Δεν έχει περάσει πολύ καιρός που ο Γ. Κατρούγκαλος, σε μια δύσκολη
για τον ίδιο δημόσια περίσταση, ισχυρίστηκε πως κι αυτός, στο κάτω κάτω,
κομμουνιστής είναι, έστω κι αν εξαναγκάζεται να κάνει τα όσα κάνει.
Τα χάχανα που ακούστηκαν από το κοινό δεν θα έπρεπε να θεωρηθούν
επιχείρημα εναντίον της πραγματολογικής αξίας της δήλωσής του – κάλλιστα
θα μπορούσε να είναι στημένα, υποβολιμαία και «ανέντιμα».
Βέβαια, η ασφαλιστική πολιτική του, την οποία το ρεπορτάζ της
«Εφ.Συν.» ονομάζει σφαγή των «μικρών ανθρώπων», δύσκολα θυμίζει
κομμουνισμό. Αλλά, είπαμε, είναι ο εξαναγκασμός, μαζί με την ηθική της
ευθύνης, σε αντίθεση με την αριστερίστικη ηθική της πεποίθησης, που
εξηγεί την απόκλιση.
Ακόμη κι αν η απόκλιση μας φαίνεται τερατώδης, θα μπορούσε η εντύπωση
που αποκομίζουμε να είναι περισσότερο αποτέλεσμα της δικής μας έλλειψης
δυνατοτήτων πρόσληψης του «βάθους» των πραγμάτων παρά κάποιου… θέματος
που προκύπτει με την ασκούμενη πολιτική.
Θα μπορούσε, δηλαδή, η εντύπωσή μας να οφείλεται, απλώς, στη δική μας
έλλειψη διαλεκτικής φαντασίας, την οποία εξάλλου είναι πολύ δύσκολο να
διαθέτει κανείς.
Σήμερα, ωστόσο, τείνω να πιστέψω πως ο υπουργός μάλλον δεν είναι
κομμουνιστής. Και ο λόγος είναι κάτι στη «μεταρρύθμιση», που είναι
δημοσιονομικά αμελητέο και, ταυτόχρονα, πολύ ευεπίφορο σε λαϊκιστικές
(sic) αναγνώσεις: η εξαίρεση της πολιτικής ελίτ ακόμη και από τα
στοιχειώδη, για τα δικά της οικονομικά δεδομένα, «βάρη της προσαρμογής».
Το πράγμα επισημάνθηκε ήδη πολλαπλά, συζητήθηκε, λοιδορήθηκε. Με μια
γενική ματιά, όμως, η οποία, κατά τη γνώμη μου, αστοχεί ως προς το
ουσιώδες. Η παρέμβαση του υπουργού υπέρ βουλευτών, νομαρχών, δημάρχων
κ.λπ. θεωρήθηκε και κρίθηκε περισσότερο ως έκφραση συντεχνιακής
αλληλεγγύης. Μπορεί να υπάρχει κι αυτό, αλλά δεν είναι αυτό το
σημαντικό.
Στην πραγματικότητα, αυτή η ρύθμιση συνιστά κάτι το αδιανόητο από την
οπτική γωνία της Αριστεράς. Της πιο μετριοπαθούς που μπορεί κάποιος να
φανταστεί, όχι της ριζοσπαστικής. Γιατί προσβάλλει τον σκληρό πυρήνα
της, την προσήλωσή της στην ισότητα.
Οποια, λοιπόν, κι αν είναι η άμεση τύχη της, θα είναι εδώ για να
συνδηλώνει διαρκώς την αμέλεια, την αδιαφορία, τη συνέργεια, τη
συνέχεια, εντέλει, των κυβερνώντων, των νυν και των τέως. Στην
πραγματικότητα, δεν είναι παρά ελάχιστος δείκτης μιας ολικής αδιαφορίας
απέναντι σε όσα είναι κρίσιμα και ζωτικά για την κοινωνική πλειοψηφία.
Η πλήρης απόδειξη βρίσκεται σε όσα θα μπορούσε εύκολα να κάνει η
κυβέρνηση –κανείς «θεσμός» δεν θα έβαζε θέμα– και δεν τα κάνει. Ποιος
εμποδίζει την πλήρη κατάργηση όλων των προνομίων του πολιτικού
προσωπικού, προνομίων που το ορίζουν ακριβώς ως αστικό, ανεξάρτητα από
την «ιδεολογία» του;
Ή, ακόμη σημαντικότερο, ποιος εμποδίζει τη διαμόρφωση οροφής για τις
αμοιβές στο Δημόσιο –και για τους υπουργούς και βουλευτές, προφανώς– ας
πούμε στις 2.500 ευρώ; Ποιος την εμποδίζει να μειώσει τις στρατιωτικές
δαπάνες τέσσερις φορές περισσότερο από ό,τι ορίζει η «συμφωνία με τους
δανειστές» και να πάψει να τις αντιμετωπίζει ως τη μόνη περικοπή που δεν
γίνεται;
Αυτά –και χίλια τέτοια ακόμη– περισσότερο και από το 3ο και το 4ο Μνημόνιο είναι που κρίνουν τη φύση αυτής της κυβέρνησης.
Που δεν είναι κομμουνιστική! Πράγμα όχι τόσο αυτονόητο, όσο φαίνεται
σήμερα, στο μέτρο που ο ΣΥΡΙΖΑ –πριν καταλήξει αυτό που είναι τώρα–
γεννήθηκε, δυνάμωσε και εκτοξεύτηκε ως φορέας της κομμουνιστικής
πολιτικής οικογένειας, με μια αυτοαντίληψη που τον τοποθετούσε στο
αριστερότερο ιδεολογικά σημείο του πολιτικού φάσματος.
Είναι γι’ αυτό, άλλωστε, που όσα έγιναν κι όσα διαμείβονται αποκτούν
στρατηγικό χαρακτήρα. Η έκπτωση που βιώνουμε δεν αφορά την κυβέρνηση
Τσίπρα, αλλά τη δυνατότητα να γίνουν τα πράγματα αλλιώς. Να γελάσει κι ο
φτωχός, να πληρώσουν οι πλούσιοι κ.λπ.
Πρόκειται για το «αν γίνεται» ή όχι ο κομμουνισμός. Οχι ως «όραμα»
που αφορά τον μέλλοντα αιώνα και τους ειδικά με αυτόν ασχολούμενους
εσχατολόγους ή όσους η δουλειά τους είναι να ενδιαφέρονται γι’ αυτούς
που βλέπουν οράματα, αλλά ως «το πραγματικό κίνημα, που καταργεί τη
σημερινή κατάσταση πραγμάτων», για να θυμηθούμε τον Μαρξ.
Που σημαίνει πως το «αν γίνεται» ή όχι κρίνεται από το αν γίνεται η
επαναφορά των συλλογικών διαπραγματεύσεων, αν γίνεται ένας αξιοπρεπής
κατώτατος μισθός, αν γίνεται το αναδιανεμητικό πλαφόν στα εισοδήματα, αν
γίνεται η κατάργηση των προνομίων, αν γίνεται μια άμεση αναβάθμιση του
συλλογικού στη διαχείριση της ζωής μας. Ολα αυτά όπου η παρουσία της
κυβέρνησης βοηθάει να «αποδεικνύεται» το «δεν γίνεται».
Ε, λοιπόν, είναι τόσο μεγάλη και τόσο προφανής η καταστροφή αυτή, που κραυγάζει.
Σε μια περίοδο όπου ο καπιταλισμός φανερώνει το σύνολο των
εγκληματικών «μειονεκτημάτων» του, από το οικονομικό χάος μέχρι τη
διατροφική κρίση, την αδυναμία στοιχειώδους αντιμετώπισης της κλιματικής
αλλαγής, της ενεργειακής υποβάθμισης και μιας πολεμικής διακινδύνευσης
με πλανητικές διαστάσεις, το ερώτημα «αν γίνεται» αποκτά υπαρξιακό
χαρακτήρα για την ανθρωπότητα.
Ας σταματήσουμε να ενισχύουμε την πλευρά τού «δεν γίνεται». Ας
εμποδίσουμε την παρουσίαση μιας πολιτικής διαχείρισης του
νεοφιλελεύθερου τερατουργήματος ως αναγκαστικού συμβιβασμού, ως
ρεαλιστικής στάσης. Είναι όρος επιβίωσης.
Συντάκτης: Χρήστος Λάσκος - οικονομολόγος-εκπαιδευτικός
Πηγή: efsyn.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου