Με κυρίαρχη τη ρύθμιση με την οποία πλέον οι συντάξεις λόγω θανάτου
στον δημόσιο τομέα θα δίδονται στον επιζώντα σύζυγο για τρία μόνο
χρόνια, ανεξαρτήτως ηλικίας, αλλάζουν όλα στην κοινωνική ασφάλιση σε
αυτή τη συγκεκριμένη κατηγορία συντάξεων.
Σύμφωνα λοιπόν με όσα προβλέπονται σε περίπτωση θανάτου συνταξιούχου ή
ασφαλισμένου του Δημοσίου, ο οποίος έχει πραγματοποιήσει τον χρόνο
ασφάλισης που απαιτείται για τη συνταξιοδότηση λόγω γήρατος ή αναπηρίας,
δικαιούνται σύνταξη:
Ο επιζών σύζυγος, εφόσον έχει συμπληρώσει το 55ο έτος της ηλικίας του κατά τον χρόνο θανάτου του συνταξιούχου ή ασφαλισμένου.
Εφόσον έχει συμπληρώσει το 52ο έτος της ηλικίας του κατά τον ως άνω
χρόνο, δικαιούται σύνταξη για διάστημα 3 ετών, μετά την πάροδο των
οποίων η καταβολή σύνταξης αναστέλλεται μέχρι τη συμπλήρωση του 67ου
έτους της ηλικίας του.
Εφόσον δεν έχει συμπληρώσει το 52ο έτος της ηλικίας του κατά τον ως άνω χρόνο, δικαιούται σύνταξη για διάστημα 3 ετών.
Η εξαίρεση που καθιερώνεται σ’ αυτόν τον κανόνα αφορά την περίπτωση
που ο επιζών σύζυγος έχει τέκνο ή τέκνα ή είναι ανίκανος για την άσκηση
βιοποριστικού επαγγέλματος κατά ποσοστό 67% και άνω.
Διαζευγμένοι
Εδώ μπορεί να ενταχθεί και η περίπτωση του διαζευγμένου επιζώντος
συζύγου ο οποίος, πέρα από τις παραπάνω προϋποθέσεις, θα πρέπει
επιπρόσθετα:
α) Κατά τη στιγμή του θανάτου του, ο επιζών
διαζευγμένος σύζυγος να ελάμβανε διατροφή που είχε καθοριστεί είτε με
δικαστική απόφαση είτε με μεταξύ τους σύμβαση.
β) Να είχαν συμπληρωθεί 10 έτη έγγαμου βίου μέχρι τη λύση του γάμου με αμετάκλητη δικαστική απόφαση.
γ) Το διαζύγιο να μην οφείλεται σε ισχυρό κλονισμό
της εγγάμου συμβιώσεως με την υπαιτιότητα να βαραίνει τον επιζώντα
διαζευγμένο σύζυγο.
δ) Το μέσο μηνιαίο ατομικό φορολογητέο εισόδημά του
να μην υπερβαίνει το διπλάσιο του ποσού του επιδόματος Κοινωνικής
Αλληλεγγύης Ανασφαλίστων Υπερηλίκων που καταβάλλεται από τον ΟΓΑ.
ε) Να μην έχει τελεστεί άλλος γάμος ή σύμφωνο συμβίωσης.
Τα νόμιμα τέκνα, τα νομιμοποιηθέντα, τα αναγνωρισθέντα, τα υιοθετηθέντα και όσα εξομοιώνονται με αυτά, με την προϋπόθεση ότι:
α) είναι άγαμα και δεν έχουν συμπληρώσει το 18ο έτος
της ηλικίας τους. Το όριο αυτό παρατείνεται μέχρι το 24ο έτος, εφόσον
φοιτούν σε ανώτερες ή ανώτατες αναγνωρισμένες σχολές του εσωτερικού ή
του εξωτερικού ή σε Ινστιτούτα Επαγγελματικής Κατάρτισης ή Κέντρα
Επαγγελματικής Κατάρτισης, ή
β) κατά τον χρόνο του θανάτου του ασφαλισμένου ή
συνταξιούχου είναι ανίκανα για κάθε βιοποριστική εργασία, εφόσον η
ανικανότητά τους επήλθε πριν από τη συμπλήρωση του 24ου έτους της
ηλικίας τους. Στην περίπτωση αυτή η σύνταξη εξακολουθεί να καταβάλλεται
και μετά τη συμπλήρωση του 24ου έτους της ηλικίας.
Ωστόσο αυτές δεν είναι οι μόνες προϋποθέσεις, καθότι ο νόμος θέτει
και άλλα φίλτρα προκειμένου να μην καταβάλλονται οι συντάξεις θανάτου
στον επιζώντα σύζυγο.
Ετσι ο επιζών σύζυγος δεν δικαιούται σύνταξη αν ο θάνατος του
συνταξιούχου ή ασφαλισμένου συζύγου επήλθε πριν από την πάροδο 5 ετών
από την τέλεση του γάμου, εκτός αν:
α) Ο θάνατος οφείλεται σε εργατικό ατύχημα ή ατύχημα εκτός εργασίας (επαγγελματική ασθένεια) ή ανθρωποκτονία.
β) Κατά τη διάρκεια του γάμου γεννήθηκε ή με τον γάμο νομιμοποιήθηκε, αναγνωρίσθηκε ή υιοθετήθηκε τέκνο.
γ) Η χήρα κατά τον χρόνο του θανάτου τελεί σε κατάσταση εγκυμοσύνης, η οποία δεν διεκόπη και γεννήθηκε ζωντανό τέκνο.
δ) Συντρέχει η περίπτωση ανασυστάσεως προϋπάρξαντος
γάμου, αρκεί οι τελεσθέντες γάμοι, δηλαδή ο αρχικός και ο εξ
ανασυστάσεως, κατά τη διάρκεια του οποίου απεβίωσε ο σύζυγος, να έχουν
διαρκέσει τουλάχιστον 5 χρόνια συνολικά, και ο εξ ανασυστάσεως να
διήρκεσε τουλάχιστον 6 μήνες.
Το ποσό της σύνταξης υπολογίζεται επί του ποσού της σύνταξης που
ελάμβανε ο θανών συνταξιούχος λόγω γήρατος ή αναπηρίας ή θα εδικαιούτο ο
θανών κατά τον χρόνο του θανάτου του αν κατά τον χρόνο του θανάτου του
καθίστατο ανάπηρος κατά ποσοστό 80%, και επιμερίζεται στον επιζώντα
σύζυγο σε ποσοστό 50% της σύνταξης.
Για τον διαζευγμένο αντίστοιχα εφόσον ο γάμος είχε διαρκέσει 10 έτη
έως τη λύση του, το ποσό σύνταξης που δικαιούται ο χήρος επιζών σύζυγος
επιμερίζεται κατά 75% στον χήρο και 25% στον διαζευγμένο.
Για κάθε έτος εγγάμου βίου πέραν του δεκάτου (10ου) και μέχρι το
τριακοστό πέμπτο (35ο) έτος διάρκειας του γάμου, το ποσοστό σύνταξης που
δικαιούται ο χήρος μειώνεται κατά 1% στον χήρο και αυξάνεται αντίστοιχα
κατά 1% στον διαζευγμένο.
Προκειμένου περί έγγαμου βίου, που διήρκεσε πλέον των τριάντα πέντε
(35) ετών έως τη λύση του κατά τα ανωτέρω, το ποσό σύνταξης που
δικαιούται ο χήρος επιμερίζεται κατά 50% στον χήρο και 50% στον
διαζευγμένο.
Για κάθε παιδί ποσοστό 25% της σύνταξης. Αν πρόκειται για παιδί
ορφανό και από τους δύο γονείς, το παραπάνω ποσοστό διπλασιάζεται, εκτός
αν το ορφανό παιδί δικαιούται σύνταξη και από τους δύο γονείς, οπότε το
ποσοστό της δικαιούμενης σύνταξης δεν διπλασιάζεται.
Πάντως το συνολικό ποσό της σύνταξης λόγω θανάτου του επιζώντος
συζύγου και των τέκνων σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να υπερβαίνει το
ποσό της σύνταξης του θανόντος.
Συντάκτης: Τζώρτζης Ρούσσος
Πηγή: efsyn.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου