Το 1986, οι αρχαιολόγοι βρήκαν στην ανατολική
νεκρόπολη της αρχαίας Πέλλας, δίπλα στο χέρι ενός νεκρού, του Μάκρονα,
ένα μολύβδινο ρολό, με μια κατάρα. Η κατάρα ήταν ένα μήνυμα που έστελνε,
μέσω του Μάκρονα, στους δαίμονες του Άδη, η Φίλα, για να δέσουν με
μάγια τον Διονυσοφώντα, ώστε να μην έχει μάτια παρά μόνο για εκείνη.
«Μονάχα εγώ να γεράσω στο πλευρό του Διονυσοφώντα, καμιά άλλη»,
γράφει η Φίλα. «Σας ικετεύω προσφιλείς δαίμονες δείξτε οίκτο στη Φίλα
γιατί με έχουν εγκαταλείψει όλα τα αγαπημένα μου πρόσωπα και είμαι
έρημη... η κακιά Θετίμα κακά να χαθεί... κι εγώ να βρω ευδαιμονία και
μακαριότητα».
Τυφλωμένη από ζήλια, απελπισία και κτητικότητα, ζητά από τους
δαίμονες του θανάτου να της χαρίσουν ζωή. Και δεμένη χειροπόδαρα μέσα το
εγώ της, κάνει μια επιλογή θανάτου.
Ακροβατεί ανάμεσα στη ζωή και το θάνατο, όμως με τον έρωτα αυτό συμβαίνει.
«Γιατ' είναι δυνατή σαν θάνατος η αγάπη, σκληρό καθώς ο άδης το πάθος
το αγαπητικό. Οι φλόγες της φλόγες φωτιάς, άγριο αστροπελέκι. Πλήθος
νερά να σβήσουν την αγάπη δεν μπορούν κι ούτε μπορούν ποτάμια να την
πνίξουν. Αν κάποιος του σπιτιού του όλα τα πλούτη έδινε για ν' αγοράσει
αγάπη, άλλο από καταφρόνια δε θα κέρδιζε».
Αυτός είναι ο ορισμός της απόλυτης αγάπης στο «Άσμα Ασμάτων», ενός
από τα 49 βιβλία της Παλαιάς Διαθήκης. «Το ποιο όμορφο από τα τραγούδια
του βασιλιά».
Πρωταγωνιστές, μια βοσκοπούλα, η Σουλαμίτισσα, ο νεαρός βοσκός που
αγαπά και ένας βασιλιάς, ο Σολομών, που προσπαθεί με τρυφερά λόγια να
την κερδίσει. Στους στίχους του έργου, οι δυο νέοι αναζητούν παθιασμένα ο
ένας τον άλλον σε βουνά και κάμπους, ενώ οι γυναίκες της Ιερουσαλήμ
προτρέπουν τη βοσκοπούλα να δεχθεί τις προτάσεις του βασιλιά. Τελικά, ο
Σολομών υποχωρεί μπροστά στη δύναμη του έρωτα και επιτρέπει ευγενικά την
ένωσή τους.
Φαίνεται πως οι ραβίνοι, που μάζεψαν τα αποσπάσματα αυτά από τα
χωράφια και τα καπηλειά της αρχαίας Ιουδαίας, και μετά από πολλούς
καυγάδες αποφάσισαν να τα εντάξουν στα ιερά βιβλία, ήσαν φιλάνθρωποι.
Ερμήνευσαν τους στίχους σαν αλληγορία του έρωτα ανάμεσα στους
ανθρώπους και στο Θεό. Το ίδιο έκαναν αργότερα και οι χριστιανοί
εκκλησιαστικοί συγγραφείς. Στους στίχους του έργου βέβαια, δεν
αναφέρεται το όνομα του Θεού. Αν όμως οι φλόγες του έρωτα είναι ο Θεός,
τότε τον συναντάμε σε κάθε στίχο, σε κάθε λέξη, σε κάθε γράμμα, σε κάθε
αναστεναγμό.
Όμως ένας εκτός ορίων και κανόνων έρωτας όπως αυτός, θα μπορούσε να
δημιουργεί υπερβολικές φιλοδοξίες στους ανθρώπους και τους αντίστοιχους
κινδύνους.
Έτσι, κλεισμένος μέσα στο «ιερό», ο έρωτας αποκλείστηκε για αιώνες
από το γάμο. Οι άνθρωποι ένωναν τις ζωές τους, για τον οποιοδήποτε άλλο
λόγο, εκτός από αυτόν.
Στην ελληνιστική λογοτεχνία το σταθερό μοτίβο είναι δυο ερωτευμένοι
νέοι, οι οποίοι υποχρεώνονται να ζήσουν πλήθος περιπετειών για να
μπορέσουν να είναι μαζί. Οι περιπέτειες που προηγούνται καθιστούν το
γάμο σταθερό και αδιατάρακτο. Στα «Κατά Λευκίππην καί Κλειτοφώντα», οι
πρωταγωνιστές σταθεροποιούν τον γάμο τους μετά από αλλεπάλληλους
χωρισμούς, ενώ όλοι δίνουν μεγάλη σημασία στην «εγκράτεια». Στα
«Αιθιοπικά» του Ηλιόδωρου, η Χαρίκλεια και ο Θεαγένης ζουν φοβερές
περιπέτειες, εξαιτίας των παθών που κινητοποιεί η Χαρίκλεια, η οποία ως
ιέρεια της Αρτέμιδος διατηρεί την αγνότητά της μέχρι τον γάμο.
«Φτάνουν πια οι πειρατείες, η σκλαβιά, τα δικαστήρια, οι απόπειρες
αυτοκτονίας, ο πόλεμος, οι μάχες, οι αλώσεις. Τώρα έχουμε δίκαιους
έρωτες και νόμιμους γάμους», αναφωνεί χαρούμενος, στο τελευταίο κεφάλαιο
του βιβλίου του, ο συγγραφέας Χαρίτων, καθώς ο Χαιρέας και η Καλλιρρόη
έχουν ξεπεράσει πια τις δυσκολίες που προκάλεσε στο γάμο τους ο δαίμων
της βασκανίας, υποκινούμενος από κάποιον αντεραστή.
Στον «Ρωμαίο και την Ιουλιέτα», δυο νέοι άνθρωποι φθάνουν στον θάνατο
για να υπερασπιστούν τον έρωτά τους, που εμποδίζεται από την παλιά
έχθρα των οικογενειών τους.
Ένας άνδρας και μια γυναίκα πεθαίνουν, γιατί δε μπορούν να είναι
μαζί. «Καλύτερα να χάσω τη ζωή μου από το μίσος τους, παρά ν?
αργοπεθαίνω χωρίς τη δικιά σου αγάπη» λέει ο Ρωμαίος, στη δεύτερη
πράξη.
Ο Σαίξπηρ βγάζει τον «απόλυτο έρωτα» από το ιερό που ήταν κλεισμένος και τον κάνει έρωτα ενός ανθρώπου προς κάποιον άλλο.
Από τότε, οι άνθρωποι του δυτικού κόσμου, μαθαίνουν πως πρέπει να
μένουν ενωμένοι μόνο αν βρίσκονται στη δίνη του πάθους. Η λογοτεχνία μάς
μαθαίνει πώς να φλεγόμαστε, αλλά χωρίς οδηγίες χρήσεως.
Ο σκοπός δεν είναι η «ένωση», αλλά η αναζήτηση της μεγάλης
συγκίνησης. Δεν αγαπώ εσένα, αλλά εκείνο που ζω ή νομίζω πως ζω μαζί σου
και αν έκανα λάθος, εσύ φταις.
Μην μπορώντας να χειριστούμε το πάθος, προσπαθούμε να αποφύγουμε τις
συνέπειες. Ένας έρωτας ατομικός, βουλιμικός, που οδηγεί ο ίδιος στην
απώλειά του. Κάποτε η φλόγα σβήνει.
«Η "ΒΛΑΒΗ" έρχεται αναπάντεχα», γράφει ο Χρήστος Γιανναράς στο «Σχόλιο στο Άσμα Ασμάτων».
«Γλυστράει αδιόρατα μέσα στη ζωή, σαν το φίδι στα φυλλώματα του παραδείσου...
Κάποια ασήμαντη αστοχία τού Άλλου, κάποια παράλειψη, μια ανεπάρκεια
στη συμπεριφορά, μια υστερόβουλη κίνηση, μια ελλειπτική ανταπόκριση στη
δική μου δίψα... Στην πρώτη αίσθηση της ρήξης, ο έρωτας γίνεται μια
απελπισμένη επιθετικότητα. Κάποια ελάχιστη τρυφεράδα από μένα, ένα χάδι
και πάλι, ένας λόγος γλυκός, θα μπορούσε να τον αναστήσει. Μα εγώ στο
πρόσωπό του βλέπω μόνο το δικό μου κενό, και τα μόνα λόγια της καρδιάς
είναι το παράπονό μου: Εμένα ποιος με ρωτάει, ποιος μετράει τη δική μου
ανάγκη και οδύνη;... Αρχίζω να μετράω, να λογαριάζω. Και οι λογαριασμοί
με βγάζουν πάντα αδικημένο... Ακόμα κι αν ο Άλλος αποτραβηχτεί σιωπηλός
στη θλίψη του, αφήσει εκθέτες τις πληγές του, δεν έχω μάτια να δω, δεν
μπορώ να πονέσω για την οδύνη του, εξακολουθώ να μετράω μόνο τη δική
μου. Δεν έχει δίκιο να είναι θλιμμένος, μόνο εγώ έχω αυτό το δίκιο».
Μέσα σε μια στιγμή, ο πρίγκιπας γίνεται ένας τιποτένιος, η
Σταχτοπούτα μια μέγαιρα. Η οργή μας κατακλύζει και θα μας επιτρέψει να
συνεχίσουμε μια ηρωική αλλά δαιμονική πορεία προς την επόμενη φλόγα, τη
μεθεπόμενη.
«Γιατί δεν υπήρξε ποτέ ιστορία πιο θλιβερή από αυτήν της Ιουλιέτας
και του Ρωμαίου της» λέει ο πρίγκιπας της Βερόνας στο τέλος του έργου.
«Αγαπώ τόσο, ώστε μπορώ να δώσω και τη ζωή μου για εκείνον που αγαπώ».
«Τόσο πολύ αγάπησε ο Θεός τον κόσμο, ώστε παρέδωσε σε θάνατο το
μονάκριβο γιο του», (Ιω γ' 13-17) είναι η έκφραση της θείας αγάπης στο
χριστιανισμό.
«Με συναπάντησαν οι φύλακες που τριγυρνάνε μες στην πόλη· Με
χτύπησαν, με πλήγωσαν, μου βγάλανε το πέπλο μου εκείνοι που στα τείχη
είναι φρουροί... ...αν τον καλό μου βρείτε, να του πείτε ότι πεθαίνω απ'
της αγάπης την πληγή».
(Άσμα Ασμάτων)
Σήμερα, «δεν υπάρχουν πια οι ιππότες οι παλιοί ούτε οι λαμπρές τους
πανοπλίες», όπως γράφει ο Ρόναλντ Λαινγκ. Με την πρώτη ματιά μπορούμε να
οδηγηθούμε στο κρεβάτι και από εκεί στη συμβίωση, χωρίς κανένα εμπόδιο.
Δεν χρειάζεται να πεθάνουμε για κάποιον, όμως δεν ξέρουμε τον τρόπο να
ζήσουμε μαζί του. Ίσως ήρθε λοιπόν η ώρα να αφήσουμε τους μεσαιωνικούς
μύθους, να θάψουν τους ωραίους νεκρούς τους και να ξαναβρούμε δρόμους
πιο πνευματικούς.
«Δεν μπορούμε να ερωτευτούμε άνδρες ή γυναίκες στο ύψος των
προσδοκιών μας, επειδή οι προσδοκίες μας είναι μη ρεαλιστικές. Ο μεγάλος
έρωτας είναι μια αφηρημένη έννοια. Δεν έχει νόημα να πιστεύουμε
σ' αυτήν, όσο αξιοθαύμαστη κι αν είναι, καλύτερα να πιστεύουμε στους
ανθρώπους, τους ευάλωτους και ατελείς ανθρώπους» γράφει ο Πασκάλ
Μπρικνέρ.
Το ίδιο ευάλωτη νοιώθει και η Σουλαμίτισσα, στο «Άσμα Ασμάτων», όταν
πλησιάζει το σπίτι του νυμφίου της. Η αναζήτηση της πήρε χρόνο και ο
ήλιος την έχει κάψει. Στην αρχαία Ιουδαία, οι μαυρισμένες δεν θεωρούνται
«όμορφες». Φοβάται.
«Μαυριδερή είμαι κι' όμως είμαι όμορφη κοπέλες της Ιερουσαλήμ...
...Μην το πολυπροσέχετε αν είμαι μαυρισμένη, του ήλιου η λαύρα
μ' άρπαξε. Της μάνας μου οι γιοί σκληρά μου φέρθηκαν. Μ? έβαλαν να φιλάω
τ' αμπέλια μα το δικό μου αμπέλι δεν το φύλαξα».
Ο νυμφίος είναι ακόμη μακριά. Βρίσκει όμως τον τρόπο να την ακούσει και να της δείξει πώς, για να τον φθάσει.
«Ετούτο αν δεν το ξέρεις, εσύ μες στις γυναίκες η ομορφότερη, βγες κι
ακολούθησε του κοπαδιού τ' αχνάρια και βόσκησε τα γίδια σου κοντά στις
στάνες των βοσκών».
Η εμπιστοσύνη οδηγεί τη Σουλαμίτισσα στην ένωση. Νοιώθει πλούσια, επειδή ο αγαπημένος της μπορεί πια να αναπαυτεί σε αυτήν.
«Θήκη με σμύρνα είναι για με ο αγαπημένος μου, που ανάμεσα στα δυο μου στήθη ξαποσταίνει».
Μπορώ να σε πλησιάσω; Ίσως. Αν σ' αγαπώ με τα δικά σου μάτια, αν
νοιώθω τον πόνο σου με τη δική μου καρδιά. Όσο μπορώ βέβαια, γιατί
αιώνιο στα ανθρώπινα δεν υπάρχει.
Κυριάκος Θεοδωρακάκος - δημοσιογράφος
Πηγή: «Ιδέες και Απόψεις» ΑΠΕ-ΜΠΕ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου