Σάββατο 22 Οκτωβρίου 2016

Τραύματα του χθες, πληγές του σήμερα

Μνησιπήμων είναι αυτός που θυμίζει παθήματα∙ ό,τι έρχεται από ανάμνηση τραύματος. Ο Σεφέρης το δανείστηκε από τον Αισχύλο: «Στάζει… προ καρδίας μνησιπήμων πόνος».
Ο Ντίκενς, καθώς αποτιμούσε τον αιματηρό 18ο αιώνα, το έλεγε αλλιώς στην «Ιστορία δύο πόλεων» το 1859: «Ηταν τα καλύτερα χρόνια, μα συνάμα και τα χειρότερα∙ ήταν η εποχή της σοφίας, ήταν η εποχή της απρονοησίας… ήταν η εποχή των Φώτων αλλά και η εποχή του Σκότους∙ ήταν η άνοιξη της ελπίδας, ήταν ο χειμώνας της απελπισίας…».
Για την αγριότητα του 20ού αιώνα, ο ιστορικός Χιθ Λόου στο «Savage Continent» (ο τίτλος του στα ελληνικά είναι «Ολεθρος», εκδ. Ψυχογιός, 2014) έγραφε για την Ευρώπη, ευθύς μετά τον Β’ Παγκόσμιο: «Φανταστείτε έναν κόσμο χωρίς θεσμούς∙ έναν κόσμο που τα σύνορα δείχνουν να έχουν διαλυθεί αφήνοντας ένα ατελείωτο τοπίο πάνω στο οποίο οι άνθρωποι ταξιδεύουν με τα πόδια ψάχνοντας για κοινότητες που δεν υπάρχουν πια. Δεν υπάρχουν πλέον κυβερνήσεις, σε εθνικό ή σε τοπικό επίπεδο…
Δεν υπάρχουν τηλέφωνα ή τηλεγραφεία, ταχυδρομεία και καμία επικοινωνία, εκτός απ’ όσα περνούν από στόμα σε στόμα… Δεν υπάρχουν τράπεζες, αλλά αυτό δεν είναι και μεγάλο δυστύχημα αφού το χρήμα δεν έχει πλέον καμία αξία.
Δεν υπάρχουν καταστήματα διότι κανείς δεν έχει τίποτα να πουλήσει… Τα αγαθά ανήκουν σ’ εκείνους που είναι αρκετά δυνατοί για να τα κρατήσουν και σ’ εκείνους που είναι πρόθυμοι να τα κρατήσουν με τη ζωή τους… Δεν υπάρχει αίσθηση για το τι είναι σωστό και τι είναι λάθος…».
Αυτά θα πάθουμε στον 21ο αιώνα, στην Ελλάδα, «αν δεν… κανόνες, μεταρρυθμίσεις κ.λπ., κ.λπ.». Αλλά, όπως καταλαβαίνετε, δεν είναι οικονομικά τα δεινά ή, τουλάχιστον, δεν είναι μόνον. Είναι πολιτικά. Ηταν πολιτικά.
Ο Αϊζάια Μπερλίν χαρακτήρισε τον 20ό αιώνα «τον πλέον φριχτό στη δυτική ιστορία». Ο Ερικ Χομπσμπάουμ τον ονόμασε «Εποχή των Ακρων», ένα είδος ιστορικού σάντουιτς: «μια “Χρυσή Εποχή” πλάι σε δύο, εξίσου μεγάλες περιόδους καταστροφών, αποσύνθεσης και κρίσης».
Ο Μαρκ Μαζάουερ έδωσε τον περιεκτικό τίτλο «Σκοτεινή ήπειρος» (Dark Continent) για την Ευρώπη: «έφερε νέα επίπεδα βίας στην ευρωπαϊκή ζωή και στρατιωτικοποίησε την κοινωνία… στέλνοντας εκατομμύρια ανθρώπους στον θάνατο με σύγχρονες μεθόδους και τεχνολογίες». Τραύματα του χθες…
Αν ο Α’ Παγκόσμιος άφησε πίσω του οκτώ εκατομμύρια νεκρούς, άφησε, επιπλέον, την εξοικείωση με τη βία, την αισθητικοποίησή της κατά των «κατώτερων» πληθυσμών. Ο κοινωνικός δαρβινισμός, τα ανιστορικά περί ανωτερότητας εντάχθηκαν σε ένα γενικότερο φαντασιακό-πολιτισμικό, που ευνόησε και ενίσχυσε την αίσθηση της παντοδυναμίας των Μεγ. Δυνάμεων στον Β’ Παγκόσμιο.
Τα φιλοπόλεμα-μιλιταριστικά καθεστώτα της Ιταλίας του Μουσολίνι, της Γερμανίας του Χίτλερ επέλεξαν την εκτροπή και τη βία πάνω σε έναν πληθυσμό νοούμενων δούλων – Εβραίων, Ρώσων, Σλάβων και λοιπών Βαλκανίων, υπανθρώπων και προγραμμένων…
Διαβάζω στο πρωτοσέλιδο του «Ελεύθερου Βήματος» του Δημητρίου Λαμπράκη της Κυριακής, 13 Νοεμβρίου 1938: «Συνεχίζεται η εξέγερσις κατά των Εβραίων εις την Γερμανίαν, μετά την δολοφονίαν του Ερνστ φον Ραθ. Επεβλήθη πρόστιμον 1.000.000.000 ράιχσμαρκ» (στους Εβραίους).
Από κάτω, φωτογραφία του δρος Γκέμπελς, του δολοφονηθέντος Φον Ραθ και, στο μέσον, του «Ισραηλίτη δολοφόνου Γκρίνσπαν» με χειροπέδες. Εξέγερση των Γερμανών, λοιπόν, η «Νύχτα των Κρυστάλλων» και των πογκρόμ του Νοέμβρη του 1938, επειδή ένας βασανισμένος, εκτοπισμένος και απελπισμένος δεκαεπτάχρονος Πολωνοεβραίος, ο Χέρσελ Γκρίνσπαν, σκότωσε στο Παρίσι τον πρώτο Γερμανό που βρέθηκε μπροστά του.
Η προπαγάνδα του Γκέμπελς λειτουργούσε κανονικά, μια και ο υφυπουργός Ασφαλείας Κ. Μανιαδάκης απαγόρευε «απολύτως δημοσίας συζητήσεις περί των εμπολέμων στην Ευρώπη». Ομως, η Ευρώπη γνώριζε. Ολοι ήξεραν. Αν μη τι άλλο, μετά τη «Νύχτα των Κρυστάλλων» πρόβα στο Ολοκαύτωμα, η Ευρώπη αντέδρασε με το Kindertransport (1938-40).
Εσωσε τουλάχιστον αρκετά παιδάκια. Σήμερα, η Ευρώπη ξέρει, αλλά αφήνει τα παιδάκια να πνίγονται∙ τα θέλει σε στρατόπεδα∙ τα μετρά, τα ξαναμετρά, υπολογίζει κονδύλια, τα δίνει στις ΜΚΟ και… γυρίζει πλευρό.
Γιατί οι πληγές τού σήμερα χαίνουν; Ισως γιατί η μνήμη έχει σκόνη και πολλά στρώματα μπογιάς∙ άλλα στεγνωμένα κι άλλα όχι. Και τα μαμούνια ροκανίζουν καρδιές, ένεκα της υπόθεσης ότι ο κόσμος αποκαταστάθηκε ενάρετος μετά την ήττα του φασισμού και ότι σώθηκε μεγαλοπρεπώς όταν ενώθηκαν οι Γερμανίες.
Είναι δύσκολο να το φανταστούμε αλλιώς. Τα σενάρια των «Τι έκανες στον πόλεμο μπαμπά» του Εντουαρντς, «Από πού πάνε στον πόλεμο» του Τζέρι Λούις, «Ερχονται οι Ρώσοι», το «Κατς 22», το «Μ.Α.S.H.» του Ολτμαν έδειξαν την κωμική πλευρά του πολέμου. Και μετά, ένα φτου-ξελευτερία πανούργα Ιστορία. Ενα άλμα στον επίπεδο κόσμο.
Ομως, ο κόσμος ξαναγυρίζει στις προηγούμενες μορφές του∙ Ελληνες, Αγγλοι, Ιταλοί, Γερμανοί, Γάλλοι, Πολωνοί, Ούγγροι κ.ά., άλλος τριάντα, σαράντα, άλλος εξηντάχρονος και βάλε, με βάρδιες σαν σε μεταπολεμική θητεία χαροκόπων, με μικροδουλίτσες και μεγαλομπίζνες, όλοι ροκανίζουμε χρόνο πάνω στη σχεδία «Ενωση», που βοά συλλογική διάλυση, τύφλωση και καχυποψία, μετρά ζημιές και οφέλη, δίχως ψυχή και σωφροσύνη.
Κι α σου μιλώ με παραμύθια και παραβολές / είναι γιατί τ’ ακούς γλυκότερα, κι η φρίκη / δεν κουβεντιάζεται γιατί είναι ζωντανή / γιατί είναι αμίλητη και προχωράει∙ / στάζει τη μέρα, στάζει στον ύπνο μνησιπήμων πόνος
(Τελευταίος σταθμός, Γ. Σεφέρης)
Συντάκτης: Θανάσης Βασιλείου
Πηγή: efsyn.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια: