Δευτέρα 8 Φεβρουαρίου 2016

«Καλημέρα μαλάκα»

Με πονάει αυτή η χώρα, με σφίγγει, χρόνια τώρα, απ’ το λαιμό και με πονάει. Γυρεύει να με ξεζουμίσει σαν ένα πορτοκάλι, που πρώτα το άφησε να παγώσει στον κάθε χιονιά, κι ύστερα γυρεύει να πάρει με το στανιό τους ζωτικούς του χυμούς.
Μου κλείνει πονηρά το μάτι και μου ψιθυρίζει συνωμοτικά «μην είσαι μαλάκας ρε σύ…»
Με πονάει το τσιμεντένιο χώμα της, οι αντιφάσεις της με κόβουν, με χαράσσουν, με ξεφλουδίζουν πεισματικά, ξανά και ξανά. Με παγώνουν τα αλουμινένια κάγκελα στα μπαλκόνια της κι οι αυλόπορτες ασφαλείας της με κλείνουν απ’ έξω.
Αλλά εκείνη, μου κλείνει πονηρά το μάτι και μου ψιθυρίζει συνωμοτικά «μην είσαι μαλάκας ρε σύ…»
Με γράφει σε μια πρώτη Δημοτικού και μου κολλάει στη μάπα χάρτινα σημαιάκια και γαλάζια τσιτάτα άδικα σκοτωμένων ανθρώπων. Με καλεί στη γιορτή της κι αυτή έχει πάει για shopping, λείπει ταξίδι στην Ευρώπη.   Με στέλνει στο Γυμνάσιο κι εκείνη την έχει κάνει κοπάνα με τον πρώτο γκόμενο που της χαμογέλασε στο καπνιστήριο της πίσω αυλής.
Αλλά, μου κλείνει πονηρά το μάτι και μου ψιθυρίζει «είσαι και πολύ μαλάκας ρε σύ…»
Με φιλάει κόκκινα, για πρώτη φορά, και με προσκαλεί στο φεστιβάλ των Οδηγητών. Όλοι φορούν t-shirtκαι ξεβαμμένα τζιν, αγκαλιάζονται συντροφικά, σφίγγουν τις γροθιές τους, διαμαρτύρονται και το βράδυ κοιμούνται χώρια. Κι εγώ χώρια.
Μου κλείνει πονηρά το μάτι και μου ψιθυρίζει συνωμοτικά «μην είσαι μαλάκας ρε σύ…»
Με κάνει φλώρο, με βαθμολογεί στο πρώτο θρανίο, γυρνά το κορμί της για να αντιγράψω, με εξετάζει, ξανά και ξανά και ξανά, μου στέλνει ραβασάκια με ελέγχους προόδου, καλεί τους κηδεμόνες μου. Με επιπλήττει, με παρατηρεί, με νουθετεί, με προσαρμόζει, με κάνει περίπου κανονικό.
Μου κλείνει πονηρά το μάτι και μου ψιθυρίζει «καλά πόσο μαλάκας είσαι ρε σύ…»
Μου διαγράφει λέξεις, τόνους και πνεύματα, μου κάνει τη ζωή εύκολη, μου ψήνει το ψάρι στ’ αχείλι η πουτάνα, μην τύχει και φιλήσω την αρχαία αλφαβήτα της.
Μου κλείνει πονηρά το μάτι και με σαρκάζει «καλά είσαι τόσο μαλάκας ρε σύ…»
Με γράφει σε κόμματα, μου τάζει μεταξωτά βρακιά και με μπουκώνει με δημοκρατικά φύκια που παριστάνουν τις ευρωπαϊκές κορδέλες.
Μου κλείνει πονηρά το μάτι και μου ψιθυρίζει συνωμοτικά «μην είσαι μαλάκας ρε σύ…»
Με ρίχνει στις ουσίες, στις τηλεοράσεις και στο τζόγο μιας ανούσιας ζωής γεμάτης με εικόνες ενός χαμένου στοιχήματοςπου παραπατάει στα στενά πίσω από την εθνική ομόνοια.
Αλλά και πάλι με καθησυχάζει «νταξ’ ρε μαλάκα»
Με στέλνει για θητεία ανάμεσα σε ασβεστωμένους μαντρότοιχους και στολές που χαιρετιούνται, έξω από υγρούς θαλάμους και βρώμικα σεντόνια ενός χρόνιου ύπνου, με το όπλο «παρά πόδα» που βρωμάνε βασανιστικά.
Μου κλείνει πονηρά το μάτι και με ρωτάει ειρωνικά «μήπως είσαι μαλάκας ρε σύ…»
Το λευκό ιδρωμένο φανελάκι της, με στενεύει, κολλάει στα νάιλον καλύμματα του καινούργιου αυτοκινήτου και το χειμώνα μου φοράει κατάσαρκα ένα φλις μπουφάν, με ξεγελάει, μπας και νιώσω μια κάποια πλαστική ζεστασιά.
Μου κλείνει πονηρά το μάτι και μου ψιθυρίζει συνωμοτικά «μην είσαι μαλάκας ρε συ…»
Με στήνει στην ουρά του ΙΚΑ για να διοριστώ, να τακτοποιηθώ, βρέξει-χιονίσει, κι’ όταν αρρωστήσω με πετά σ’ ένα ράντζο και με ξεχνάει εκεί μ’ έναν ορό να με τραβάει απ’ το μανίκι, ανάμεσα σε απεργούς λειτουργούς της ασθένειας μου.
Μου κλείνει πονηρά το μάτι και μου ψιθυρίζει συνωμοτικά «μην είσαι μαλάκας ρ εσυ…»
Γεννάει τα παραπεταμένα παιδιά μου στα ράφια των γιαπωνέζικων ανταλλακτικών, ιμιτασιόν χρονοανταλλακτικά στη διεκπεραίωση του συστήματος της.
Μου κλείνει πονηρά το μάτι και μου ψιθυρίζει συνωμοτικά «μην είσαι μαλάκας ρε συ…»
Με καλεί στην εκκλησία της με μια σύνδεση βόνταφον και με βάζει να υπογράψω δηλώσεις μετανοίας του Έρωτα μου. Το κράτος της, ο θεός της, γυρεύουν με το στανιό να υπογράψω την ακροτελεύτια διάταξη του Έρωτα μου. Ειδικά αυτήν.
Μου κλείνει πονηρά το μάτι και μου ψιθυρίζει συνωμοτικά «μην είσαι μαλάκας ρε συ…»
Με ερωτεύεται, μου πατάει το γκάζι να περάσω με κόκκινο κι ύστερα με παρατάει στεγνά και κόκκινα. Της μιλώ για τις νύχτες που μου γάμαγε το «είναι» κι εκείνη βάζει ακόμη λίγο make up στο «έχει» της.
Μου κλείνει πονηρά το μάτι και μου ψιθυρίζει συνωμοτικά «έλα τώρα, μην γίνεσαι μαλάκας ρε συ…»
Μου χτυπά την κάρτα στην υπηρεσία και μου συνιστά ανεπιφύλακτα να αγανακτώ για τις άκοπες αποδείξεις των άλλων.  Με συμβουλεύει να μην ανακατεύομαι, ακόμη κι’ όταν έχω ναυτία.
Μου κλείνει πονηρά το μάτι και μου ψιθυρίζει συνωμοτικά «μην είσαι μαλάκας ρε συ…»
Με τρέχει νύχτα σε σκυλάδικα πρώτο τραπέζι πίστα και σπάει τα γύψινα πιάτα της για πάρτη μου. Ύστερα, με ραίνει με μαραμένα λουλούδια, πλαστικά βυζιά και νοθευμένες ανταλλαγές υγρών.
Μου κλείνει πονηρά το μάτι και μου ψιθυρίζει συνωμοτικά «μην είσαι μαλάκας ρε συ…»
Με ρίχνει στην ανεργία πίσω από τον πάγκο ενός αγουροξυπνημένου υπαλλήλου των τρεις και εξήντα που βιάζεται, «εδώ και τώρα», να βγει στη σύνταξη.
Κάθε πρωΐ κοιτιέμαι στον καθρέφτη και «τίποτα δεν είναι εντάξει ρε μάγκα μου».
Με βγάζει στο αντίθετο ρεύμα και με σκοτώνει μποτιλιαρισμένο στην εθνική της κάποιο Πάσχα, την ώρα που εγώ πανηγυρίζω «είναι τρελός ο Γερμανός» κατασκευαστής της. 
Με θάβει στο χωριό ανάμεσα σε τζαμάκια που τρίζουν στον αέρα, αγκαλιά με λαδωμένα καντηλέρια και φρεσκοσκαμμένα χώματα κι εγώ αρνιέμαι, ακόμη, να παραδοθώ στα σκουλίκια της.
Δεν είμαι δα και κανας μαλάκας, τι νόμισες… 
Θα ήθελα να με είχε κάνει ένα πορτοκαλί γλυκό του κουταλιού, ερωτευμένο μ’ ένα ποτήρι παγωμένο νερό σ΄ ένα ξύλινο παλιακό δισκάκι που να γράφει «καλημέρα»…

Έλα ρε μαλάκα μου! 

Του Αντώνη Ανδρουλιδάκη 

Δεν υπάρχουν σχόλια: