Παραδοσιακά έχουμε συνδέσει το κράτος πρόνοιας και το κράτος δικαίου
με τις αρχές της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας και αυτό δεν αφορά μόνο
θέματα στενής πολιτικής πρακτικής αλλά και ευρύτερα φιλοσοφικής και
πολιτικής συγγένειας.
Η ιστορία της ψυχικής υγείας και συγκεκριμένα της ψυχιατρικής μεταρρύθμισης είναι στενά συνδεδεμένη με πολιτικές ιδεολογίες.
Δεν είναι τυχαίο ότι η ψυχιατρική του 70 ήταν συνδεδεμένη με την
έννοια του κοινωνικού ελέγχου και της βίαιας επιβολής της «θεραπείας»
από τον ειδήμονα-γιατρό, σε μια περίοδο μάλιστα όπου φαρμακευτικά οι
λύσεις ήταν φοβερά (και επικίνδυνα ίσως) περιορισμένες.
Οι χώροι των ασύλων είχαν ταυτιστεί με χώρους κοινωνικού αποκλεισμού
όπου γινόταν σαφής παραβίαση των ελευθεριών αλλά και της μοναδικότητας
του ατόμου.
Ο Basaglia, ως Δ/ντής στο Ψυχιατρικό Νοσοκομείο της Τεργέστης και
πρωτεργάτης στο κλείσιμο των ασύλων, όρισε ξανά την ψυχική υγεία μέσα
από συγκρούσεις σε κοινωνικό, ιδεολογικό αλλά και πολιτικό επίπεδο.
Μίλησε για την ψυχική ασθένεια ως «κοινωνικο-πολιτικό πρόβλημα» και
χρησιμοποίησε όρους πολιτικούς αλλά και φιλοσοφικούς για να ορίσει την
αντίθεση μεταξύ της ασυλικής ιδεολογίας και πρακτικής και της ψυχικής
υγείας στην κοινότητα καταφέρνοντας να δημιουργήσει ένα κίνημα για μια
«Δημοκρατική Ψυχιατρική» (Psichiatria Democratica) και τελικά να περάσει
το νόμο 180 το 1978 που άνοιξε το δρόμο για το κλείσιμο των ψυχιατρικών
ασύλων στην Ιταλία.
Δεν είναι τυχαίο το πότε ξεκίνησε στην Ελλάδα η Ψυχιατρική Μεταρρύθμιση. Έγινε σε μία περίοδο πολιτικών αλλαγών, στα «φόρτε» της Μεταπολίτευσης, σε μεγάλο βαθμό εξ αιτίας της πίεσης που ασκήθηκε από την Ευρωπαϊκή Ένωση με αφορμή την κατάφωρη παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στο ψυχιατρικό άσυλο της Λέρου.
Δεν είναι τυχαίο το πότε ξεκίνησε στην Ελλάδα η Ψυχιατρική Μεταρρύθμιση. Έγινε σε μία περίοδο πολιτικών αλλαγών, στα «φόρτε» της Μεταπολίτευσης, σε μεγάλο βαθμό εξ αιτίας της πίεσης που ασκήθηκε από την Ευρωπαϊκή Ένωση με αφορμή την κατάφωρη παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στο ψυχιατρικό άσυλο της Λέρου.
Και φτάνουμε στο σήμερα μέσα από πολιτικές ζυμώσεις, κοινωνική και
οικονομική κρίση και συντριπτικές αλλαγές και διαρκή περιορισμό του
όποιου «κοινωνικού κράτους» απομένει.
Η γενιά που μεγάλωσε τέλη του 80 δε γνώρισε την πολιτική με το πάθος των προηγούμενων.
Δε συνέδεσε τις ανθρωπιστικές αξίες και το κοινωνικό κράτος με το
σοσιαλισμό ή την αριστερά, ούτε την αγωνιστική διάθεση με πολιτικό
πρόσημο. Αυτό συνέβη και στην ψυχική υγεία.
Η «επαναστατική ματιά» μέσα από την αναθεώρηση της ψυχικής ασθένειας
είχε ήδη γίνει και μάλιστα επιτυχημένα σε ένα βαθμό, εγκαθιδρύοντας της
κοινωνική ψυχιατρική, τουλάχιστον σε παγκόσμιο επίπεδο, ως την κυρίαρχη
ψυχιατρική κουλτούρα.
Αυτό δε σημαίνει πως καταργήθηκαν τα άσυλα, ούτε πως άλλαξε ριζικά η κουλτούρα και το στίγμα απέναντι στην ψυχική ασθένεια.
Σημαίνει όμως ότι άνθρωποι που αγωνίζονταν από το περιθώριο του
πολιτικού λόγου, ανέλαβαν κεντρικές θέσεις, σε διεθνείς οργανισμούς, σε
πολιτικούς ρόλους και ευρύτερα στην κοινωνία διαμορφώνοντας μια
κουλτούρα «παγκόσμιας ψυχικής υγείας» που αν και ξεκίνησε από την
αριστερή ιδεολογία και την μεταπολεμική απέχθεια στην καταπίεση κάθε
είδους, πλέον αποκτά αυτόνομα χαρακτηριστικά.
Κι έτσι στο Πανεπιστήμιο της Ψυχολογίας μάθαμε για τον Althusser, τον
Κονδύλη και το Basaglia και στις περαιτέρω εκτός Ελλάδος σπουδές το πώς
στήνεις συστήματα δημόσιας ψυχικής υγείας με βάση την ηθική και την
τεκμηρίωση.
Διακρίναμε την ιδεολογία, το όραμα, τους στόχους στην ψυχική υγεία,
μάθαμε για μακροπρόθεσμους σχεδιασμούς και αρχίσαμε να καταλαβαίνουμε
την έννοια της αξιολόγησης και τους δείκτες διαδικασίας και έκβασης.
Μέσα σε όλη αυτήν την πιο «τεχνοκρατική» ματιά στα πράγματα η
ιδεολογία και τα κίνητρα για την ψυχιατρική μεταρρύθμιση δεν είναι πλέον
πολιτικά αλλά και δε χαρίζονται στα όποια κόμματα «αυτοδικαίως»
κρίνονται συνεχιστές ιδεολογίας ή φορείς αλλαγής.
Μπροστά μας
βρίσκεται μία μεταρρύθμιση που βρίσκεται μετέωρη τα τελευταία 30 χρόνια
και παρά τις όποιες προσπάθειες έχουν γίνει η λειτουργία που ο Καθ.
Στέλιος Στυλιανίδης ονομάζει «as if» (δήθεν) παραμένει βασικό στοιχείο
της Ελληνικής πραγματικότητας όπου «όλοι δήθεν υπερασπίζονται το δημόσιο
συμφέρον ενώ στην πράξη το αντιστρατεύονται».
Και όπως συνεχίζει ο καθηγητής «για να μειωθεί το χάσμα μεταξύ
αναγκών και απαντήσεων και να γίνει μεταρρύθμισης χρειάζονται πόροι,
συναίνεση, πολιτική βούληση, εκπαιδευμένο προσωπικό και ηθικά
κριτήρια».
Τα παραπάνω όταν συνδέονται με μια διαρκώς ρευστή πολιτική κατάσταση
όπου οι όποιοι πόροι καταναλώνονται συχνά σε κινήσεις με βραχυπρόθεσμα
αποτελέσματα και δεν κατανέμονται ορθολογικά και βάσει συγκεκριμένου
σχεδίου, μας οδηγούν εύλογα στο συμπέρασμα ότι η ψυχιατρική μεταρρύθμιση
και η ψυχική υγεία δεν αποτελούν προτεραιότητα στη δημόσια υγεία και
αυτό συμβαίνει με την ένοχη σιωπή του αριστερού πολιτικού χώρου.
Ιδιαίτερα, σε μία περίοδο όπου όσο μεγαλύτερη είναι η απουσία
φροντίδας και πρόληψης τόσο αυξάνεται το κόστος αντιμετώπισης των
προβλημάτων ψυχικής υγείας στη συνέχεια.
Κόστος που μετράται με οικονομικούς όρους, απώλειας παραγωγικότητας
αλλά και όρους ψυχικής οδύνης για το ίδιο το άτομο και την οικογένειά
του που φτάνει και στον περιορισμό θεμελιωδών ελευθεριών με απαράδεκτα
υψηλά τα ποσοστά των ακούσιων νοσηλειών στο δημόσιο σύστημα.
Στην παρούσα κατάσταση, υπάρχουν διαμορφωμένα ήδη από το 2011 η
αναθεώρηση του ΨΥΧΑΡΓΩΣ (Σ. Στυλιανίδης και Β. Μαυρέας) αλλά και το πιο
πρόσφατο Εθνικό Σχέδιο Δράσης για την Άνοια (Π. Σακκά) που περιλαμβάνουν
κοστολογημένες συνεκτικές δράσεις για την ενίσχυση της ψυχικής υγείας
με προγραμματισμό των δομών που χρειάζονται τόσο στον αστικό ιστό όσο
και στην Περιφέρεια και τις απομακρυσμένες περιοχές.
Ωστόσο παρά τις κατά καιρούς υπουργικές αποφάσεις, παρά τις
γνωμοδοτήσεις των Επιτροπών που συστήνονται για τα παραπάνω θέματα
παρατηρούμε μία διαρκή αναβλητικότητα στην επένδυση σε μακροπρόθεσμους
σχεδιασμούς με αποτέλεσμα το «κοινωνικό κράτος» και η «κοινωνική
αλληλεγγύη» να γίνεται σημαία μόνο όποτε και για όσο εξυπηρετούνται οι
πολιτικές σκοπιμότητες.
Δεν πηγαίνουμε μακριά για να το διαπιστώσουμε.
Στο λόγο του ακροδεξιού Norbert Hofer ο οποίος για ελάχιστους ψήφους
δεν εξελέγη πρόεδρος στην Αυστρία, κεντρικό επιχείρημα ήταν το
«κοινωνικό κράτος» για τα άτομα με αναπηρία, υποστήριξη του κοινωνικού
ιστού και δωρεάν φροντίδα για τους κατοίκους και όσους, χριστιανούς
μόνο, μετανάστες μπορεί να φιλοξενήσει η Αυστρία.
Η παραδοξότητα να σφετερίζεται ένα πολιτικό κόμμα ιδεολογίες και να
μιλά για κατ’ επιλογή «κοινωνική πρόνοια και αλληλεγγύη» δεν είναι
δυστυχώς η μόνη φορά που το βλέπουμε.
Το παρατηρούμε και στον επίκαιρο εκλογικό αγώνα στις ΗΠΑ όπου ο Trump
υποστηρίζει την έννοια της «κοινωνικής δικαιοσύνης», της «εθελοντικής
προσφοράς των πλουσίων αμερικανών» και την «εξυγίανση της κοινωνικής
ασφάλισης».
Παράλληλα όμως μιλά για το πως το «κράτος πρόνοιας» μειώνει το
κίνητρο για εργασία και το πώς ο κάθε ένας «φταίει που είναι φτωχός» και
είναι «άξιος της μοίρας του».
Άρα το «κοινωνικό κράτος» ταυτίζεται με τη διαφθορά και η εξυγίανσή
του σημαίνει στην πράξη απουσία κοινωνικής ευθύνης μετακίνηση της
ευθύνης αποκλειστικά στο άτομο και κατά συνέπεια αύξηση του χάσματος της
κοινωνικής και οικονομικής ανισότητας.
Με μία λέξη κατάλυση της ουσίας της «αλληλεγγύης».
Αντίστοιχα, το βλέπουμε και με τον Ερντογάν στη γειτονική Τουρκία
όπου στο όνομα της ελευθερίας αίρονται οι συνθήκες που προστατεύουν τα
ανθρώπινα δικαιώματα.
Θα πρέπει να βρούμε ξανά τις συνισταμένες μας. Και να ξεκινήσουμε από εδώ που ο καθένας είμαστε.
Από εμάς που έχουμε επιλέξει να «Μένουμε Ελλάδα».
Αυτές οι συνισταμένες δε γίνεται να εξαρτώνται από το πόσο αριστερό
είναι ένα κόμμα για να μας εγγυηθεί τη διασφάλιση της αλληλεγγύης, από
το πόσο φιλάνθρωπη μπορεί να γίνει η Εκκλησία για να μας εγγυηθεί την
ενίσχυση των φτωχών ή το πόσο «φιλελληνική» μπορεί να είναι η διεθνής
κοινότητα για να μας οδηγήσει σε αλλαγές.
Χρειαζόμαστε συνισταμένες που δε θα αναλαμβάνει κάποιος να τις
υποστηρίζει ως ο «μοναδικός θεματοφύλακας» αλλά να αποτελούν κριτήρια
μιας «πολιτικής αξιολόγησης».
Όπου οι μοναδικοί δείκτες χωρίς γκρίζες γραμμές είναι τα δικαιώματα
και πόσο αυτά μπορούμε να τα ασκούμε στο πλαίσιο μιας κοινωνίας.
Όταν ακόμα σε διεθνές επίπεδο ακούγονται επιχειρήματα για «εγκλήματα
τιμής» (βλέπε τη δολοφονία της Qandeel Baloch από τον αδελφό της), όταν
το ζήτημα της βίας και του τι είναι βία είναι ακόμα και σε εθνικό
επίπεδο υπό διαπραγμάτευση («κι εμείς φάγαμε ξύλο τι πάθαμε» ή «άντρας
είναι θα ρίξει και κάνα χαστούκι»), όταν ακόμα τα άτομα με αναπηρία
είναι κλεισμένα σπίτι τους όχι από επιλογή αλλά από έλλειψη υποδομών για
να μπορούν να ζουν ως πολίτες αυτής της κοινωνίας, τότε μπορούμε να
καταλάβουμε ότι ακόμα έχουμε πολύ δρόμο για μία κατεύθυνση όπως την
ορίζει ο Habermas.
Με μία πρόταση: η αναγνώριση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων με νομική και
ηθική έννοια είναι μονόδρομος για την αλληλεγγύη με ενιαίο πρόσημο και
παγκόσμια εμβέλεια.
Συντάκτης: Μιχάλης Λάβδας - Ψυχολόγος MSc., ΓΓ ΔΣ ΕΠΑΨΥ
Πηγή: efsyn.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου