Θεωρείται άκομψο και άνευ νοήματος (για να μην πω αντιδεοντολογικό)
να επιτίθενται οι λειτουργοί της δημοσιογραφίας (μπα;) στην
αντιπολίτευση και ταυτόχρονα να ποιούνται (σχεδόν) την νήσσαν μπροστά
στις παλινωδίες, αντιφάσεις (και αυταρχισμό) της κυβέρνησης.
Η αντιπολίτευση κρίθηκε· μετρήθηκε, ζυγίστηκε, βρέθηκε λειψή και πήγε
εκεί που της αξίζει. Δεν έχει νόημα να κόβουμε ξύλα από την πεσμένη δρυ
για να ζεστάνουμε το κοκαλάκι μας.
Το έχει πει ο Μένανδρος (342-292 π.Χ.), ο ανανεωτής της αττικής
κωμωδίας, άρα δεν αξίζει να επαναλαμβάνουμε πρακτικές που έχουν
κατακριθεί εδώ και πολλούς αιώνες· προχωρεί -λέμε- η ζωή, οι νέες
κοινωνικές σχέσεις απαιτούν πιο ριζοσπαστική προσέγγιση.
Αυτό δεν σημαίνει ότι η αντιπολίτευση πρέπει να μένει στο απυρόβλητο,
ειδικά όταν πολιτικοί της υπερβαίνουν το μέτρον της ευπρέπειας της
επικοινωνίας. Το ότι είναι υποκριτές και ψευδολόγοι είναι, πλέον, τοις
πάσι γνωστό· το να εκτοξεύουν ανερυθρίαστα μομφές κατά προσώπων της
κυβέρνησης δείχνει ότι τουλάχιστον δεν έχουν τσίπα επάνω τους, μια και
πολιτικά έχουν το δικαίωμα.
Το να επιτρέπεται στον Αδωνι Γεωργιάδη να δηλητηριάζει τον πολιτικό
λόγο, να τον υποβαθμίζει, να τον εξευτελίζει είναι σημείο της ελευθερίας
έκφρασης του λόγου μεν, δείγμα εντούτοις του χαμηλού επιπέδου της
πολιτικής σκέψης του εν λόγω τσαρλατάνου (πώς αλλιώς να τον
αποκαλέσεις;).
Και καλά, μπορείς να πεις ότι ο εν λόγω πολιτικός κινείται και δρα
στον χώρο της ιλαρότητας και της αναξιοπιστίας, δεν παύει, όμως, να
απολαμβάνει την εμπιστοσύνη του αρχηγού του κόμματός του· σημεία και
τέρατα, θα ’λεγε ο αμετανόητος νουνεχής, δημοκρατικός πολίτης. Εχουμε
καταπιεί αμάσητη την επιλογή τού σχεδόν γελωτοποιού της πολιτικής ζωής
της χώρας (υπάρχουν και έτεροι τινές) στη θέση του αντιπροέδρου ενός
παραδοσιακού συντηρητικού κόμματος της Βουλής.
Μπορεί να είναι εργασιομανής, οτρηρός, διαβολεμένος και λοιπά, δεν
αρκούν όμως τούτες οι ιδιότητες να τον καταστήσουν σοβαρό και εχέφρονα
πολιτικό· ίσως αν έραβε το στόμα του και μόνο εργαζόταν αποκτούσε κάποτε
τη συμπάθεια του κόσμου (εάν βεβαίως νωρίτερα είχε καταφέρει να
συναντήσει τον εαυτό του...).
Είναι ανώφελο και ανόητο να ασχολείται ικανός αριθμός δημοσιογράφων
με τον υπερφίαλο πολιτικό, να, όμως, που ο ίδιος φαίνεται να κατέχει
μυστικά επικοινωνίας πιο πολλά από τους πιο πολλούς ειδικούς.
Δεν πάν’ να τον βρίζουν θεοί και δαίμονες, αυτός τη δουλειά του την
κάνει (από πωλητής βιβλίων έως πριν από λίγα χρόνια, αναρριχήθηκε στα
δώματα των πιο υψηλών θεσμών του κοινοβουλευτικού συστήματος· όχι,
παίζουμε).
Βέβαια, αυτό είναι κατάντια της επικοινωνίας, της δημοκρατίας της
ίδιας, όπως και της πολιτικής τέχνης (τέχνη, ποια τέχνη;) και του
άμοιρου του πολιτισμού μας, ενός κράματος δηλαδή ελληνισμού -
ευρωπαϊσμού - αμερικανισμού. Ισως.
Ποιος δίνει, όμως, σημασία; Μήπως οι συνάδελφοί του; Μα πολλοί τον
συναγωνίζονται σε φαιδρότητα. Μήπως η Βουλή; Τα πανεπιστήμια; Οι
μεγαλοδημοσιογράφοι μήπως; (Είναι αυτονοήτως ρητορικές οι ερωτήσεις...).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου