Απόσπασμα από το βιβλίο της Ουρανίας Λαμψίδου για την Οδύσσεια του πρόσφυγα πατέρα της, μέσα από τα χαρτιά που βρήκε μετά το θάνατό του.
Οι γονείς είναι μια ιστορία χωρίς αρχή, έχουν μια ζωή πριν από εμάς και όταν φεύγουν γίνονται μυστήριο, σχεδόν άγνωστοι. Με την απουσία τους συνειδητοποιούμε ό,τι μας έχει διαφύγει, τους πενθούμε με τις απορίες μας, με τα αναπάντητα ερωτήματά μας, με μια τρυφερότητα, που μόνο με την αποχώρησή τους γίνεται τόσο απόλυτη. Σαν τον Ορφέα, θέλουμε να τους φέρουμε πίσω, αρχίζουμε μαζί τους μια κατάβαση στον Άδη και βυθιζόμαστε για καιρό, ευπρόσβλητοι και εκτεθειμένοι, ώσπου κάποια μέρα επιστρέφουμε, χωρίς αυτούς, με τη μοναξιά του παιδιού που έχει εγκαταλειφθεί, αλλά με μια αφήγηση από την αρχή και μια καινούργια γνωριμία μαζί τους.
Ξαναεπισκεπτόμαστε ό,τι έχει προηγηθεί, μας κατακλύζουν αναμνήσεις που νομίζαμε χαμένες, πράγματα οικεία, αλλά υποτιμημένα, αποκτούν νέες σημασίες, έρχεται στην επιφάνεια ό,τι είχαμε καταχωνιάσει, μας αποκαλύπτονται άλλοι τρόποι να κοιτάξουμε και εκείνους, αλλά κυρίως εμάς. Λέμε ιστορίες στον εαυτό μας και στους άλλους, η κοινή ζωή είναι μνήμη, χρόνος και ταυτόχρονα, παράδοξα, η άρνηση του χρόνου. Για μένα η κατάβαση άρχισε με το μικρό, λιτό και συγκινητικό, αυτοβιογραφικό κείμενο που βρήκα στα πολλά χαρτιά που άφησε πίσω ο πατέρας μου, όταν έφυγε το 2007, στα 95 του χρόνια. Δεν περιείχε πράγματα που δεν ήξερα, ούτε μυστικά και μεγάλους αιφνιδιασμούς, αλλά μου θύμιζε τις ερωτήσεις που δεν πρόλαβα να κάνω, τις απαντήσεις που δεν θα είχα, όλα όσα δεν ειπώθηκαν, τα πολλά χρόνια που οι γονείς γίνονται αόρατοι και οι εξομολογήσεις τους αδιάφορες.
Γραμμένο το 1992, στα 80 του χρόνια, ήταν συνοπτικό για ό,τι προηγήθηκε και ακολούθησε την περιπέτεια που βασάνιζε τη μνήμη του σε όλη του τη ζωή, τη μεγάλη έκπτωση που τον έφερε από την ποντιακή, αυτοκρατορική, Ανατολία στην φτωχή και αφιλόξενη Μακεδονία. Ήταν όμως πλούσιο και στοχαστικά θυμωμένο στην περιγραφή του για την οδυνηρή, συρματόφρακτη καραντίνα στους θαλάμους της Καλαμαριάς, την ταπεινωτική επανεκκίνηση σε ρευστές και αχαρτογράφητες περιοχές, την απώλεια μιας υπόστασης και τη δύσκολη κατάκτηση μιας καινούργιας.
Ο θάνατος του πατέρα μου νόμιζα ότι είχε ολοκληρώνει το πορτρέτο του. Δεν ξέρω αν πήρε μαζί του μυστικά , αλλά το σχετικά σύντομο αυτό κείμενο έριχνε ένα τελείως διαφορετικό φως στη ζωή του, άλλαζε ποιοτικά τα γεγονότα. Δεν μάθαινα περισσότερα για εκείνον, αλλά αυτά που ήδη ήξερα γίνονταν καινούργια. Βρέθηκα σε μια νέα, εύθραυστη, συνάντηση μαζί του. Συνειδητοποίησα ότι κληρονομούμε ιστορίες, που για καιρό δεν ακούγαμε, αλλά όταν μας παραδίδονται ως διαθήκη, μπορούν να μας πάνε εκεί από όπου ερχόμαστε, να αλλάξουν και να συμπληρώσουν την εικόνα μας. και άρχισα ένα συναισθηματικό ταξίδι, έναν εσωτερικό διάλογο και μπόρεσα να ανακαλέσω ό,τι μου διέφευγε για πολλά χρόνια. Δεν είχα ελπίδες για αποσαφηνίσεις, για αλλαγές, για περισσότερα, αλλά με κάθε ανάγνωση, το κείμενο αυτό ενώ δεν με περιείχε, με παγίδευε, με αφορούσε και άρχισα κι εγώ, όπως κι εκείνος, να συγκεντρώνω τα σκόρπια και αφρόντιστα θραύσματα από όσα μου είχε διηγηθεί, από όσα με άφηνε να μαντεύω, από τους πολλούς τρόπους που είχε να τα αναφέρει, από τις παρανοήσεις που είχα κάνει, από τις συγκινήσεις του που είχα προσπεράσει, από την εποχή που οι γονείς ήταν περιφερειακοί στη ζωή μου. Με τον καιρό θυμόμουν ό,τι είχα ακούσει, ό,τι είχα αγνοήσει και κάποια στιγμή άρχισα να αφηγούμαι τη ζωή του ταυτόχρονα με εκείνον. Εικόνες, κλειδιά κατανόησης, μικροί προβολείς που φώτιζαν σκοτεινές περιοχές με βοηθούσαν να συμπληρώνω τα κενά του κειμένου, να προεκτείνω τις διηγήσεις, να ερευνώ και να ρωτάω όσους έχουν απομείνει από την οικογένεια, να εισχωρώ στις ευαισθησίες και τις αποσιωπήσεις του.
Επισκεπτόμουν κι εγώ το παρελθόν και μοιραζόμουν όλα όσα είχα πιστέψει ότι ήταν μόνο δικά του. Διάβασα το κείμενο αμέτρητες φορές, κάθε φορά με δάκρυα, και βρέθηκα σε κατάσταση μετα-μνήμης, οι οδυνηρές και τραυματικές εμπειρίες του πατέρα μου, που προηγήθηκαν της γέννησής μου, με διαπέρασαν βαθιά και άρχισαν να μοιάζουν με δικές μου αναμνήσεις. Μια συμπυκνωμένη αίσθηση του παρελθόντος με κατέλαβε και διαβάζοντας αναζητούσα αυτό που έλλειπε, αυτό που απέμενε να ειπωθεί. Ένιωσα ότι πίσω από καθετί αυτοβιογραφικό υπάρχει μια αίσθηση μοναξιάς, μια παραίτηση από την επικοινωνία. Τον έβλεπα πίσω από τη γραφομηχανή του, απορροφημένο, να γράφει, σχεδόν απόντα. Και σιγά-σιγά προσπάθησα να επανορθώσω με μια συντροφιά συναφήγησης. Ερευνώντας για τους γονείς θεραπεύεσαι.
Το παρελθόν είναι επικίνδυνο, γιατί μοιάζει να έχει περάσει. Ο πατέρας μου άρχιζε τη ζωή του με προνόμια και υποσχέσεις, που διαψεύστηκαν από ένα μεγάλα μεγάλο, ιστορικό ναυάγιο. Διασώθηκε και τη συνέχισε με ένα μεγάλο ταξίδι μακριά από άγριες και οδυνηρές εμπειρίες, για να επιστρέψει προς το τέλος και να βυθιστεί σε ό,τι είχε προσπαθήσει να αφήσει πίσω του. Στα 80 του χρόνια ο φόβος για το παρόν του έδωσε μια προοπτική δέους για το παρελθόν, το έκανε κοντινό και πολύτιμο. Ό άνθρωπος που ήξερα συντήρησε σε όλη του τη ζωή τη μνήμη ζωντανή χωρίς να αφήσει τις αναμνήσεις να τον συνθλίψουν, περιποιόταν τα τραύματά του θετικά, δημιουργικά, με μια μαχητικότητα, που δικαίωνε την πτώση.
Μέσα στο κείμενο αυτό συνάντησα κάποιον, που όπως και ο Ναμπόκοφ, δεν είχε καταλάβει ότι «ο χρόνος, που στην αρχή φαινόταν τόσο απεριόριστος, ήταν μια φυλακή». Οι αναμνήσεις του είναι σκληρές, ανυπόφορες και η κουτσή, αποσπασματική μνήμη του, κάνει, με ένα παράδοξο τρόπο, αυθεντική την αφήγησή του. Εξιχνιάζει το παρελθόν και συνδέεται με τα οδοιπορικά απωλειών και εξορίας, με μια επίμονη ανθρωπιά και κατανόηση και από τα απομεινάρια του χαμένου κόσμου, της χαμένης του πατρίδας, αποκαλύπτεται μια αίσθηση ευσπλαχνίας και αξιοπρέπειας, ανοχής και κατάφασης.
Το κείμενο αυτό είναι μαρτυρία, μια επιστροφή στο τραύμα της ιστορίας που γίνεται μια απελευθερωτική ανακατασκευή του παρελθόντος και ταυτόχρονα είναι ένα κείμενο για την οικογένεια, για τους γονείς, για την παιδική ηλικία, για τη μνήμη, μια συνεισφορά στην ιστορία των συγκινήσεων. Μια γλυκόπικρη συγκομιδή πείρας και παρατήρησης για να χτιστεί ένας προσωπικός κόσμος και ταυτόχρονα μια προσωπική αφήγηση του ευρύτερου, με σπασμένες μνήμες, χωρίς ακριβείς υπολογισμούς. Κείμενα σαν κι αυτό, μοιάζουν με ταινίες που συμπυκνώνουν εγκλήματα, απιστίες, κακουχίες, απώλειες αγαπημένων, στιγμές μεγάλης ευδαιμονίας και μεταμόρφωσης.
Το κείμενο αυτό είναι μαρτυρία, μια επιστροφή στο τραύμα της ιστορίας που γίνεται μια απελευθερωτική ανακατασκευή του παρελθόντος και ταυτόχρονα είναι ένα κείμενο για την οικογένεια, για τους γονείς, για την παιδική ηλικία, για τη μνήμη, μια συνεισφορά στην ιστορία των συγκινήσεων. Μια γλυκόπικρη συγκομιδή πείρας και παρατήρησης για να χτιστεί ένας προσωπικός κόσμος και ταυτόχρονα μια προσωπική αφήγηση του ευρύτερου, με σπασμένες μνήμες, χωρίς ακριβείς υπολογισμούς. Κείμενα σαν κι αυτό, μοιάζουν με ταινίες που συμπυκνώνουν εγκλήματα, απιστίες, κακουχίες, απώλειες αγαπημένων, στιγμές μεγάλης ευδαιμονίας και μεταμόρφωσης.
Ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος κατέστρεψε την πόλη του, την οικογένεια, τις προοπτικές, τον εσωτερικό του κόσμο. Στην αφήγησή του καταγράφει ζωές σε μετάλλαξη, αναζητάει και συνομιλεί με οικείους που χάθηκαν στην ομίχλη των γεγονότων, κάνει όπισθεν και τους συναντάει αποδίδοντας φόρους τιμής και αγάπης. Εξιστορεί την ιδιωτική ζωή μιας οικογένειας, τη δημόσια ζωή μιας πόλης, τις ταλαιπωρίες, τις μετακινήσεις, τις εγκαταστάσεις, τις μεταπολεμικές τραγωδίες και παρόλο ότι έχει κάθε δικαίωμα να είναι θυμωμένος, είναι επιεικής. Αναφέρεται στα γεγονότα είτε όπως τα έζησε είτε όπως τα φαντάστηκε ότι συνέβησαν, εγκαταλείπεται στα τεχνάσματα της μνήμης, συρρικνώνει μεγάλα πράγματα και μεγεθύνει μικρά και από αυτό το κράμα γεγονότων, φαντασίας και γνώσης αναδύεται η σημασία που έχει για τον καθένα η μεγάλη ιστορία.
Ο πατέρας μου δεν επέστρεψε ποτέ στη χαμένη του πατρίδα, ακόμα και όταν μπορούσε, γιατί στην πραγματικότητα η πατρίδα του ήταν ζωντανή μόνο στη νοσταλγία του και με το κείμενο αυτό της δίνει μια μόνιμη θέση, την απαθανατίζει στη μαγική υπόσταση που είχαν για εκείνον τα μέρη που έζησε τα πρώτα παιδικά του χρόνια. Επιχειρεί μια λυτρωτική άσκηση ή σκηνοθετεί και αναβιώνει συναντήσεις, αφού ακόμα και κοντά στο τέλος δεν είναι σίγουρος ότι θα συμβούν σε μια άλλη ζωή.
Οι προσωπικές αφηγήσεις επανορθώνουν τις εμμονές της επίσημης ιστορίας, τις διατρέχουν περίπλοκες ευαισθησίες, περιέχουν αλήθειες όσο καθαρές και παράδοξες μπορεί να είναι για τον αφηγητή τους και οι παρανοήσεις τους τις κάνουν ακόμα πιο δυναμικές. Γραμμένες σε χρόνο παρελθόντα μπορούν να γίνουν καταθέσεις για το μέλλον.
Όταν τέλειωσα το κείμενο ένιωσα σαν τον Ορφέα, που δεν θα έφερνε πίσω τον νεκρό, αλλά που τον είχε αφήσει να φύγει έχοντας συναντήσει την ουσία του. Η ιστορία του πατέρα μου έγινε ένας νέος προσανατολισμός, ένα καινούργιο αρχιτεκτονικό σχέδιο για να κατανοήσω τις αιτίες και να χτίσω κι εγώ τα καταφύγια και τις φυλακές μου. Αυτό το κείμενο υπήρξε για μένα μια ευλογία αποκάλυψης και συνάντησης με έναν νέο εαυτό. Υπόμνηση και κατοχύρωση μιας περιουσίας.
Ένα συναισθηματικό ταξίδι, ένας εσωτερικός διάλογος με τον εαυτό μου.
Από πού έρχεσαι;
Κληρονομούμε ιστορίες, που για πολλά χρόνια δεν ακούγαμε. Το διάστημα που πέρασα δουλεύοντας και ερευνώντας γι αυτό το κείμενο, συνέπεσαν με την μεγάλη ανατροπή του τρόπου της ζωής μας, με την κρίση που ανέτρεψε όλα όσα είχαν συγκροτήσει το τοπίο ζωής της γενιάς μου. Η ιστορία του πατέρα μου, μου έδωσε ένα μέτρο για την οδύνη, την τραγωδία, το αδιανόητο. Η δική μας δυσφορία φάνηκε δυσανάλογη και υπερβολική.
______
Oυρανία Λαμψίδου, Η αυτοβιογραφία του πατέρα μου, εκδ. Γαβριηλίδης
Πηγή: lifo.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου