Η συζήτηση για τον απεγκλωβισμό της δημόσιας διοίκησης από τις κομματικές εξαρτήσεις είναι επίκαιρη όσο και διαχρονική.
Για πρώτη φορά το 1911 κατοχυρώνεται συνταγματικά η μονιμότητα των
δημοσίων υπαλλήλων, με στόχο την ανεξαρτησία τους από τους τότε
κομματικούς ανταγωνισμούς. Αποτέλεσε το ισχυρό αντίβαρο στην κομματική
ασυδοσία που επικρατούσε εκείνη την εποχή σχετικά με τους διορισμούς και
τις απολύσεις στο Δημόσιο.
Κάθε αλλαγή κυβέρνησης σήμαινε μαζικές απολύσεις κρατικών λειτουργών, παρότι αποτελούσαν τότε το πλέον προσοντούχο προσωπικό.
Υπό το Μνημόνιο
Στο πρόσφατο παρελθόν διαπιστώνεται η ιστορική επανάληψη. Το 2013 οι
απολύσεις 15.000 δημοσίων υπαλλήλων αποτέλεσαν κυβερνητική δέσμευση
απέναντι στους δανειστές. Το 2014, διά μέσου της «συνταγματικής»
πρακτικής της κατάργησης οργανικών θέσεων, με τους δημοσίους υπαλλήλους
στη συνέχεια να εντάσσονται στο απαράδεκτο καθεστώς της διαθεσιμότητας, η
«πλατεία Κλαυθμώνος» αναβίωσε.
Μια σειρά περαιτέρω νομοθετικών πρωτοβουλιών, όπως η προσχηματική
αξιολόγηση με αυθαίρετες ποσοστώσεις και οι απευθείας αναθέσεις
καθηκόντων προϊσταμένων με υπουργικές αποφάσεις, επιχείρησαν να
διαμορφώσουν ένα καθεστώς πειθήνιων, υπό τον φόβο της απόλυσης,
εργαζομένων (και άρα καθόλου αποτελεσματικών λόγω της εργασιακής τους
ανασφάλειας) και ένα κομματικό «ρεσάλτο» στις θέσεις ευθύνης.
Οι συνταγματικά κατοχυρωμένες μόνιμες σχέσεις εργασίας στο Δημόσιο
απειλήθηκαν ευθέως και η συζήτηση για τη συνταγματική άρση της
μονιμότητας (η οποία στην πράξη είχε προ πολλού αρθεί) άνοιξε με μια
ταυτόχρονη προσπάθεια καλλιέργειας «κοινωνικού αυτοματισμού» εις βάρος
των υπαλλήλων.
Αν και θα έπρεπε να έχει κλείσει οριστικά αυτή η συζήτηση,
διατηρείται από υποτιθέμενους μεταρρυθμιστές. Προσφάτως, σε εκδήλωση του
Ποταμιού, προτάθηκε η άρση της μονιμότητας και η απόλυση όσων κρίνονται
«ανεπαρκείς». Κλήθηκαν δε τα κόμματα της «φιλοευρωπαϊκής»
αντιπολίτευσης (Ν.Δ.-ΠΑΣΟΚ) να τοποθετηθούν επί του ζητήματος.
Γραμμή άμυνας
Ουσιαστικά, λοιπόν, η άρση της μονιμότητας των δημοσίων υπαλλήλων συνεπάγεται, εκτός από την πλήρη ελαστικοποίηση της εργασίας, την κατάργηση της στοιχειώδους και εντελώς απαραίτητης γραμμής άμυνας απέναντι στα κομματικά δίκτυα.
«Ο λόγος για τον οποίο έχει θεσπιστεί η μονιμότητα των δημοσίων υπαλλήλων είναι περισσότερο επίκαιρος από ποτέ στην Ελλάδα», σχολιάζει στην «Εφ.Συν.» ο ερευνητής εργασιακών σχέσεων, επιστημονικός συνεργάτης του ΙΝΕ/ΓΣΕΕ και τέως ειδικός γραμματέας του Σώματος Επιθεωρητών Εργασίας (ΣΕΠΕ), Απ. Καψάλης.
«Ακόμα και τώρα που μιλάμε, δεν έχει καθαρίσει ο δημόσιος τομέας, και θα αργήσει ακόμη να καθαρίσει, από τις λογικές των κομματικών και πολιτικών πιέσεων. Μολονότι η εικόνα που έχω σχηματίσει είναι άριστη και από το επίπεδο των γνώσεων και από την αυταπάρνηση που δείχνουν οι δημόσιοι υπάλληλοι στο υπουργείο Εργασίας που γνωρίζω καλά, και ειδικότερα στο ΣΕΠΕ και άλλους μηχανισμούς ελέγχου της αγοράς εργασίας, δεν έχουν εξαλειφθεί φαινόμενα κομματικών παρεμβάσεων και πολιτικών αυλών μέσα στα υπουργεία. Αυτό διαπίστωσα στους 5-6 μήνες που ήμουν εκεί», περιγράφει.
Το μέγα πρόβλημα
Η κομματική χειραγώγηση ιεραρχούνταν, έως σήμερα, ως το κορυφαίο πρόβλημα του ελληνικού Δημοσίου.
Εχουν ενδιαφέρον τα στοιχεία που αναφέρθηκαν προσφάτως στη Βουλή και παραθέτει στην «Εφ.Συν.» ο εμπειρογνώμονας δημόσιας διοίκησης και πρόεδρος του Διοικητικού Επιμελητηρίου Ελλάδος, Κ. Παπαδημητρίου:
«Κατά την περίοδο 1981-2014, ο κανόνας ήταν πως σε διάστημα πέντε μηνών κατά μέσο όρο, μια νέα κυβέρνηση (άλλου κόμματος είτε ΠΑΣΟΚ είτε Ν.Δ.) καταργούσε τις θητείες και όριζε τους προϊσταμένους της δικής της επιλογής (π.χ. ο νόμος 2190/94 μετά τις εκλογές του Σεπτεμβρίου 1993 που κέρδισε το ΠΑΣΟΚ και ο νόμος 3260/04 του Αυγούστου μετά τις εκλογές του Μαρτίου 2004 που είχε κερδίσει η Ν.Δ.).
»Οταν λοιπόν το κομματικό σύστημα είναι τόσο ισχυρό, είναι δυνατόν να συζητιέται σοβαρά η ιδέα της παρέμβασης στον μόνο θεσμό-εγγύηση που διασφαλίζει μια συνέχεια στη δημόσια υπηρεσία, δηλαδή τη μονιμότητα;», ρωτά δηκτικά.
Οι μόνιμες σχέσεις εργασίας στο Δημόσιο είναι αναμφισβήτητα η απαραίτητη προϋπόθεση για την εγγύηση της ανεξαρτησίας του. «Είναι η αφετηρία, για να μπορείς να χτίσεις έναν ανεξάρτητο και αναβαθμισμένο ποιοτικά και λειτουργικά δημόσιο τομέα», συμπληρώνει ο κ. Καψάλης.
Ωστόσο, η μονιμότητα και ο δημόσιος τομέας στο σύνολό του στοχοποιήθηκαν με έντονο τρόπο, έως προσφάτως. Ο κοινωνικός αυτοματισμός βρήκε γόνιμο έδαφος στην κοινή γνώμη εις βάρος των δημοσίων υπαλλήλων. Το κλίμα, όμως, αυτό φαίνεται να αντιστρέφεται.
Η πραγματικότητα νίκησε την προπαγάνδα Ας εξετάσουμε τα δημοσκοπικά ευρήματα της εταιρείας Prorata και του Ερευνητικού Πανεπιστημιακού Ινστιτούτου του Πανεπιστημίου Μακεδονίας, που παρουσιάζει η εφημερίδα μας, λαμβάνοντας υπόψη και την περίοδο που τέθηκαν ερωτήματα για τα «καυτά» θέματα του Δημοσίου. Το βασικότερο συμπέρασμα είναι ότι η άποψη των πολιτών για τις αλλαγές στο Δημόσιο ακολουθούν τόσο την ένταση του δημόσιου διαλόγου όσο και την κατεύθυνση, πάνω στην οποία στρέφει τη συζήτηση η εκάστοτε κυβέρνηση.
Στον απόηχο της επίθεσης που δέχθηκε η κυβερνητική προσπάθεια για αποκατάσταση των αδικιών απολυμένων και «διαθέσιμων» υπαλλήλων, δύο εβδομάδες (27/8/2015) μετά την ψήφιση του τρίτου Μνημονίου, η άποψη ότι «η μονιμότητα των δημοσίων υπαλλήλων πρέπει να καταργηθεί» βρίσκει σύμφωνο το 64% των ερωτηθέντων (πίνακας 1). Παρ' ότι οι δημόσιοι υπάλληλοι έχουν πληγεί σε μεγάλο βαθμό από τις μισθολογικές περικοπές, προκύπτει η διατήρηση του ισχυρισμού ότι «πρέπει να σηκώσουν και αυτοί βάρη» (πόσο περισσότερο;).
Εδαφος φαίνεται να έχει βρει νωρίτερα ο ισχυρισμός περί «διογκωμένου Δημοσίου». Τον Μάρτη του 2014, οπότε ξεκινούν οι πρώτες απολύσεις υπαλλήλων με την ολοκλήρωση του οκταμήνου της διαθεσιμότητας, το 61% των ερωτηθέντων συμφώνησε ότι «ο αριθμός των δημοσίων υπαλλήλων πρέπει να μειωθεί» (πίνακας 2).
Ταυτόχρονα, πάντως, το 56% των συμμετεχόντων στην έρευνα συμφώνησε ότι «είναι εφικτή η αναδιοργάνωση του δημόσιου τομέα χωρίς την απόλυση δημοσίων υπαλλήλων» (πίνακας 3), αποδεικνύοντας ότι η εμφάνιση των απολύσεων ως διαρθρωτικού μέτρου δεν βρήκε ποτέ απήχηση. Τον Φλεβάρη του 2014, το 68% των ερωτηθέντων ήταν υπέρ του κλεισίματος δημόσιων οργανισμών, κατόπιν αξιολόγησης του συνόλου των δομών (πίνακας 4).
Χωρίς ευήκοα ώτα
Μετά το τρίτο Μνημόνιο, η ΑΔΕΔΥ, πέρα από απεργιακές κινητοποιήσεις, έχει ξεκινήσει και μια ενημερωτική εκστρατεία για τις επιπτώσεις των νέων μέτρων λιτότητας. Στο επίκεντρο και οι προωθούμενες αλλαγές της «αντιασφαλιστικής», κατά την ΑΔΕΔΥ, μεταρρύθμισης.
Στο πλαίσιο δημοσκόπησης τον Φλεβάρη του 2016, το 51% των ερωτηθέντων συμφωνεί ότι «τα αιτήματα των δημοσίων υπαλλήλων για διατήρηση των ασφαλιστικών τους δικαιωμάτων είναι απολύτως δικαιολογημένα». Εν προκειμένω, αφ' ενός το κυβερνητικό αφήγημα για το ασφαλιστικό δεν βρίσκει ευήκοα ώτα, αφ' ετέρου φαίνεται να διαπιστώνεται ότι οι προωθούμενες αλλαγές πλήττουν ευρύτερες κοινωνικές ομάδες.
«Η άποψη περί “κακών” δημοσίων υπαλλήλων, πέραν του στερεοτυπικού της φορτίου, είναι βαθιά υποκριτική και χρησιμοποιείται ευρέως από τις συντηρητικές πολιτικές δυνάμεις (παλαιές ή νέες).
Η υποκρισία έγκειται στο ότι καθ’ όλη την περίοδο 1990-2015, αυτές οι δυνάμεις, παρά την αντίθετη ρητορική τους, δεν θέλησαν να μεταρρυθμίσουν πραγματικά τη δημόσια διοίκηση και να την κάνουν αποτελεσματική και χρήσιμη στο κοινωνικό σύνολο», σχολιάζει ο κ. Παπαδημητρίου.
«Ηταν εκείνοι που προτιμούσαν τη μη προώθηση ή την αναστολή ή την απονεύρωση κάθε σοβαρής μεταρρυθμιστικής προσπάθειας, γιατί τα κοντοπρόθεσμα συμφέροντά τους (της αναπαραγωγής τους στην εξουσία και της νομής των πόρων της...) εξυπηρετούνταν καλύτερα από μια διοίκηση ανοργάνωτη, που λειτουργεί μέσα σε πλαίσιο πολυνομίας και κακονομίας, μια διοίκηση δηλαδή σε σύγχυση, την οποία και πράγματι συνέθεσαν.
Μέσα σε ένα πλαίσιο ασφυκτικής πολιτικής-κομματικής κυριαρχίας, οι απόψεις της οποίας εύκολα αναπαράγονται και διαχέονται από φιλικά ΜΜΕ, η άρση της μόνης θεσμικής εγγύησης που έχουν οι δημόσιοι υπάλληλοι, δηλαδή της συνταγματικά κατοχυρωμένης μονιμότητας, μόνο αρνητικά μπορεί να αξιολογείται».
Επιπτώσεις
Σαφώς και σε μια χώρα με 27-28% στατιστική ανεργία, ενδεχόμενες απολύσεις δημοσίων υπαλλήλων, ακολουθώντας μια λογική εξίσωσης με τον ιδιωτικό τομέα προς τα κάτω, δεν θα μπορούσαν παρά να προκαλέσουν αλυσιδωτές επιπτώσεις. Ποιος ο αντίκτυπος μιας ενδεχόμενης άρσης της μονιμότητας;
Σύμφωνα με τον κ. Καψάλη, η απάντηση πρέπει να δοθεί σε δύο επίπεδα: «Αποδεδειγμένα οι δημόσιοι υπάλληλοι και οι συνταξιούχοι κρατάνε όρθια την αγορά. Με τη σταθερότητα των αποδοχών τους, αυτών που είναι, μπορούν και συντηρούν άνεργα μέλη των οικογενειών τους και διατηρούν την εσωτερική ζήτηση σε κάποια ανεκτά επίπεδα», δηλώνει, τονίζοντας τις ιδιαιτερότητες της εγχώριας οικονομίας.
«Δεύτερον, αυτές καθ' εαυτές οι εργασιακές σχέσεις στο Δημόσιο θα πληγούν ανεπανόρθωτα, αυτό δεν χρειάζεται να το αναλύσουμε περισσότερο. Εκείνο όμως που χρειάζεται να δούμε είναι οι επιπτώσεις που θα έχει στη λειτουργία του δημόσιου τομέα μια συζήτηση έστω για μερική άρση της μονιμότητας.
»Ας υποθέσουμε ότι πάμε σε σενάρια, όπου η μονιμότητα των δημοσίων υπαλλήλων αίρεται κατ' εξαίρεση, σε κάποιες περιπτώσεις όπως προσωπικών επιδόσεων ή κρίσεων ανωτέρων κ.ο.κ. Μολονότι το επίπεδο των δημοσίων υπαλλήλων, ιδίως των νέων, 40-45 χρόνων, είναι πολύ υψηλό, υπάρχει ακόμα η αίσθηση της δίωξης και της ανελευθερίας, με αποτέλεσμα να μην μπορούν να ξεδιπλώσουν όλες τους τις αρετές και να δουλέψουν βάζοντας και τη φαντασία τους, ή και κάποιες καινοτομίες που έχουν στο μυαλό τους, σε λειτουργία.
»Η ελληνική δημόσια διοίκηση δεν έχει ακόμα φτάσει σε επίπεδα, όπως του Βελγίου ή της Γαλλίας ή άλλων βορειότερων χωρών, για να λες ότι δεν κινδυνεύει από άλλου είδους παρεμβάσεις το έργο του δημοσίου υπαλλήλου, ώστε να μπορώ να σκεφτώ πως μπορεί να συζητήσω κάποια στιγμή την άρση της μονιμότητας. Είναι πολύ επικίνδυνο και να το συζητάς. Επιτείνει τα φαινόμενα ανασφάλειας, ανελευθερίας κ.λπ.», συμπληρώνει.
«Δεν έγινε τυχαία»
Στην πράξη, με την εισαγωγή ευέλικτων μορφών εργασίας στο Δημόσιο (τάση που επεκτείνεται), η μονιμότητα έχει αρθεί.
«Η ιδέα για τις ευέλικτες μορφές απασχόλησης στον στενό και ευρύτερο δημόσιο τομέα έγινε ακριβώς για να φτάσει κάποια στιγμή η κοινή γνώμη να μη διακρίνει τον μόνιμο υπάλληλο από τον ευέλικτο, με σχέσεις ιδιωτικού δικαίου, εργαζόμενο, ώστε να είναι πιο εύκολη η συζήτηση για την οριστική άρση της μονιμότητας. Δεν έγινε τυχαία», υπογραμμίζει ο κ. Καψάλης, θυμίζοντας πως «έχει αποδειχθεί από πολλές έρευνες ότι το να απασχολείς κάποιον με εργολαβική ή άλλη σχέση είναι πολύ πιο δαπανηρό από ό,τι εάν τον είχες προσλάβει ως μόνιμο από την αρχή».
Η κυβέρνηση έχει εκφράσει προθέσεις ενοποίησης των σχέσεων εργασίας μεταξύ μόνιμων και υπαλλήλων ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου (ΙΔΑΧ), με στόχο η δημόσια διοίκηση να λειτουργεί με μια ενιαία σχέση εργασίας. Από τους 566.556 τακτικούς δημοσίους υπαλλήλους, οι 49.242 είναι ΙΔΑΧ. Σε 77.233 εργαζομένους ανέρχεται το έκτακτο προσωπικό, με τους «πενταμηνίτες» των ΟΤΑ να έχουν απομακρυνθεί.
Περί ανεξαρτησίας
Πέραν των μόνιμων εργασιακών σχέσεων, ποιες άλλες παρεμβάσεις χρειάζονται για την ανεξάρτητη λειτουργία του Δημοσίου; «Σίγουρα το θέμα της διάκρισης του πολιτικού και του υπηρεσιακού γενικού γραμματέα. Δεύτερον, δημοκρατία: να ελέγχεται και ο δημόσιος υπάλληλος από την κοινωνία. Εκπαίδευση και επανεκπαίδευση των υπαλλήλων.
Το ζητούν και οι ίδιοι. Κυρίως, όμως, πρέπει να ενισχυθεί ο βαθμός ανεξαρτησίας και αυτενέργειας των δημοσίων υπαλλήλων, ώστε να μπορούν να ξεδιπλώσουν το ταλέντο και τις ιδέες που έχουν», προσθέτει ο κ. Καψάλης.
Με τον πρόσφατο νόμο θεσμοθετήθηκαν ο υπηρεσιακός γραμματέας και ο κοινωνικός έλεγχος της διοίκησης. Καθιερώνεται η ακρόαση κοινωνικών φορέων και πολιτών για την καταγραφή και την απάντηση στα προβλήματα εύρυθμης λειτουργίας ή κακοδιοίκησης. Η ακρόαση θα διεξάγεται δημοσίως κάθε δύο μήνες, με τήρηση πρακτικών. Μεταξύ άλλων, ο κοινωνικός έλεγχος θα διενεργείται με έρευνες, ηλεκτρονικές και μη, με τους πολίτες να αξιολογούν τις υπηρεσίες που χρησιμοποίησαν.
Ο Γ. Πετρόπουλος, μέλος της Εκτελεστικής Επιτροπής, δηλώνει: «Δεν μπορεί η δημόσια διοίκηση να μην υπόκειται σε κοινωνικό έλεγχο. Οι δημόσιες υπηρεσίες απευθύνονται στην κοινωνία και, ως εκ τούτου, πρέπει να υπάρχει μια ανατροφοδότηση και από πλευράς των πολιτών-χρηστών των υπηρεσιών.
» Βέβαια, πρέπει να υπάρξει μια μεθοδολογία που θα οδηγεί στη βελτίωση των δημόσιων δομών, που αυτή τη στιγμή μαστίζονται από υποστελέχωση και υποχρηματοδότηση, και να αντιμετωπίζει αυτά τα δύο προβλήματα. Οχι, όμως, με πολιτικές συρρίκνωσης και ιδιωτικοποίησης των δημόσιων υπηρεσιών, πρακτικές οι οποίες αποδεδειγμένα δεν αποδίδουν και αυξάνουν το κόστος των υπηρεσιών για τους πολίτες».
Η γλώσσα των αριθμών
Δύο δεδομένα δεν μπορούν να αμφισβητηθούν αναφορικά με τη σημερινή κατάσταση του δημόσιου τομέα:
α) υποστελέχωση σε όλο το φάσμα του,
β) υποχρηματοδότηση.
Η «αλήθεια των αριθμών» είναι αμείλικτη: σε διάστημα περίπου 6 ετών οι απασχολούμενοι στο Δημόσιο, με κάθε σχέση εργασίας, μειώθηκαν κατά 275.312 εργαζομένους. Από 952.625 τον Δεκέμβριο του 2009, κατέληξαν στους 677.313 τον Ιανουάριο του 2016 (30% λιγότεροι).
Μεταξύ 2009-2013, οι αποδοχές των πολιτικών υπαλλήλων κατέγραψαν μεσοσταθμικές μειώσεις από 25% έως 38%, ανάλογα με το υπουργείο, την εκπαιδευτική βαθμίδα και τα χρόνια προϋπηρεσίας. Στα ειδικά μισθολόγια, οι περικοπές κυμάνθηκαν από 21% (σε αστυνομικούς) έως 35% (γιατρούς ΕΣΥ). Μεγαλύτερες περικοπές υπέστησαν οι υπάλληλοι μικρής προϋπηρεσίας και χαμηλότερης βαθμίδας εκπαίδευσης.
Ουσιαστικά, λοιπόν, η άρση της μονιμότητας των δημοσίων υπαλλήλων συνεπάγεται, εκτός από την πλήρη ελαστικοποίηση της εργασίας, την κατάργηση της στοιχειώδους και εντελώς απαραίτητης γραμμής άμυνας απέναντι στα κομματικά δίκτυα.
«Ο λόγος για τον οποίο έχει θεσπιστεί η μονιμότητα των δημοσίων υπαλλήλων είναι περισσότερο επίκαιρος από ποτέ στην Ελλάδα», σχολιάζει στην «Εφ.Συν.» ο ερευνητής εργασιακών σχέσεων, επιστημονικός συνεργάτης του ΙΝΕ/ΓΣΕΕ και τέως ειδικός γραμματέας του Σώματος Επιθεωρητών Εργασίας (ΣΕΠΕ), Απ. Καψάλης.
«Ακόμα και τώρα που μιλάμε, δεν έχει καθαρίσει ο δημόσιος τομέας, και θα αργήσει ακόμη να καθαρίσει, από τις λογικές των κομματικών και πολιτικών πιέσεων. Μολονότι η εικόνα που έχω σχηματίσει είναι άριστη και από το επίπεδο των γνώσεων και από την αυταπάρνηση που δείχνουν οι δημόσιοι υπάλληλοι στο υπουργείο Εργασίας που γνωρίζω καλά, και ειδικότερα στο ΣΕΠΕ και άλλους μηχανισμούς ελέγχου της αγοράς εργασίας, δεν έχουν εξαλειφθεί φαινόμενα κομματικών παρεμβάσεων και πολιτικών αυλών μέσα στα υπουργεία. Αυτό διαπίστωσα στους 5-6 μήνες που ήμουν εκεί», περιγράφει.
Το μέγα πρόβλημα
Η κομματική χειραγώγηση ιεραρχούνταν, έως σήμερα, ως το κορυφαίο πρόβλημα του ελληνικού Δημοσίου.
Εχουν ενδιαφέρον τα στοιχεία που αναφέρθηκαν προσφάτως στη Βουλή και παραθέτει στην «Εφ.Συν.» ο εμπειρογνώμονας δημόσιας διοίκησης και πρόεδρος του Διοικητικού Επιμελητηρίου Ελλάδος, Κ. Παπαδημητρίου:
«Κατά την περίοδο 1981-2014, ο κανόνας ήταν πως σε διάστημα πέντε μηνών κατά μέσο όρο, μια νέα κυβέρνηση (άλλου κόμματος είτε ΠΑΣΟΚ είτε Ν.Δ.) καταργούσε τις θητείες και όριζε τους προϊσταμένους της δικής της επιλογής (π.χ. ο νόμος 2190/94 μετά τις εκλογές του Σεπτεμβρίου 1993 που κέρδισε το ΠΑΣΟΚ και ο νόμος 3260/04 του Αυγούστου μετά τις εκλογές του Μαρτίου 2004 που είχε κερδίσει η Ν.Δ.).
»Οταν λοιπόν το κομματικό σύστημα είναι τόσο ισχυρό, είναι δυνατόν να συζητιέται σοβαρά η ιδέα της παρέμβασης στον μόνο θεσμό-εγγύηση που διασφαλίζει μια συνέχεια στη δημόσια υπηρεσία, δηλαδή τη μονιμότητα;», ρωτά δηκτικά.
Οι μόνιμες σχέσεις εργασίας στο Δημόσιο είναι αναμφισβήτητα η απαραίτητη προϋπόθεση για την εγγύηση της ανεξαρτησίας του. «Είναι η αφετηρία, για να μπορείς να χτίσεις έναν ανεξάρτητο και αναβαθμισμένο ποιοτικά και λειτουργικά δημόσιο τομέα», συμπληρώνει ο κ. Καψάλης.
Ωστόσο, η μονιμότητα και ο δημόσιος τομέας στο σύνολό του στοχοποιήθηκαν με έντονο τρόπο, έως προσφάτως. Ο κοινωνικός αυτοματισμός βρήκε γόνιμο έδαφος στην κοινή γνώμη εις βάρος των δημοσίων υπαλλήλων. Το κλίμα, όμως, αυτό φαίνεται να αντιστρέφεται.
Η πραγματικότητα νίκησε την προπαγάνδα Ας εξετάσουμε τα δημοσκοπικά ευρήματα της εταιρείας Prorata και του Ερευνητικού Πανεπιστημιακού Ινστιτούτου του Πανεπιστημίου Μακεδονίας, που παρουσιάζει η εφημερίδα μας, λαμβάνοντας υπόψη και την περίοδο που τέθηκαν ερωτήματα για τα «καυτά» θέματα του Δημοσίου. Το βασικότερο συμπέρασμα είναι ότι η άποψη των πολιτών για τις αλλαγές στο Δημόσιο ακολουθούν τόσο την ένταση του δημόσιου διαλόγου όσο και την κατεύθυνση, πάνω στην οποία στρέφει τη συζήτηση η εκάστοτε κυβέρνηση.
Στον απόηχο της επίθεσης που δέχθηκε η κυβερνητική προσπάθεια για αποκατάσταση των αδικιών απολυμένων και «διαθέσιμων» υπαλλήλων, δύο εβδομάδες (27/8/2015) μετά την ψήφιση του τρίτου Μνημονίου, η άποψη ότι «η μονιμότητα των δημοσίων υπαλλήλων πρέπει να καταργηθεί» βρίσκει σύμφωνο το 64% των ερωτηθέντων (πίνακας 1). Παρ' ότι οι δημόσιοι υπάλληλοι έχουν πληγεί σε μεγάλο βαθμό από τις μισθολογικές περικοπές, προκύπτει η διατήρηση του ισχυρισμού ότι «πρέπει να σηκώσουν και αυτοί βάρη» (πόσο περισσότερο;).
Εδαφος φαίνεται να έχει βρει νωρίτερα ο ισχυρισμός περί «διογκωμένου Δημοσίου». Τον Μάρτη του 2014, οπότε ξεκινούν οι πρώτες απολύσεις υπαλλήλων με την ολοκλήρωση του οκταμήνου της διαθεσιμότητας, το 61% των ερωτηθέντων συμφώνησε ότι «ο αριθμός των δημοσίων υπαλλήλων πρέπει να μειωθεί» (πίνακας 2).
Ταυτόχρονα, πάντως, το 56% των συμμετεχόντων στην έρευνα συμφώνησε ότι «είναι εφικτή η αναδιοργάνωση του δημόσιου τομέα χωρίς την απόλυση δημοσίων υπαλλήλων» (πίνακας 3), αποδεικνύοντας ότι η εμφάνιση των απολύσεων ως διαρθρωτικού μέτρου δεν βρήκε ποτέ απήχηση. Τον Φλεβάρη του 2014, το 68% των ερωτηθέντων ήταν υπέρ του κλεισίματος δημόσιων οργανισμών, κατόπιν αξιολόγησης του συνόλου των δομών (πίνακας 4).
Χωρίς ευήκοα ώτα
Μετά το τρίτο Μνημόνιο, η ΑΔΕΔΥ, πέρα από απεργιακές κινητοποιήσεις, έχει ξεκινήσει και μια ενημερωτική εκστρατεία για τις επιπτώσεις των νέων μέτρων λιτότητας. Στο επίκεντρο και οι προωθούμενες αλλαγές της «αντιασφαλιστικής», κατά την ΑΔΕΔΥ, μεταρρύθμισης.
Στο πλαίσιο δημοσκόπησης τον Φλεβάρη του 2016, το 51% των ερωτηθέντων συμφωνεί ότι «τα αιτήματα των δημοσίων υπαλλήλων για διατήρηση των ασφαλιστικών τους δικαιωμάτων είναι απολύτως δικαιολογημένα». Εν προκειμένω, αφ' ενός το κυβερνητικό αφήγημα για το ασφαλιστικό δεν βρίσκει ευήκοα ώτα, αφ' ετέρου φαίνεται να διαπιστώνεται ότι οι προωθούμενες αλλαγές πλήττουν ευρύτερες κοινωνικές ομάδες.
«Η άποψη περί “κακών” δημοσίων υπαλλήλων, πέραν του στερεοτυπικού της φορτίου, είναι βαθιά υποκριτική και χρησιμοποιείται ευρέως από τις συντηρητικές πολιτικές δυνάμεις (παλαιές ή νέες).
Η υποκρισία έγκειται στο ότι καθ’ όλη την περίοδο 1990-2015, αυτές οι δυνάμεις, παρά την αντίθετη ρητορική τους, δεν θέλησαν να μεταρρυθμίσουν πραγματικά τη δημόσια διοίκηση και να την κάνουν αποτελεσματική και χρήσιμη στο κοινωνικό σύνολο», σχολιάζει ο κ. Παπαδημητρίου.
«Ηταν εκείνοι που προτιμούσαν τη μη προώθηση ή την αναστολή ή την απονεύρωση κάθε σοβαρής μεταρρυθμιστικής προσπάθειας, γιατί τα κοντοπρόθεσμα συμφέροντά τους (της αναπαραγωγής τους στην εξουσία και της νομής των πόρων της...) εξυπηρετούνταν καλύτερα από μια διοίκηση ανοργάνωτη, που λειτουργεί μέσα σε πλαίσιο πολυνομίας και κακονομίας, μια διοίκηση δηλαδή σε σύγχυση, την οποία και πράγματι συνέθεσαν.
Μέσα σε ένα πλαίσιο ασφυκτικής πολιτικής-κομματικής κυριαρχίας, οι απόψεις της οποίας εύκολα αναπαράγονται και διαχέονται από φιλικά ΜΜΕ, η άρση της μόνης θεσμικής εγγύησης που έχουν οι δημόσιοι υπάλληλοι, δηλαδή της συνταγματικά κατοχυρωμένης μονιμότητας, μόνο αρνητικά μπορεί να αξιολογείται».
Επιπτώσεις
Σαφώς και σε μια χώρα με 27-28% στατιστική ανεργία, ενδεχόμενες απολύσεις δημοσίων υπαλλήλων, ακολουθώντας μια λογική εξίσωσης με τον ιδιωτικό τομέα προς τα κάτω, δεν θα μπορούσαν παρά να προκαλέσουν αλυσιδωτές επιπτώσεις. Ποιος ο αντίκτυπος μιας ενδεχόμενης άρσης της μονιμότητας;
Σύμφωνα με τον κ. Καψάλη, η απάντηση πρέπει να δοθεί σε δύο επίπεδα: «Αποδεδειγμένα οι δημόσιοι υπάλληλοι και οι συνταξιούχοι κρατάνε όρθια την αγορά. Με τη σταθερότητα των αποδοχών τους, αυτών που είναι, μπορούν και συντηρούν άνεργα μέλη των οικογενειών τους και διατηρούν την εσωτερική ζήτηση σε κάποια ανεκτά επίπεδα», δηλώνει, τονίζοντας τις ιδιαιτερότητες της εγχώριας οικονομίας.
«Δεύτερον, αυτές καθ' εαυτές οι εργασιακές σχέσεις στο Δημόσιο θα πληγούν ανεπανόρθωτα, αυτό δεν χρειάζεται να το αναλύσουμε περισσότερο. Εκείνο όμως που χρειάζεται να δούμε είναι οι επιπτώσεις που θα έχει στη λειτουργία του δημόσιου τομέα μια συζήτηση έστω για μερική άρση της μονιμότητας.
»Ας υποθέσουμε ότι πάμε σε σενάρια, όπου η μονιμότητα των δημοσίων υπαλλήλων αίρεται κατ' εξαίρεση, σε κάποιες περιπτώσεις όπως προσωπικών επιδόσεων ή κρίσεων ανωτέρων κ.ο.κ. Μολονότι το επίπεδο των δημοσίων υπαλλήλων, ιδίως των νέων, 40-45 χρόνων, είναι πολύ υψηλό, υπάρχει ακόμα η αίσθηση της δίωξης και της ανελευθερίας, με αποτέλεσμα να μην μπορούν να ξεδιπλώσουν όλες τους τις αρετές και να δουλέψουν βάζοντας και τη φαντασία τους, ή και κάποιες καινοτομίες που έχουν στο μυαλό τους, σε λειτουργία.
»Η ελληνική δημόσια διοίκηση δεν έχει ακόμα φτάσει σε επίπεδα, όπως του Βελγίου ή της Γαλλίας ή άλλων βορειότερων χωρών, για να λες ότι δεν κινδυνεύει από άλλου είδους παρεμβάσεις το έργο του δημοσίου υπαλλήλου, ώστε να μπορώ να σκεφτώ πως μπορεί να συζητήσω κάποια στιγμή την άρση της μονιμότητας. Είναι πολύ επικίνδυνο και να το συζητάς. Επιτείνει τα φαινόμενα ανασφάλειας, ανελευθερίας κ.λπ.», συμπληρώνει.
«Δεν έγινε τυχαία»
Στην πράξη, με την εισαγωγή ευέλικτων μορφών εργασίας στο Δημόσιο (τάση που επεκτείνεται), η μονιμότητα έχει αρθεί.
«Η ιδέα για τις ευέλικτες μορφές απασχόλησης στον στενό και ευρύτερο δημόσιο τομέα έγινε ακριβώς για να φτάσει κάποια στιγμή η κοινή γνώμη να μη διακρίνει τον μόνιμο υπάλληλο από τον ευέλικτο, με σχέσεις ιδιωτικού δικαίου, εργαζόμενο, ώστε να είναι πιο εύκολη η συζήτηση για την οριστική άρση της μονιμότητας. Δεν έγινε τυχαία», υπογραμμίζει ο κ. Καψάλης, θυμίζοντας πως «έχει αποδειχθεί από πολλές έρευνες ότι το να απασχολείς κάποιον με εργολαβική ή άλλη σχέση είναι πολύ πιο δαπανηρό από ό,τι εάν τον είχες προσλάβει ως μόνιμο από την αρχή».
Η κυβέρνηση έχει εκφράσει προθέσεις ενοποίησης των σχέσεων εργασίας μεταξύ μόνιμων και υπαλλήλων ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου (ΙΔΑΧ), με στόχο η δημόσια διοίκηση να λειτουργεί με μια ενιαία σχέση εργασίας. Από τους 566.556 τακτικούς δημοσίους υπαλλήλους, οι 49.242 είναι ΙΔΑΧ. Σε 77.233 εργαζομένους ανέρχεται το έκτακτο προσωπικό, με τους «πενταμηνίτες» των ΟΤΑ να έχουν απομακρυνθεί.
Περί ανεξαρτησίας
Πέραν των μόνιμων εργασιακών σχέσεων, ποιες άλλες παρεμβάσεις χρειάζονται για την ανεξάρτητη λειτουργία του Δημοσίου; «Σίγουρα το θέμα της διάκρισης του πολιτικού και του υπηρεσιακού γενικού γραμματέα. Δεύτερον, δημοκρατία: να ελέγχεται και ο δημόσιος υπάλληλος από την κοινωνία. Εκπαίδευση και επανεκπαίδευση των υπαλλήλων.
Το ζητούν και οι ίδιοι. Κυρίως, όμως, πρέπει να ενισχυθεί ο βαθμός ανεξαρτησίας και αυτενέργειας των δημοσίων υπαλλήλων, ώστε να μπορούν να ξεδιπλώσουν το ταλέντο και τις ιδέες που έχουν», προσθέτει ο κ. Καψάλης.
Με τον πρόσφατο νόμο θεσμοθετήθηκαν ο υπηρεσιακός γραμματέας και ο κοινωνικός έλεγχος της διοίκησης. Καθιερώνεται η ακρόαση κοινωνικών φορέων και πολιτών για την καταγραφή και την απάντηση στα προβλήματα εύρυθμης λειτουργίας ή κακοδιοίκησης. Η ακρόαση θα διεξάγεται δημοσίως κάθε δύο μήνες, με τήρηση πρακτικών. Μεταξύ άλλων, ο κοινωνικός έλεγχος θα διενεργείται με έρευνες, ηλεκτρονικές και μη, με τους πολίτες να αξιολογούν τις υπηρεσίες που χρησιμοποίησαν.
Ο Γ. Πετρόπουλος, μέλος της Εκτελεστικής Επιτροπής, δηλώνει: «Δεν μπορεί η δημόσια διοίκηση να μην υπόκειται σε κοινωνικό έλεγχο. Οι δημόσιες υπηρεσίες απευθύνονται στην κοινωνία και, ως εκ τούτου, πρέπει να υπάρχει μια ανατροφοδότηση και από πλευράς των πολιτών-χρηστών των υπηρεσιών.
» Βέβαια, πρέπει να υπάρξει μια μεθοδολογία που θα οδηγεί στη βελτίωση των δημόσιων δομών, που αυτή τη στιγμή μαστίζονται από υποστελέχωση και υποχρηματοδότηση, και να αντιμετωπίζει αυτά τα δύο προβλήματα. Οχι, όμως, με πολιτικές συρρίκνωσης και ιδιωτικοποίησης των δημόσιων υπηρεσιών, πρακτικές οι οποίες αποδεδειγμένα δεν αποδίδουν και αυξάνουν το κόστος των υπηρεσιών για τους πολίτες».
Η γλώσσα των αριθμών
Δύο δεδομένα δεν μπορούν να αμφισβητηθούν αναφορικά με τη σημερινή κατάσταση του δημόσιου τομέα:
α) υποστελέχωση σε όλο το φάσμα του,
β) υποχρηματοδότηση.
Η «αλήθεια των αριθμών» είναι αμείλικτη: σε διάστημα περίπου 6 ετών οι απασχολούμενοι στο Δημόσιο, με κάθε σχέση εργασίας, μειώθηκαν κατά 275.312 εργαζομένους. Από 952.625 τον Δεκέμβριο του 2009, κατέληξαν στους 677.313 τον Ιανουάριο του 2016 (30% λιγότεροι).
Μεταξύ 2009-2013, οι αποδοχές των πολιτικών υπαλλήλων κατέγραψαν μεσοσταθμικές μειώσεις από 25% έως 38%, ανάλογα με το υπουργείο, την εκπαιδευτική βαθμίδα και τα χρόνια προϋπηρεσίας. Στα ειδικά μισθολόγια, οι περικοπές κυμάνθηκαν από 21% (σε αστυνομικούς) έως 35% (γιατρούς ΕΣΥ). Μεγαλύτερες περικοπές υπέστησαν οι υπάλληλοι μικρής προϋπηρεσίας και χαμηλότερης βαθμίδας εκπαίδευσης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου