Η κρίση θα μπορούσε να είναι ένας επαρκής λόγος για την επιδείνωση της φτώχειας στη χώρα μας.
Από μόνη της όμως δεν φτάνει για να δικαιολογήσει τη χρόνια αστοχία
και αναποτελεσματικότητα του κράτους στη διαχείρισή της, αποκαλύπτοντας
έτσι τη χαμηλή ποιότητα διακυβέρνησης σε αυτόν τον τομέα.
Οσο για τις συνέπειες; Αλυσιδωτές, καθώς οι λάθος
επιλογές έχουν οδηγήσει την οικογένεια -που παραδοσιακά κάλυπτε τα κενά
του ανεπαρκούς κράτους πρόνοιας- στα όριά της, με αποτέλεσμα να έχει
αυξηθεί η παιδική φτώχεια, γεγονός που με τη σειρά του τροφοδοτεί τη
μετανάστευση των νέων, υπονομεύοντας το μέλλον στο διηνεκές.
Ωστόσο, η χώρα δεν διεκδικεί διαχρονικά μόνο τον τίτλο της
πρωταθλήτριας στη χείριστη αντιμετώπιση της φτώχειας πανευρωπαϊκά, παρά
τις σημαντικές δαπάνες σ' αυτόν τον τομέα.
Η κατάσταση χειροτερεύει καθιστώντας επιτακτική την εξεύρεση μιας
κατάλληλης πολιτικής διακυβέρνησης, καθώς πλέον φτάνει να αφορά σχεδόν
το μισό του πληθυσμού, για την ακρίβεια το 48%, όταν υπολογίζεται με
βάση το εισοδηματικό όριο για το κατώφλι της φτώχειας που ίσχυε το 2008:
έκτοτε, καθώς τα εισοδήματα μειώθηκαν δραστικά, μειώθηκε και το όριο
της φτώχειας με αποτέλεσμα τεχνικά να μην εμφανίζεται αυτό το δραματικό
ποσοστό, αντίθετα να φαίνεται οριακή μείωση της φτώχειας από 22,1% το
2014 στο 21,4% το 2015.
Τα παραπάνω είναι μερικά από τα βασικά συμπεράσματα της μελέτης «Αστική φτώχεια και πολυεπίπεδη διακυβέρνηση στην Ελλάδα τρέχουσα κατάσταση, τάσεις και προοπτικές», που παρουσίασε πρόσφατα σε διεθνές συνέδριο ο διευθυντής ερευνών του Εθνικού Κέντρου Κοινωνικών Ερευνών Διονύσης Μπαλούρδος.
Οσο για την ακόμη μία αρνητική πρωτιά που διαπιστώνει ο ερευνητής για
την Ελλάδα, είναι πως κατέχει το μεγαλύτερο ποσοστό νέων κάτω των 18
ετών που βρίσκονται αντιμέτωποι με το φάσμα της φτώχειας και αφορά
περισσότερους από έναν στους τέσσερις ανηλίκους, καθώς το ποσοστό φτάνει
το 26,6%.
«Αλίμονο στους νέους»
Την έκταση του προβλήματος που παίρνει τρομακτικές διαστάσεις
αποκαλύπτει πάλι ο υπολογισμός με βάση το όριο της φτώχειας που ίσχυε το
2008: σύμφωνα με αυτόν, η φτώχεια απειλεί την πλειονότητα των νέων αφού το ποσοστό φτάνει το 55,1%.
Αν κάποιος προσθέσει στη φτώχεια και την ανεργία στους νέους 15-19
ετών, που αγγίζει σχεδόν τους έξι στους δέκα (59%) και τους μισούς
ακριβώς στις ηλικίες 15-39 ετών (50%), ίσως γίνονται κατανοητοί οι λόγοι
που εξωθούν τον νεανικό πληθυσμό της Ελλάδας να αναζητήσει ευκαιρίες
απασχόλησης σε άλλη χώρα, και μάλιστα σε μεγαλύτερο ποσοστό απ' ό,τι οι
νέοι στις άλλες ευρωπαϊκές χώρες.
Συγκεκριμένα, στις ηλικίες 15-35 ετών τα Ελληνόπουλα σε ποσοστό 37%
επιθυμούν να φύγουν για μακροπρόθεσμη εργασία στην Ε.Ε., όταν ενδεικτικά
στην Ισπανία την ίδια τάση εκδηλώνει το 32% των νέων ενώ ο ευρωπαϊκός
μέσος όρος των νέων που επιθυμούν να φύγουν από τη χώρα καταγωγής τους
για εργασία σε άλλη χώρα δεν ξεπερνά το 25%.
Κάπως έτσι ερμηνεύεται η τάση των νέων που τελούν «υπό διωγμόν» στην πατρίδα τους.
Απαισιοδοξία που αποτυπώνουν και τα στοιχεία της Τραπέζης της Ελλάδος στο τελευταίο Οικονομικό Δελτίο της:
σύμφωνα με αυτά, οι νέοι ηλικίας 25-39 ετών ήταν περισσότεροι από τους
μισούς (51,5%) ανάμεσα στο σχεδόν μισό εκατομμύριο, ή για την ακρίβεια
τους 427.000, μόνιμους κατοίκους Ελλάδας που έφυγαν μετανάστες την
εξαετία της κρίσης 2008-2013.
Πρόκειται για περισσότερους από 223.000 νέους με υψηλή μόρφωση, όπως αναφέρει η σχετική έκθεση («Φυγή ανθρώπινου κεφαλαίου: σύγχρονη τάση μετανάστευσης των Ελλήνων στα χρόνια της κρίσης»).
Και τα κακά νέα δεν εξαντλούνται στα παραπάνω.
Εξετάζοντας τα στοιχεία της Ελληνικής αλλά και της Ευρωπαϊκής
Στατιστικής Υπηρεσίας ο ερευνητής δεν περιγράφει απλώς την εξέλιξη της
φτώχειας την περίοδο της κρίσης, αλλά διαπιστώνει ότι εμφανίζονται νέες
ομάδες που έρχονται αντιμέτωπες με τον κίνδυνο της φτώχειας όπως είναι,
εκτός από τα παιδιά και τους νέους, οι κάτοικοι των αστικών περιοχών και
οι εργαζόμενοι φτωχοί (μερικώς απασχολούμενοι), ομάδες που έρχονται να
προστεθούν στα ευάλωτα στρώματα των παραδοσιακών ομάδων υψηλού κινδύνου
φτώχειας που αποτελούν οι μετανάστες, οι άνεργοι, τα άτομα χαμηλής
εκπαίδευσης, οι πολυμελείς οικογένειες και οι κάτοικοι αγροτικών
περιοχών.
Ποιοι βρίσκονται αντιμέτωποι με τον κίνδυνο της φτώχειας;
Το 47,5% των μεταναστών, το 44,7% των ανέργων, το 36% των
εργαζομένων, εκτός των υπαλλήλων σε οικογενειακές επιχειρήσεις που
βασίζονται στην αυτοαπασχόληση, το 35% όσων έχουν χαμηλό μορφωτικό
επίπεδο, το 32,2% των μονογονεϊκών οικογενειών με εξαρτώμενα παιδιά, το
30,1% των νέων 16-24 χρόνων, το 29,6% των ζευγαριών με τρία ή
περισσότερα παιδιά, το 28,2% των μερικώς απασχολούμενων, το 27% όσων
ζουν σε αγροτικές περιοχές, το 26,8% των ενοικιαστών, 26,6% των ανηλίκων
κάτω των 18, το 19,2% των απασχολουμένων και το 13,7% των ατόμων άνω
των 65 ετών.
Το παράδοξο; Η παιδική και νεανική φτώχεια στη χώρα
μας είναι περίπου διπλάσια συγκρινόμενη με τη φτώχεια των ηλικιωμένων,
όπως παρατηρεί ο διευθυντής ερευνών του ΕΚΚΕ.
Οσο για την εξέλιξη της φτώχειας στην Ελλάδα;
Μεταξύ των ετών 1995-2009 εμφανίζει τάση μείωσης από το 22% στο 20%,
κάτι που υποδηλώνει την ευμάρεια που επικρατούσε εκείνο το διάστημα.
Μεταξύ 2009 και 2012, παρατηρείται αύξηση στη φτώχεια που σκαρφαλώνει
στο 22%, τη διαδέχεται η στασιμότητα στο 23% μεταξύ του 2012-13 ενώ
εμφανίζει τάση μείωσης μετά το 2013.
Και μπορεί με βάση την εξέλιξή της η φτώχεια να φαίνεται ίση το 1995
και το 2013, ωστόσο αυτό δεν είναι συγκρίσιμο, όπως επισημαίνει ο
ερευνητής στην «Εφ.Συν.», καθώς οι συνθήκες διαβίωσης εξαιτίας της
κρίσης χειροτέρεψαν ενώ οι μειώσεις στα εισοδήματα μείωσαν και το
κατώφλι της φτώχειας ώστε η φτώχεια τεχνικά να εμφανίζεται μειούμενη,
ενώ αν το όριο παρέμενε σταθερό στο 2008, τότε θα γινόταν φανερό ότι
αγγίζει σχεδόν τον μισό πληθυσμό, 48% για την ακρίβεια, γεγονός που
δημιουργεί ασφυκτικές πιέσεις κυρίως στην οικογένεια που παραδοσιακά
επωμίζεται τα βάρη του ανώριμου κράτους πρόνοιας και φαίνεται να «έχει
γονατίσει από την κρίση φτάνοντας στα όριά της».
Γι' αυτό και, σύμφωνα με τον κ. Μπαλούρδο:
«Στη χώρα μας δεν μπορούμε να αντιμετωπίσουμε τη φτώχεια χωρίς να
εστιάζουμε στην οικογένεια, καθώς οι ανήλικοι κάτω των 18 έχουν
λιγότερη προστασία από τους ηλικιωμένους σε ποσοστό 26,6% έναντι 13,7%,
ενώ το είδος νοικοκυριού που επηρεάζει περισσότερο η φτώχεια στην Ελλάδα
είναι οι μονογονεϊκές οικογένειες καθώς η μία στις τρεις οικογένειες
αυτού του τύπου (32%) είναι αντιμέτωπη με τον κίνδυνο της φτώχειας ενώ
ακολουθείται από μεγάλες οικογένειες με παιδιά (29,6%).
»Το γεγονός ότι η Ελλάδα είναι πρωταθλήτρια στη φτώχεια των νέων
και ότι επιπλέον οι νέοι έχουν δυσκολίες να εισέλθουν στην επίσημη αγορά
εργασίας, καθώς η ανεργία τους βρίσκεται σε τρομακτικά επίπεδα, τους
αναγκάζει όταν δεν μεταναστεύουν να μένουν με τους γονείς τους με
αποτέλεσμα η οικογένεια να ζορίζεται πολύ αυτήν την περίοδο».
Ωστόσο, για να αποκαλυφθεί και η κρατική ανεπάρκεια, ο διευθυντής ερευνών του ΕΚΚΕ διερευνά ακόμη μία παράμετρο:
την ποιότητα στην παροχή βοήθειας, δηλαδή τον βαθμό με τον οποίο
μειώνεται η φτώχεια μετά τις κοινωνικές παροχές, κάτι που φανερώνει και
την αποτελεσματικότητα του κράτους πρόνοιας.
Τυπικό παράδειγμα του υπανάπτυκτου νοτιοευρωπαϊκού μοντέλου κράτους
πρόνοιας η χώρα μας, αφήνει στην οικογένεια τις ευθύνες του, καθώς η
κρατική κοινωνική προστασία επικεντρώνεται στις μεταβιβάσεις χρημάτων
και μακροχρόνιων ευεργετημάτων, όπως οι συντάξεις, και χρησιμοποιεί με
φειδώ τη στόχευση.
Είναι χαρακτηριστικό ότι στα πιο γενναιόδωρα και αποτελεσματικά
συστήματα το ποσοστό φτώχειας μπορεί να μειωθεί ακόμη και περισσότερο
από το μισό μετά τις κοινωνικές μεταβιβάσεις ή στις λιγότερο
αποτελεσματικές χώρες το ποσοστό μπορεί να μειωθεί μόλις κατά το ένα
πέμπτο.
Φανερή παραφωνία η Ελλάδα, στην οποία δεν φαίνεται να λειτουργεί ούτε
η κοινωνική πρόνοια, καθώς μετά την αρωγή η φτώχεια μειώνεται μόλις
κατά τέσσερις ποσοστιαίες μονάδες από το 26% στο 22%, κάτι που βρίσκεται
χαμηλότερα και από το μισό του ευρωπαϊκού μέσου όρου, στον οποίο η
μείωση της φτώχειας μετά τις κοινωνικές παροχές είναι εννιά ποσοστιαίες
μονάδες από 26% στο 17%.
«Γίνεται φανερό αφενός ότι υπάρχει μεγάλη πίεση στις κοινωνικές
υπηρεσίες λόγω της κρίσης και αφετέρου ότι δεν λειτουργεί αποτελεσματικά
το σύστημα προστασίας. Οπως έχουν παρατηρήσει συνάδελφοι που έχουν
ασχοληθεί με το θέμα, μπορεί να ήταν σωστή η απόφαση να μεταφερθεί η
αρμοδιότητα στην Τοπική Αυτοδιοίκηση καθώς βρίσκεται πιο κοντά στον
πολίτη και τους ανθρώπους που αντιμετωπίζουν προβλήματα, ωστόσο είναι
αμφίβολο κατά πόσον αποδίδει αφού δεν συνοδεύτηκε από αντίστοιχη
μεταφορά πόρων ώστε να είναι και αποτελεσματική η παρέμβαση, ενώ
συζητήσιμο είναι κατά πόσον υπήρξε προετοιμασία για να σηκώσει αυτό το
βάρος. Επιπλέον, αυτή η μεταφορά χρειάζεται πρόσθετα μέτρα και στόχευση
κυρίως στις ευάλωτες οικογένειες καθώς η οικογένεια μπορεί να αποτελέσει
δίχτυ προστασίας απέναντι στη διακινδύνευση από τη φτώχεια, σχεδιασμός
που δεν φαίνεται να έχει γίνει», μας λέει ο ερευνητής.
Λόγος ο οποίος φέρνει την Ελλάδα σε δυσχερή θέση σε ό,τι αφορά την
ποιότητα της διακυβέρνησης, σύμφωνα με τους δείκτες που συσχετίζουν τις
επιδόσεις του δημόσιου τομέα στη μείωση της φτώχειας.
Κοινωνικές δαπάνες
Και τα πράγματα γίνονται ακόμη χειρότερα για τη χώρα μας όταν ο
δείκτης διακυβέρνησης συσχετίζεται με τις κοινωνικές δαπάνες ως ποσοστό
του ΑΕΠ για τη μείωση της φτώχειας.
Σε αυτή την κατηγοριοποίηση η Ελλάδα παίρνει ακόμη χειρότερη
βαθμολογία καθώς βρίσκεται μαζί με την Ιταλία εκτός ευρωπαϊκού πλαισίου:
«Ενώ έχουν σχετικά υψηλές δαπάνες σε κοινωνικές παρεμβάσεις ως
ποσοστό του ΑΕΠ, παρά ταύτα η ποιότητα της διακυβέρνησης φαίνεται
εξαιρετικά αρνητική καθώς οι δαπάνες που γίνονται δεν είναι
αποτελεσματικές, δείχνοντας ότι το μοντέλο στο οποίο βασίστηκαν οι
κοινωνικές υπηρεσίες στην Ελλάδα είναι ανεπαρκές, καθώς το μεγαλύτερο
μέρος της κοινωνικής πολιτικής φαίνεται να αφορά συντάξεις αφήνοντας
ελάχιστους πόρους για την αντιμετώπιση προβλημάτων όπως είναι η φτώχεια» παρατηρεί ο συνομιλητής μας.
Συνοψίζοντας λοιπόν επισημαίνει ότι:
«Η ανάγκη για καλή διακυβέρνηση και
ποιοτική αντιμετώπιση αυτών των ζητημάτων είναι ένα ζωτικό θέμα,
σημαντικό ρόλο μπορεί να διαδραματίσει ο τομέας της κοινωνίας των
πολιτών καθώς υπάρχουν τα καλά παραδείγματα, ενώ αναδεικνύεται λόγω της
κρίσης ένα πρόβλημα με δύο όψεις: ένα ανεπαρκές κράτος
πρόνοιας και η κατάρρευση των άτυπων δικτύων υποστήριξης, όπως είναι η
οικογένεια, που συνεισέφερε σημαντικά καλύπτοντας τις κρατικές
ανεπάρκειες».
Συντάκτης: Ιωάννα Σωτήρχου
Πηγή: efsyn.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου