Τι ακριβώς είναι η «Παγκόσμια Ημέρα για την Εξάλειψη της Βίας κατά
των Γυναικών», που θεσμοθετήθηκε από τον ΟΗΕ το 1999, στη μνήμη των
αδελφών Μιραμπάλ, των τριών αντιστασιακών Δομινικανών γυναικών που
δολοφονήθηκαν αφού βασανίστηκαν φριχτά στις 25 Νοεμβρίου του 1960 από το
καθεστώς του δικτάτορα Τρουχίγιο;
Αν η σημερινή 25η Νοέμβρη είναι κάτι παραπάνω από άλλη μια επετειακή
φιέστα, για να ξεπλύνει τις ενοχές για τα εγκλήματα κατά των γυναικών
που εξακολουθούν να διαπράττονται και τις υπόλοιπες 364 ημέρες του
χρόνου, τότε ο καλύτερος τρόπος να την τιμήσουμε δεν είναι να
περιοριστούμε στη θέαση των καθιερωμένων τηλεοπτικών σποτ και στα
αφιερώματα για τα θύματα της έμφυλης βίας.
Φέτος στην Ελλάδα, κυρίως το δεύτερο εξάμηνο του 2016, μετά από μια
κλιμάκωση περιστατικών σεξουαλικής βίας και βιασμών που είδαν το φως της
δημοσιότητας, φεμινιστικές ομάδες και πρωτοβουλίες γυναικών αποφάσισαν
να δραστηριοποιηθούν συντονισμένα ενάντια σε αυτό που αποκαλείται
σχηματικά «κουλτούρα του βιασμού» και που περιλαμβάνει πολύ περισσότερα
από τις απόπειρες και τους τελεσμένους βιασμούς.
Ο τρόπος που τα ΜΜΕ εξακολουθούν να απεικονίζουν τους δράστες των
σεξουαλικών εγκλημάτων ως «δράκους» και «κτήνη», δίνοντας έμφαση στην
εθνικότητά τους αποκλειστικά στις περιπτώσεις που τυχαίνει να είναι
μετανάστες, συσκοτίζει το γεγονός ότι η συντριπτική πλειονότητα των
βιασμών διαπράττονται από τον Ελληνα νοικοκύρη της διπλανής πόρτας.
Σε επίσης μεγάλο ποσοστό (τουλάχιστον το 30% των περιπτώσεων, σύμφωνα
με τις σχετικές έρευνες) ο δράστης ανήκει στο στενό ή ευρύτερο
συγγενικό ή φιλικό περιβάλλον του θύματος.
Την κουλτούρα του βιασμού δεν τη διαιωνίζει μόνο η ατιμωρησία των
δραστών, αλλά και τα ροζ και κίτρινα δημοσιεύματα που παρουσιάζουν τα
σεξουαλικά εγκλήματα μέσα από ένα πρίσμα τρομολαγνείας και ηδονοβλεψίας.
Εριξαν το διαδίκτυο...
Κάτω από κάθε πηχυαίο τίτλο για το «σοκ από το κτήνος που βίαζε»,
υπάρχουν πολλαπλάσια εικονίδια σε ενημερωτικές, σοβαρές ή μη
ιστοσελίδες, που εκλιπαρούν για κλικ με δόλωμα ημίγυμνες φωτογραφίες
γυναικών και τίτλους όπως «Δείτε τώρα τις σέξι πόζες που έριξαν το
διαδίκτυο», συνοδευόμενες από σχόλια αναγνωστών που επικρίνουν τις
γυναίκες ως «ξετσίπωτες» και «πόρνες».
Η πρακτική αυτή, που έχει στιγματιστεί ως «slut shaming», δηλαδή το
ντρόπιασμα μιας γυναίκας ως «τσούλας», ενοχοποιώντας την για την
εμφάνιση ή το ντύσιμό της, δεν περιορίζεται στα ΜΜΕ, αλλά είναι μία από
τις πιο διαδεδομένες μορφές μπούλινγκ στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, στο
κοινωνικό ή ακόμα και στο σχολικό περιβάλλον.
Αντίστοιχα, δεν είναι λίγες οι φορές που δικογραφίες από υποθέσεις
βιασμών μετατρέπονται σε γαργαλιστικό αφήγημα προς τέρψιν και ταυτόχρονο
αποτροπιασμό του αναγνώστη, με χαρακτηριστικό παράδειγμα τη δημοσίευση
από το «Πρώτο Θέμα» των προανακριτικών καταθέσεων 14χρονης στη Λάρισα
που εξαναγκαζόταν να εκδίδεται, οι οποίες διαβάζονταν με τη μορφή
σκληρού πορνό.
Είναι σαν να μην πέρασε μια μέρα από όσα κατήγγειλε σε προκήρυξή της
το μακρινό 1981 η «Γυναικεία Ομάδα Πρωτοβουλίας ενάντια στη βία και τους
βιασμούς-Σπίτι των Γυναικών»:
❝ “Ο Τύπος μάς βιάζει καθημερινά-Ο
Τύπος μάς βιάζει άλλη μια φορά”. Ενα σύνθημα που φώναζαν οι γυναίκες
στην πορεία ενάντια στη βία και τους βιασμούς (3/12/81) και που
αποσιωπήθηκε από όλες τις εφημερίδες... Ισως όχι τυχαία.
Το άρθρο του κ. Λευτέρη Παπαδόπουλου
(“Νέα”, 5/12/81) επιβεβαιώνει ότι το σύνθημα αυτό ανταποκρίνεται στην
πραγματικότητα. Ο βιασμός στου Φιλοπάππου έδωσε την ευκαιρία στον
αρθρογράφο να φτιάξει ένα μελό-πορνό αφήγημα, όπου ο βιασμός
αποσυνδέεται από τις κοινωνικές αιτίες που τον γεννούν και τον
αναπαράγουν.
Ετσι οι βιαστές είναι κάποιοι
“μαυριδεροί κτηνάνθρωποι”, με “χωριάτικη προφορά”, πλάσματα που δεν
ανήκουν στον κόσμο μας, δεν έχουν καμία σχέση με τον οικογενειάρχη, τον
διανοούμενο, το φοιτητή, τον επιστήμονα, κάθε ευυπόληπτο πολίτη [...]
Είναι πράγματι κατάντημα της κοινωνίας μας που μέσα από τους θεσμούς της
ενοχοποιεί την κάθε γυναίκα που βιάζεται και μετατρέπει την οργή της σε
ντροπή.
Μόνο που αυτή η κριτική στάση του
αρθρογράφου την τελευταία στιγμή αναιρείται από το ίδιο το άρθρο του,
στον βαθμό που συμβάλλει στην αποκοινωνικοποίηση του βιασμού και τον
παρουσιάζει σαν ιδιωτικό δράμα και δημόσιο θέαμα.❞
Σήμερα, 35 χρόνια μετά, η σεξουαλική και έμφυλη βία εξακολουθεί να απεικονίζεται ως «ιδιωτικό δράμα και δημόσιο θέαμα».
«Κανείς δεν ρωτάει τι φορούσε ο βιαστής», έγραφε ένα από τα πλακάτ
που κρατούσαν οι συμμετέχουσες σε εκδήλωση ενάντια στην κουλτούρα του
βιασμού, φέτος το φθινόπωρο στην Ερμού, στο ύψος της Καπνικαρέας.
Την πρώτη της αυτή κινητοποίηση διοργάνωσε η πρωτοβουλία «Καμία
Ανοχή», μια συλλογική προσπάθεια συντονισμού φεμινιστικών ομάδων και
φεμινιστριών ενάντια στην κουλτούρα του βιασμού.
Η ίδια πρωτοβουλία μαζί με άλλες γυναικείες οργανώσεις καλεί επίσης
απόψε το βράδυ στις 20.00 στο ίδιο σημείο σε πορεία ενάντια στη
σεξιστική βία, με το σύνθημα «Η νύχτα μάς ανήκει», επιμένοντας ότι «η
βία κατά των γυναικών δεν είναι μόνο μία μέρα, είναι καθημερινότητα» και
στέλνοντας το μήνυμα αλληλεγγύης στους αγώνες των γυναικών από εδώ ώς
την Πολωνία, την Αργεντινή και την Τουρκία.
Γιατί δημιουργούνται σήμερα ομάδες όπως η «Καμία Ανοχή»;
«Γιατί ποτέ δεν είναι αργά κι από κάπου πρέπει να αρχίσουμε»,
μας λέει η Αννα, η οποία έχει συντελέσει στη δημιουργία του
διαδικτυακού χάρτη Sex Harass Map, χαρτογραφώντας καταγγελίες και
περιστατικά έμφυλης και σεξουαλικής βίας σε όλη την Ελλάδα, με εργαλείο
το Google Maps.
«Αυτό που κινητοποίησε την ομάδα στην οποία εμείς
δραστηριοποιούμαστε ήταν η είδηση του βιασμού και εξώθησης σε πορνεία
μιας 14χρονης. Ενώ τέτοια περιστατικά συνήθως -και δυστυχώς- μετά από
λίγο τα ξεχνάμε, έτυχε με το συγκεκριμένο να “ξυπνήσουμε”. Η ύπαρξη ενός
φεμινιστικού κινήματος που θα μπορεί να εκφράζει έναν λόγο ενάντια στον
κυρίαρχο πατριαρχικό και ταυτόχρονα να προασπίζεται και να διεκδικεί
δικαιώματα ήταν και είναι αναγκαία. Οι ομάδες αυτές είναι μια προσπάθεια
να σταθούμε απέναντι στην καθημερινή βία, ακραία και μη».
Σε μαχητικό τόνο διαδήλωσαν πρόσφατα στο Θησείο φεμινιστικές
πρωτοβουλίες ενάντια στην κουλτούρα του βιασμού (Λεσβιακή Ομάδα Αθήνας,
bra-stards, beflona), με το σύνθημα «Κάτω τα ξερά σας», κοσμώντας τους
τοίχους της πόλης με συνθήματα όπως «Ούτε δούλα ούτε κυρά, φεμινίστρια
κι αντιφά» και καλώντας μας να καλύψουμε τους βιαστές με ένα φτυάρι.
Πόσο ανεκτική είναι η ελληνική κοινωνία απέναντι στη βία εναντίον των γυναικών;
«Είναι χαρακτηριστικός ο τρόπος που αντιδρά η ελληνική κοινωνία στα βίαια σεξουαλικά εγκλήματα: σοκάρεται,
πέφτει από τα σύννεφα, αναρωτιέται ποιος θα μπορούσε να σκοτώσει ή να
βιάσει μια γυναίκα. Αμα όμως η βία δεν είναι ακραία, δεν δείχνει να
συγκινείται και πολύ» απαντά η Αννα.
«Οι περισσότεροι άνθρωποι θα
θεωρήσουν ασήμαντη τη λεκτική παρενόχληση, θα πουν ότι ένα ανεπιθύμητο
άγγιγμα δεν είναι και τόσο φοβερό, ότι τα συνεχή σεξιστικά και
υποτιμητικά σχόλια απέναντι σε γυναίκες είναι ανάξια λόγου. Συχνά θα
θεωρήσουν τον ξυλοδαρμό ως πράξη που, ανάλογα με την περίσταση, μπορεί
και να συγχωρεθεί και θα αγνοήσουν μια γειτόνισσα που φωνάζει “βοήθεια,
με χτυπάει”, γιατί δεν νοείται να μπλεχτούν σε “συζυγικό καβγά”. Μια
κοινωνία που θεωρεί ασυγχώρητη τη βία μόνο όταν είναι αργά, που
ενδιαφέρεται για τις γυναίκες μόνο όταν φτάσει ο κόμπος στο χτένι και
που η στάση της απέναντι στη βία είναι αυτή ενός θεατή κι όχι ενός
συνόλου που διατίθεται να αλλάξει την κατάσταση, είναι μια κοινωνία
ανεκτική».
Ενα αθέατο και ατιμώρητο έγκλημα
Ο Αγγελος Τσιγκρής είναι καθηγητής
Εγκληματολογίας κι έχει διατελέσει εκπρόσωπος της χώρας μας στο Δίκτυο
Πρόληψης της Εγκληματικότητας, της Ε.Ε., και στη Μόνιμη Αντιπροσωπία του
ΟΗΕ για την Πρόληψη του Εγκλήματος και την Ποινική Δικαιοσύνη.
Η έρευνά του για τους βιασμούς στην Ελλάδα είναι έρευνα αναφοράς για
κάθε ερευνητή ήδη από τα μέσα της δεκαετίας του ’90, όταν υποστήριξε τη
διδακτορική του διατριβή.
«Η έρευνα παραμένει επίκαιρη γιατί η τιμωρία του δράστη εξαρτάται
σε μεγάλο βαθμό από την προθυμία του θύματος να το καταγγείλει. Επειδή
πρόκειται για διαπροσωπικό έγκλημα, δεν υπάρχει δυνατότητα πρόσβασης της
ποινικής δικαιοσύνης στο θύμα. Το 94% των υποθέσεων μένει στο σκοτάδι», λέει στην «Εφ.Συν.».
«Ο βιασμός είναι το μοναδικό έγκλημα με το στίγμα στο θύμα. Οι
μητέρες δεν επιτρέπουν στα παιδιά τους να παίξουν μ’ ένα παιδί που έχει
πέσει θύμα βιασμού, οι γείτονες και οι φίλοι συχνά σχολιάζουν αρνητικά
το θύμα, που πολλές φορές εξοστρακίζεται από την κοινωνία στην οποία ζει
και, τέλος, ακόμη και οι γυναικολόγοι -που εξετάζουν τα θύματα μετά τον
βιασμό- μπορεί να τα κατηγορήσουν ως υπεύθυνα για το έγκλημα. Η
κοινωνική απόρριψη που βιώνει με τόσο έντονο τρόπο το θύμα έχει ως
αποτέλεσμα τη δημιουργία ενός γενικευμένου κλίματος σιωπής. Το κλίμα
τρομοκρατίας και φόβου που βιώνει το θύμα του βιασμού για τον ενδεχόμενο
στιγματισμό και την επακόλουθη κοινωνική του απόρριψη συμβάλλει
καθοριστικά στην απόφασή του να μην καταγγείλει το έγκλημα στην
Αστυνομία».
Ο Αγγελος Τσιγκρής θεωρεί ότι αν και ο ποινικός νομοθέτης εξακολουθεί
να ορίζει τον βιασμό ως «έγκλημα κατά της γενετήσιας αξιοπρέπειας»,
στην πραγματικότητα πρόκειται «για έγκλημα κατά του συνόλου της
ανθρώπινης προσωπικότητας. Ο βιαστής δεν παραβιάζει μόνο τη γενετήσια
σφαίρα της γυναίκας που βιάζει. Ουσιαστικά αποδομεί το σύνολο της
ανθρώπινης αξιοπρέπειας και ακυρώνει οποιαδήποτε δυνατότητα έκφρασης
ανθρώπινου λόγου. Ακυρώνει το σύνολο της δομής της προσωπικότητας του
άλλου».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου