Στα τελειώματά του βρίσκεται, απ’ ό,τι φαίνεται, ο νεοφιλελευθερισμός
αφού ακόμη και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο -το ινστιτούτο που για
περίπου 40 χρόνια προώθησε περισσότερο από οποιονδήποτε άλλο την ατζέντα
των πολιτικών του στον πλανήτη- «ανακαλύπτει» σήμερα τα ψεγάδια του.
Με κοινό τους άρθρο («Newliberalism: Oversold») που δημοσιεύτηκε την
περασμένη Πέμπτη στο περιοδικό του ΔΝΤ «Finance & Development»,
τρεις επιφανείς οικονομολόγοι του ΔΝΤ (Jonathan D. Ostry, Prakash
Loungani, Davide Furceri) γκρέμισαν επί της ουσίας δύο από τους βασικούς
πυλώνες του νεοφιλελεύθερου οικονομικού υποδείγματος: την ελεύθερη
διακίνηση κεφαλαίων και τις πολιτικές δημοσιονομικής εξυγίανσης - δηλαδή
της λιτότητας και των ιδιωτικοποιήσεων.
Οι τρεις οικονομολόγοι -μέλη όλοι τους του τμήματος έρευνας του
Ταμείου- υποστηρίζουν στο άρθρο τους ότι σε μια σειρά από χώρες η
νεοφιλελεύθερη ατζέντα (του μικρότερου κράτους, των δημοσιονομικών
πλεονασμάτων, της αποδόμησης των κοινωνικών πολιτικών, των μαζικών
ιδιωτικοποιήσεων, του ανοίγματος των αγορών) τα κατάφερε.
Πρόσφερε, όπως γράφουν, ανάπτυξη στις αναδυόμενες οικονομίες, έσωσε
από τη φτώχεια εκατομμύρια ανθρώπων, βελτίωσε κάποιες δημόσιες
υπηρεσίες.
Αστάθεια
Σημειώνουν όμως από την άλλη πλευρά ότι κάποιες από τις πτυχές του νεοφιλελευθερισμού δεν απέδωσαν αυτά που αναμενόταν.
Σε όρους οικονομικής ανάπτυξης έτσι, η ελεύθερη διακίνηση των
κεφαλαίων πρόσφερε οφέλη μόνο όταν οι ροές τους εκδηλώθηκαν υπό τη μορφή
της άμεσης ξένης επένδυσης.
Αντίθετα άλλες ροές κεφαλαίων, όπως οι επενδύσεις χαρτοφυλακίου, οι
τραπεζικές ροές, οι κερδοσκοπικές ροές χρέους, όχι μόνο δεν τόνωσαν την
οικονομική ανάπτυξη, αλλά αντίθετα αρκετές φορές κατέστρεψαν περισσότερο
πλούτο από αυτόν που δημιούργησαν, τροφοδότησαν φούσκες οι οποίες
οδήγησαν σε οικονομική αστάθεια και συχνές κρίσεις.
Από το 1980 έως το 2014 σημειώθηκαν 165 επεισόδια μεγάλων εισροών
κεφαλαίων σε 53 αναδυόμενες οικονομίες. Το 20% αυτών των επεισοδίων
κατέληξε σε οικονομικές κρίσεις, ενώ αρκετές από αυτές τις κρίσεις
συσχετίστηκαν με μεγάλη οικονομική συρρίκνωση και υφέσεις.
Οι τρεις οικονομολόγοι σημειώνουν ακόμη ότι η απελευθέρωση των
κεφαλαιακών ροών φέρνει και αναδιανεμητικό αποτέλεσμα αυξάνοντας την
οικονομική ανισότητα και τη φτώχεια.
Υπερασπίζονται μάλιστα το αντίθετο, δηλαδή τους ελέγχους στις ροές
των κεφαλαίων, που αποτελούν μια βιώσιμη και αρκετές φορές μοναδική
επιλογή όταν η πηγή ενός μη διατηρήσιμου πιστωτικού μπουμ είναι ο άμεσος
δανεισμός από το εξωτερικό.
Στο στόχαστρό τους βάζουν όμως και μια άλλη πτυχή της νεοφιλελεύθερης
ατζέντας: τη συρρίκνωση του κράτους μέσω των ιδιωτικοποιήσεων, της
μείωσης των δημόσιων δαπανών και της υιοθέτησης ορίων στα δημοσιονομικά
ελλείμματα και το δημόσιο χρέος.
Οι τρεις οικονομολόγοι υπερασπίζονται την άποψη ότι η δημοσιονομική
εξυγίανση είναι αναγκαία για μια χώρα που κινδυνεύει να χάσει την
πρόσβασή της στις αγορές.
Σημειώνουν όμως ότι το υψηλό χρέος δεν αποτελεί φραγμό στην
οικονομική ανάπτυξη. Η μείωση του χρέους από το 120% στο 100% του ΑΕΠ
φέρνει ελάχιστα οφέλη, τονίζουν χαρακτηριστικά.
Συνιστούν, από την άλλη πλευρά, προσοχή αφού το κόστος της
δημοσιονομικής εξυγίανσης και της λιτότητας μπορεί να είναι πολύ μεγάλο -
πολύ μεγαλύτερο απ’ ό,τι το όφελος που προσδοκάται.
«Οποιαδήποτε πολιτική λιτότητας», λένε, «θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη της το αναπόφευκτο κόστος που είναι πολύ υψηλό».
Οι τρεις οικονομολόγοι αμφισβητούν μάλιστα την άποψη -που μεταξύ
άλλων υπερασπίζεται και ο Σόιμπλε- ότι η δημοσιονομική εξυγίανση μπορεί
να οδηγήσει σε ισχυρότερη οικονομική ανάπτυξη.
«Στην πράξη, ύστερα από επεισόδια δημοσιονομικής εξυγίανσης ακολούθησαν υφέσεις και όχι ανάπτυξη»,
υπογραμμίζουν συμπληρώνοντας ότι «κατά μέσο όρο η εφαρμογή πολιτικής
δημοσιονομικής εξυγίανσης (λιτότητας) της τάξης του 1% του ΑΕΠ αυξάνει
κατά μέσο όρο τη μακροπρόθεσμη ανεργία κατά 0,6% και τον δείκτη
οικονομικής ανισότητας Gini κατά 1,5% στα επόμενα πέντε χρόνια».
Ετσι, και καθώς η απελευθέρωση της κίνησης των κεφαλαίων και η
λιτότητα σχετίζονται με την αύξηση της ανισότητας και η τελευταία
οδηγεί, όπως έχει αποδειχθεί, στη μείωση της οικονομικής ανάπτυξης,
ανατρέπεται ο στόχος της νεοφιλελεύθερης ατζέντας.
Με απλά λόγια αυτά που υπόσχεται η νεοφιλελεύθερη ατζέντα δεν πρόκειται να τα εκπληρώσει.
Γι’ αυτό και οι τρεις προτείνουν στις κυβερνήσεις αναδιανεμητικές πολιτικές.
Συντάκτης: Μπάμπης Μιχάλης
Πηγή: efsyn.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου