Γιατί κάθε χρόνο, κυρίως στον δυτικό κόσμο, ο ανθρώπινος νους πέφτει
τόσο εύκολα θύμα των χριστουγεννιάτικων μυθευμάτων που ο ίδιος
δημιούργησε; Και γιατί τελικά τόσο ο Αϊ-Βασίλης όσο και το περιβόητο
«πνεύμα των εορτών» λειτουργούν στις μέρες μας περισσότερο από ποτέ ως
παράγοντες ψυχικής ανισορροπίας;
Αναζητήσαμε κάποιες εύλογες και έγκυρες επιστημονικές απαντήσεις σε αυτά τα ερωτήματα στα δύο τελευταία μας άρθρα (βλ. Η ψυχοδιαβρωτική λαίλαπα των Χριστουγέννων, Πώς επιλέγουμε τα δώρα και τις αγορές των Χριστουγέννων).
Σήμερα, λόγω των ημερών, θα εστιάσουμε την προσοχή μας σε ένα σχετικό
και εξίσου επίκαιρο ζήτημα: τι συμβαίνει στο μυαλό ενός μικρού παιδιού
όταν, για πρώτη φορά, συνειδητοποιεί ότι ο καλοκάγαθος γεροντάκος με τη
λευκή γενειάδα και την κόκκινη στολή, ο οποίος κάθε χρόνο στα τέλη του
Δεκέμβρη μπαίνει με τρόπο μαγικό στο σπίτι του για να του αφήσει τα δώρα
που του παρήγγειλε, δεν είναι τίποτε περισσότερο από ένα ψέμα, μια
καλοστημένη απάτη σκηνοθετημένη από τους γονείς του;
Τότε, όμως, ποια είναι η καλύτερη γονεϊκή απάντηση στο αγωνιώδες ερώτημα των παιδιών: «Ο Αϊ-Βασίλης υπάρχει πραγματικά;»
Τι ακριβώς σημαίνει για ένα παιδάκι ηλικίας τεσσάρων-πέντε ετών να
ανακαλύψει ότι ο καλοκάγαθος Αϊ-Βασίλης, για την ύπαρξη του οποίου
μιλάνε οι γονείς του αλλά και όλα τα ΜΜΕ, στην πραγματικότητα δεν
υπάρχει, ούτε υπήρξε ποτέ; Πρόκειται αναμφίβολα για μια εμπειρία
ιδιαιτέρως τραυματική που, σύμφωνα με τους ειδικούς ψυχολόγους και
κοινωνιολόγους, παίζει αποφασιστικό ρόλο στη βίαιη «ενηλικίωση» των
παιδιών.
Αυτή η ανεπιθύμητη εισβολή της πραγματικότητας στον επιμελώς
κατασκευασμένο και αναμφισβήτητο, μέχρι τότε, παραμυθένιο κόσμο
συνεπάγεται μια σειρά από επώδυνες αλλαγές, οι οποίες επηρεάζουν
δραματικά τον τρόπο που το παιδικό μυαλό βλέπει τον κόσμο και
αντιμετωπίζει την παραπλανητική συμπεριφορά των ενηλίκων.
Εκτοτε, η εμπιστοσύνη του στους μεγάλους αλλά και η πίστη του σε
μυθικά πρόσωπα με υπερφυσικές ικανότητες θα κλονιστούν ανεπανόρθωτα,
χωρίς όμως να εξαλειφθούν ολοκληρωτικά.
Τα αίτια της απομάγευσης
Ολες οι σχετικές μελέτες επιβεβαιώνουν ότι η πρώτη συνειδητοποίηση
του ψέματος του Αϊ-Βασίλη βιώνεται συνήθως ως μία αποφασιστικής σημασίας
προσωπική κρίση που συντελείται σε ένα πολύ λεπτό στάδιο της νοητικής
ανάπτυξης του παιδιού.
Και ακριβώς γι’ αυτό προκαλεί μια βαθύτατη αλλαγή στον τρόπο που τα παιδιά αντιλαμβάνονται πλέον την αλήθεια και το ψέμα.
Μέχρι τότε, το καλοστημένο από τους γονείς τους σκηνικό για την
οικοδόμηση του χριστουγεννιάτικου παραμυθιού λειτουργούσε στην εντέλεια:
το γράμμα που κάθε χρόνο έστελνε το παιδί στο υπερπέραν όπου κατοικεί ο
Αϊ-Βασίλης έφτανε με τρόπο μαγικό στον προορισμό του, τα δώρα ως εκ
θαύματος βρίσκονταν τοποθετημένα κάτω από το χριστουγεννιάτικο δέντρο τη
σωστή χρονική στιγμή και οι πιο απίθανες «εξηγήσεις» γι’ αυτό το ετήσιο
θαύμα έμοιαζαν απολύτως λογικές.
Μετά την αποκάλυψη όμως αυτού του πρώτου θεμελιώδους και θεμελιακού
χριστουγεννιάτικου ψέματος, όλη η επιτήδεια σκηνοθεσία, που μέχρι τότε
συντηρούσε και συνέβαλλε στην αποδοχή του παραμυθιού, έχει καταρρεύσει
ανεπιστρεπτί και μαζί με αυτήν έχει κλονιστεί όχι μόνο η εμπιστοσύνη στο
χριστουγεννιάτικο παραμύθι αλλά -γεγονός πολύ πιο σοβαρό- και στην
αξιοπιστία των γονέων!
Σύμφωνα με τον Ζεράρ Μπρονέ (Gérard Bronner), καθηγητή Κοινωνιολογίας
στο Πανεπιστήμιο του Στρασβούργου και διεθνούς φήμης ερευνητή αυτών των
φαινομένων, τρεις είναι οι ψυχολογικοί παράγοντες που συντελούν στην
κατάρρευση του οικογενειακού-κοινωνικού μυθεύματος του Αϊ-Βασίλη: η
παραφωνία, η ανταγωνιστικότητα και η ασυνέπεια.
Η γνωσιακή παραφωνία ή ασυμφωνία δημιουργείται κατά κανόνα όταν το
παιδί συνειδητοποιεί ή ανακαλύπτει τυχαία την πραγματική ταυτότητα του
ψευδο Αϊ-Βασίλη, όταν π.χ. αναγνωρίζει τα παπούτσια του μπαμπά του ή της
μαμάς του κάτω από την κόκκινη στολή.
Η ανταγωνιστικότητα σχετίζεται συνήθως με τους συμμαθητές ή φίλους
του παιδιού οι οποίοι θέλουν να καταστρέψουν το αφελές παραμύθι του,
καθώς επίσης με τους γονείς οι οποίοι με τη συμπεριφορά τους δημιουργούν
-συνειδητά ή ασυνείδητα- ένα κλίμα αμφιβολίας.
Η ασυνέπεια, τέλος, εκδηλώνεται μόλις το παιδί επιχειρεί να εξηγήσει
ορθολογικά το θαύμα: πώς γίνεται το έλκηθρο να κάνει τον γύρο του κόσμου
σε μία νύχτα; Ή, πώς μπορεί ο σάκος του Αϊ-Βασίλη να χωρά τα δώρα για
εκατομμύρια παιδιά;
Πάντως, σύμφωνα με τον Μπρονέ, «οι βασικοί υπαίτιοι για τη γένεση στο
παιδικό μυαλό της αμφισβήτησης και της αμφιβολίας είναι, στο 50% των
περιπτώσεων, οι συμμαθητές του παιδιού.
Ωστόσο, η συνειδητή “ελαφρότητα” όσο και η τυχαία “απροσεξία” των
γονέων θεωρούνται επίσης δύο πολύ σημαντικοί παράγοντες που συμβάλλουν
στην καταστροφή του χριστουγεννιάτικου μύθου».
Μάλιστα, συνήθως η αχίλλειος πτέρνα στη γονεϊκή σκηνοθεσία φαίνεται
πως είναι η στιγμή της παράδοσης των δώρων, όταν η μαμά ή ο μπαμπάς
συλλαμβάνονται επ’ αυτοφώρω τη στιγμή που τοποθετούν τα δώρα κάτω από το
χριστουγεννιάτικο δέντρο.
Η συνειδητοποίηση της ανυπαρξίας του Αϊ-Βασίλη βιώνεται από περίπου
το 50% των παιδιών ως συγκλονιστική απώλεια: μια ιδιαίτερα ανησυχαστική
κρίση που ενδέχεται να εκδηλωθεί όχι μόνο με μεγάλη απογοήτευση αλλά ως
επώδυνη ή και βίαιη αμφισβήτηση της νέας «πραγματικότητας» στην οποία
οφείλουν να ζήσουν χωρίς τις οικείες και τόσο παρηγορητικές μέχρι χθες
ψευδαισθήσεις τους.
Ετσι, για αρκετά παιδιά στη Δύση η ανυπαρξία του Αϊ-Βασίλη ισοδυναμεί
και συνεπάγεται αυτομάτως με την ανυπαρξία και κάθε άλλης «μαγικής»
ύπαρξης (π.χ. νεράιδες, άγγελοι ή ακόμα και του Θεού).
Αντιμετωπίζοντας το παιδικό τραύμα
Αυτή η μεγάλη απογοήτευση φαίνεται πως οδηγεί πολλά μικρά παιδιά στην
αμφισβήτηση του κόσμου των ενηλίκων και ειδικότερα στην καχυποψία ότι
πρόκειται για έναν κόσμο όπου όλοι ανεξαιρέτως ψεύδονται, ακόμη και τα
πιο αγαπημένα τους πρόσωπα (γονείς, παππούδες).
Διαφορετικές επιστημονικές έρευνες, στην Ευρώπη και στις ΗΠΑ,
δείχνουν ότι για το 59% των νηπίων η πρόωρη και απότομη αποκάλυψη της
αλήθειας έχει πολύ πιο δραματικές συνέπειες και γεννά μεγαλύτερες
αντιδράσεις απ’ ό,τι η προοδευτική ανακάλυψη της αλήθειας από τα ίδια τα
παιδιά ενώ μεγαλώνουν.
Στη δεύτερη περίπτωση η κρίση περιορίζεται και αφορά μόνο το 27% περίπου των παιδιών.
Αυτό το επαρκώς επιβεβαιωμένο γεγονός αποτελεί έναν σχετικά ασφαλή
οδηγό για τη διαχείριση της παιδικής κρίσης από την απώλεια του
Αϊ-Βασίλη: μόνο η προοδευτική απομάγευση προσφέρει στα περισσότερα
παιδιά τον αναγκαίο χρόνο για να επεξεργαστούν και τελικά να αποδεχτούν
την ωμή αλήθεια.
Προφανώς αυτό δεν ισχύει για τα παιδιά που, από την πρώτη στιγμή,
μεγαλώνουν σε ένα οικογενειακό περιβάλλον που δεν καλλιεργεί ούτε
προστρέχει ποτέ σε ανάλογα παραμύθια.
Δυστυχώς όμως, ακόμη και αυτή η φαινομενικά ορθολογική στρατηγική δεν
είναι άμοιρη προβλημάτων: αυτά τα εγκαίρως ενημερωμένα παιδιά δεν
μεγαλώνουν μόνα τους!
Πάνε από νωρίς σε παιδικούς σταθμούς και σχολεία όπου έρχονται σε
επαφή με άλλα παιδάκια, οι γονείς των οποίων δεν μοιράζονται τις ίδιες
ιδέες και άρα τα μεγαλώνουν υιοθετώντας πιο παραδοσιακές και όχι
«εναλλακτικές» προκαταλήψεις.
Ισως η καλύτερη από παιδαγωγικής απόψεως γονεϊκή στρατηγική στο
παιδικό αλλά αγωνιώδες ερώτημα «Ο Αϊ-Βασίλης υπάρχει πραγματικά;» είναι
να επιτρέψουμε στο ίδιο το παιδί να κατανοήσει προοδευτικά την αλήθεια.
Με άλλα λόγια, παρά τις όποιες προκαταλήψεις των γονιών και της
κοινωνίας, είναι προτιμότερο να το αφήσουμε να αποφασίσει συνειδητά και
από μόνο του ποια είναι η «αλήθεια» που του χρειάζεται περισσότερο.
Η παραμυθία ως ανθρώπινη εγκεφαλική αναγκαιότητα
Γιατί οι περισσότεροι άνθρωποι, ενώ είναι συνήθως δύσπιστοι και
καχύποπτοι, αποδέχονται με μεγάλη ευκολία εξωπραγματικές θεωρίες και
ειδήσεις για διάφορα φυσικά, ιστορικά ή και υπερφυσικά «γεγονότα», που
διαχέονται και «επιβεβαιώνονται» μόνο από ένα από τα καθιερωμένα
θρησκευτικά ή πολιτικά ιερατεία;
Προφανώς, κάθε προσπάθεια για την επιστημονική κατανόηση των
πολυποίκιλων φαινομένων ατομικής και συλλογικής ευπιστίας θα όφειλε να
διαφωτίσει, αφενός, τις καθολικές εγκεφαλικές διεργασίες και τις
ιδιαίτερες νοητικές-ψυχολογικές ανάγκες που επιτρέπουν την εδραίωση των
ανεπιβεβαίωτων και παράλογων πεποιθήσεών μας και, αφετέρου, την
ενδεχόμενη βιολογική σκοπιμότητα της ύπαρξης και της διατήρησής τους
κατά την εξέλιξη του είδους μας.
Οι προσωπικές σκέψεις και τα συναισθήματά μας δρομολογούνται από
εγκεφαλικούς μηχανισμούς που παραμένουν αδιαφανείς στη συνείδηση,
δεδομένου ότι βρίσκονται πίσω και πριν από κάθε «συνειδητή» μας επιλογή.
Οταν βλέπουμε, ακούμε ή διαβάζουμε οποιαδήποτε πληροφορία, αυτή
διατρέχει τους μαιάνδρους του εγκεφάλου μας πολύ ταχύτερα από τα δέκατα
του δευτερολέπτου που απαιτούνται για να υπερβεί το κατώφλι της
συνείδησης.
Συνεπώς, πολύ συχνά ένα μη συνειδητό προστατευτικό «γνωστικό φίλτρο»
αποφασίζει -πριν από μας για μας!- ποιες πληροφορίες αξίζει να
συγκρατήσουμε στον νου μας.
Και, όπως επιβεβαιώνεται από πλήθος νευροψυχολογικών ερευνών, τα
κριτήρια αυτού του γνωστικού φίλτρου δεν είναι μόνο η αλήθεια ή το
ψεύδος των πληροφοριών, αλλά και η βαθύτερη προσδοκία μας για ορισμένες
μόνο πληροφορίες.
Η πανάρχαιη τέχνη της νοητικής χειραγώγησης των ανθρώπων από τις
εξουσίες εκμεταλλεύεται και καλλιεργεί συστηματικά τέτοιες δήθεν
προφανείς «διαισθητικές αλήθειες».
Νοητικό φίλτρο στον μυστικισμό
Αν πράγματι επιθυμούμε να ζούμε και να σκεφτόμαστε συνειδητά, τότε
οφείλουμε να συνειδητοποιήσουμε και ενδεχομένως να εξαλείψουμε μια
διαδεδομένη παρανόηση: την αυταπάτη ότι ο εγκέφαλός μας είναι «μια
τέλεια νοητική μηχανή», σχεδιασμένη από την εξέλιξη ή από έναν πάνσοφο
Θεό.
Στην πραγματικότητα, ο πολύπλοκος ανθρώπινος εγκέφαλος είναι μια εξαιρετικά αποτελεσματική αλλά όχι τέλεια βιολογική μηχανή!
Οπως κάθε άλλη βιολογική μηχανή, ο εγκέφαλός μας είναι το προϊόν της
δράσης της φυσικής επιλογής: εξελίσσεται διαρκώς ώστε να εγγυάται την
επιβίωση και την αναπαραγωγή μας, κοντολογίς, την ατομική και συλλογική
«ευδαιμονία» του είδους μας.
Ευτυχώς για την εξέλιξή μας (όπως εξάλλου και των υπόλοιπων ειδών), η
στρατηγική της φυσικής επιλογής είναι πάντοτε «οπορτουνιστική»: το ότι
είμαστε προικισμένοι με μια ατελή, αλλά συνεχώς εξελισσόμενη
εγκεφαλική-νοητική μηχανή παρουσιάζει εμφανείς περιορισμούς αλλά και
ασύλληπτες δυνατότητες για την αυτο-εξέλιξή μας! Γεγονός που
επιβεβαιώνεται από όλες τις μέχρι σήμερα έρευνες των νευροεπιστημών και
της εξελικτικής ψυχολογίας.
Πράγματι, από αυτές τις έρευνες προκύπτει ότι η ατομική νοητική
ανάπτυξή μας, και ειδικότερα η ικανότητά μας να «φιλτράρουμε» τις πιο
ουσιαστικές πληροφορίες, δεν είναι κάτι «εκ γενετής» προκαθορισμένο,
αλλά αντίθετα κάτι που ενεργοποιείται και διαμορφώνεται σταδιακά από τη
νηπιακή ηλικία μας.
Μόνο μετά τον δέκατο έκτο μήνα της ζωής τους τα νήπια αρχίζουν να
αρνούνται υποτυπωδώς κάποιες πληροφορίες, ενώ σε ηλικία τριών ετών
φαίνεται πως έχουν ήδη την ευχέρεια να αναγνωρίζουν πότε και αν πρέπει
να εμπιστεύονται τυφλά μια οικεία σε αυτά πηγή πληροφοριών: αρχίζουν να
επιδεικνύουν κάποια δυσπιστία απέναντι στους στενούς συγγενείς τους,
κυρίως όταν αυτά που τους λένε αντιφάσκουν εμφανώς με όσα τα ίδια τα
παιδιά γνωρίζουν καλά.
Παρ’ όλα αυτά, από αρκετές νευροψυχολογικές έρευνες για την παιδική
νοημοσύνη προκύπτει ότι η πίστη σε υπερφυσικές αφηγήσεις είναι «σύμφυτη»
με τη λειτουργία του ανθρώπινου νου.
Αποτελεί έκφραση της εγγενούς και ζωτικής μας ανάγκης, που
εμφανίζεται ήδη από την πιο τρυφερή ηλικία μας, να αναζητάμε πάντα μια
πλήρη, αιτιοκρατική εικόνα ή εξήγηση του κόσμου που μας περιβάλλει. Και
όταν δεν τη βρίσκουμε την... επινοούμε!
Ωστόσο, θα ήταν λάθος αν πιστεύαμε ότι μόνο στα παιδιά εκδηλώνεται η
μυστικιστική τάση να αποδίδονται μαγικές ιδιότητες σε άψυχα αντικείμενα ή
υπερφυσικές ικανότητες σε πλάσματα της φαντασίας, όπως π.χ. ο
Αϊ-Βασίλης.
Αρκεί να αναλογιστούμε την περισσή ευκολία με την οποία οι
περισσότεροι ενήλικοι αποδίδουν «προθέσεις» σε άβια αντικείμενα: στο
αυτοκίνητο που δεν «θέλει» να πάρει μπρος ή στο πρόγραμμα του υπολογιστή
που δεν μας «ακούει».
Μεγάλο μέρος των καθημερινών και εμφανώς ανορθολογικών συμπεριφορών
μας εξηγείται από τέτοιες βαθιά ριζωμένες υπερφυσικές ή παμψυχιστικές
προκαταλήψεις.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου