Mόνο για να σωρευτούν πάνω στο βουνό προσχηματικής, αλλά όχι για αυτό το λόγο ακίνδυνης φλυαρίας, συνεχίζονται επί μακρόν, σε λάθος βάση, τα αντεπιχειρήματα περί μαντίλας, Το παραδεχόμαστε εξάλλου, η παραγωγή λόγου είναι η βαριά βιομηχανία του τόπου.
Η άψυχη ρητορική μας, περικλείει στον όρο δικαίωμα, την ούτως ή άλλως ακούσια υποταγή σε μια παράδοση, την άβουλη συμμετοχή στον κοινωνικό αυτοματισμό συλλογικοτήτων, με ιστορικά διακριτικά, που η σημασία τους είναι βιωματικά ληγμένη, στον αγώνα του συγχρονισμένου ανθρώπου και για επιβίωση και για νόημα της ζωής, αλλά πολιτικά και θεσμικά ενεργή και σαν παρελθόν στοιχειωμένη.
Αλλά φυσικά, αυτή η φλυαρία δεν είναι σκέτο νάχουμε να λέμε. Πίσω από αυτές τις πλουσιοπάροχες παροχές δικαιωμάτων που κάνουμε και απόδοση σεβασμού σε ιδιαιτεροτήτες, που μόνο προσωπικές επιλογές δεν είναι, αλλά συνιστούν τα τείχη της ιστορικής ταυτότητας, που υφίσταται ως μυητική διαδικασία, για όσους ποτέ δεν θα τα υπερβούν και γίνονται, ακριβώς, «Η πόλις» που αμετάκλητα θα τους δεσμεύσει σε ένα όριο σκέψης και επιλογών, συνεχίζεται ό ίδιος αγώνας αλληλοεκτοπισμού ομοειδών, ο αγώνας πότε για κυριαρχία και πότε για εξεύρεση ζωτικού χώρου. Σε αυτό το προτσές, καμιά παροχή δικαιώματος που κάνουμε στον άλλον δεν είναι ούτε αθώα, ούτε ανιδιοτελής. ¨Οσοι κατά βάθος θέλουν να δοκιμάσουν το υπό αίρεσιν δικό τους δικαίωμα ζωής, μέσα σε αυτές τις εντοιχισμένες ελευθερίες, κάνουν την προβολή τους σε μειοψηφίες που οι παραδόσεις τους έχουν το ιστορικό υπόβαθρο του ανταγωνισμού με αυτό που οι κυρίαρχοι αυτού του κράτους επιλέγουν κάθε φορά σαν κυρίαρχη ταυτότητα. Με αυτή την αναπόδραστη δυναμική, δεν είναι παράξενο όταν η εξουσία περνά σε «αριστερά» χέρια και αποδομείται ραγδαία μια παραδοσιακή ταυτότητα που είχε επιβληθεί κατά κράτος, να αντιδρούν όχι μόνο οι εντελώς αναμενόμενοι που είτε βιο-ποτίστηκαν, είτε τζόγαραν με αυτήν την ταυτότητα, αλλά και όσοι απ΄ έξω για διάφορους λόγους αντιλαμβάνονται ότι δεν θα καταφέρουν να αφομοιωθούν στην νέα «αριστερή» τάξη πραγμάτων.
Κανείς δεν μας ρώτησε ποτέ τι θα θέλαμε να είμαστε, σε ποιoύς κι αν θα θέλαμε να ανήκουμε, παρά σφραγιζόμαστε εν τη αφίξει, έμβια προϊόντα με ονομασία προέλευσης. Κι όταν πια ενήλικοι, έχουμε πράγματι την επιλογή , την ασκούμε όχι για να αφεθούμε στο απόλυτο κενό της συνειδητοποίησης της δικιάς μας χειραγώγησης αλλά για να φροντίσουμε κατά το αίσθημα της δικιάς μας υπεροχής ή μειονεξίας τον καθορισμό του… “Άλλου”.
Μέσα λοιπόν σε αυτά τα πλαίσια κεκτημένου μιμητισμού, κάποιοι αυτοθεωρούμενοι προοδευτικοί τσουβαλιάζουν ανθρώπους αυτής της χώρας που όπως κι εκείνοι εξάλλου επένδυσαν το ψυχικό τους απόθεμα σε παραδεδομένες και όχι επιλεγμένες από τους ίδιους αξίες. Κάποιοι προοδευτικοί που κόπτονται για τις μαντίλες, αλλά λοιδορούν το να κρεμάσει μια ελληνική σημαία κάποιος στο σπίτι του, κάποιος που δεν έχει αποδομήσει κριτικά την παραδοσιακή του ταυτότητα, και που στον αξιακό του χώρο είναι απολύτως συνυφασμένα ο αγώνας που έγινε για την ύπαρξη αυτού του κράτους, κάποιος που επενδύει ακόμα και με επίγνωση των πραγματικών γεωπολιτικών δεδομένων στην αυτονομία του, και που αντιλαμβάνεται και τη διεκδίκηση της ατομικής του ελευθερίας μέσα σε αυτό το παραδοσιακό πλαίσιο, όπως ένας θρησκευόμενος που ανήκει σε θρησκευτική μειοψηφία θεμιτά διεκδικεί την ισόνομη επιβίωσή του, σε μια πολιτισμένη κοινωνία, χωρίς όμως η διεκδίκηση του να παραποιεί τα ιστορικά δεδομένα της κοινωνίας που θέλει να συνυπάρχει..
Σηκώνει -και κάποιοι ήδη το ασκούν με επιτυχία- μπόλικη κοινωνιολογική και ψυχαναλυτική προσέγγιση, το γιατί κάποιοι, αυτοθεωρούμενοι προοδευτικοί, υπερασπίζονται μαχητικά το ένα υποκατάστατο δικαιώματος και απορρίπτουν μετά βδελυγμίας το άλλο.
Και σίγουρα, οι εξηγήσεις δεν θα εξαντλούνται στο προφανές και στο ψυχόρμητο, στο τεκμηριωμένο μίσος για την πατρίδα, αυτών που αντιλαμβάνονται την συνέχεια της υποδούλωσης τους στην ταξική ιεραρχία, να συμβαίνει αναλλοίωτη μέσα σε εθνικά πλαίσια, τον εξουσιαστικό περίγυρο, την αισχρά διαιωνιζόμενη σχέση εκκλησίας – κράτους, όπως και στο Ισλάμ – αλλά στο Ισλάμ ακόμα χειρότερα-, και ότι άλλο τους κάνει να αποδίδουν στον “Άλλον” μια μεταφυσική διάσταση δίκιου, που αρνούνται στον Οικείο, συγχέοντας συνειδητά ή μη, τη θέση με την ουσία του άλλου.
Έτσι, το «απελευθερωτικό» τους έργο αγκυλώνεται στη νεότερη παραγωγή προκαταλήψεων, στις νεότερες επιλογές, στην εξεύρεση των αποδιοπομπαίων τράγων, θα λέγαμε, προσωπικής τους επιλογής, αν δεν αναγνωρίζαμε εξίσου και σε αυτούς το δικαίωμα να χειραγωγούνται.
Και επιστρέφουμε στη γενικευτική, αλλά θεμελιακή, κρίση: Tίποτα το ανθρώπινο δεν μας είναι ξένο. Oύτε το να αλλάζει ο Μανωλιός, ρούχα και μαντήλια.
ΙΣΑΑΚ ΣΟΥΣΗΣ
Πηγή: imerodromos.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου