση πολλών μελετών συντήρησης και ανάδειξης αρχαιοτήτων.
Το συγγραφικό της έργο είναι πλούσιο με μονογραφίες,
άρθρα και μελέτες ειδικού αρχαιολογικού ενδιαφέροντος,
αρχαιολογικούς οδηγούς, αλλά και πολλές δημοσιεύσεις
ευρύτερης ενημέρωσης, για την οποία έχει επιδείξει
ιδιαίτερη φροντίδα, με διαλέξεις και ανακοινώσεις.
Τον Δεκέμβριο του 2016 τιμήθηκε, μαζί με τον Ν. Ακαμάτη, με
το βραβείο Γ. Π. Οικονόμου της Τάξης Γραμμάτων και Τεχνών
της Ακαδημίας Αθηνών για την επιστημονική τους μελέτη
«Ανατολικό νεκροταφείο Πέλλας. Ανασκαφικές περίοδοι
1991-2007» (Θεσσαλονίκη 2014).
Είναι παντρεμένη με τον Ιωάννη
Μ. Ακαμάτη, Καθηγητή Αρχαιολογίας Α.Π.Θ. και έχουν έναν
γιο, τον Νίκο, επίσης Αρχαιολόγο.
Επιμέλεια: Δρ. Νικόλαος Β. Παππάς - Αρχαιολόγος, συνεργάτης του ιστολογίου.
Πηγή: sharpdialogue.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου