Γιατί τόσο συχνά νιώθουμε την ανάγκη να φιλήσουμε
στοργικά ένα παιδί ή με πάθος τον αγαπημένο ή την αγαπημένη μας;
Φαινομενικά, δεν υπάρχει καμία σχέση ανάμεσα στα «συμβατικά» φιλιά
μεταξύ φιλικών προσώπων, στα τρυφερά φιλιά της μητέρας στα παιδιά της
και στα φλογερά φιλιά που ανταλλάσσουν οι εραστές.
Υποψιαζόμαστε, ωστόσο, ότι κάτι κοινό συνδέει όλες αυτές τις συναισθηματικές εκδηλώσεις. Και αυτό δεν περιορίζεται στο ότι τα φιλιά εμπλέκουν τα χείλη ή στο ότι αποτελούν έκφραση παγιωμένων ανθρώπινων σχέσεων.
Το πώς ακριβώς εκδηλώνουμε, μέσω των φιλιών, την όποια φιλική ή
ερωτική συμπεριφορά μας εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από την προσωπική μας
ταυτότητα αλλά και την εξελικτική ιστορία του είδους μας.
Εξάλλου, τα φιλιά δεν αποτελούν ανθρώπινο προνόμιο αλλά μια πολύ κοινή συμπεριφορά στα περισσότερα θηλαστικά.
Με την ευκαιρία λοιπόν της αυριανής «ειδωλολατρικής» γιορτής του
Αγίου Βαλεντίνου, της γιορτής των ερωτευμένων, σκεφτήκαμε να εξετάσουμε
πώς η σύγχρονη επιστημονική έρευνα επιχειρεί να κατανοήσει αυτή την
αινιγματική «στοματική» δραστηριότητα που κάπως αόριστα περιγράφουμε ως
«φιλί».
Τι ακριβώς σημαίνει ότι φιλάω κάποιον ή κάποια;
Μπορεί να σημαίνει οτιδήποτε. Ενδέχεται να είναι έκφραση αγάπης, φιλίας,
ερωτικής έλξης, θαυμασμού, υποταγής, ακόμη και απαξίωσης ή προδοσίας -
θυμηθείτε το φιλί του κάθε «Ιούδα».
Επιπλέον, υπάρχουν διάφορα είδη φιλιού, το καθένα με τη δική του
ξεχωριστή σημασία και λειτουργία: το φιλί στο στόμα διαφέρει από το φιλί
στο μάγουλο, όπως διαφέρει το χειροφίλημα από την αιδοιολειχία ή την
πεολειχία. Υπάρχουν φιλιά με ή χωρίς γλώσσα, ηχηρά ή σιωπηλά, ρουφηχτά ή
πιπιλιστά, παρατεταμένα ή σκαστά, υγρά ή ξηρά.
Πράγματι, αυτή η συνήθως ευχάριστη στοματική επαφή επιτρέπει την ανταλλαγή περίπλοκων πληροφοριών μεταξύ των ανθρώπων.
Αν και ιδιαίτερα διαδεδομένο στον άνθρωπο και σε άλλα είδη ζώων, το
φιλί είναι μια αξιοπερίεργη και ασαφής συμπεριφορά, αφού με αυτήν
εκδηλώνουμε ποικίλα συναισθήματα: από την οικογενειακή ή φιλική
τρυφερότητα μέχρι τη στάση υποταγής, και από την πιο υποκριτική
κοινωνική συμπεριφορά μέχρι την πιο φλογερή έκφραση του ερωτικού πάθους.
Ειδικότερα οι υποψήφιοι εραστές φαίνεται πως
κυριολεκτικά εναποθέτουν το μέλλον της σχέσης τους στην τρυφερή εξουσία
των χειλιών τους: ένα πρώτο απογοητευτικό φιλί είναι ικανό να πνίξει στη
γέννησή της μια πολλά υποσχόμενη ερωτική σχέση.
Αραγε, πώς εξηγείται η μεγάλη σπουδαιότητα που οι περισσότεροι
άνθρωποι αποδίδουν σε μια τόσο επιφανειακή φαινομενικά αλλά στο βάθος
«μαγική» σωματική πράξη;
Η εξέλιξη του «γαλλικού φιλιού» σε μπονόμπο και πρωτανθρώπους
Τα περισσότερα είδη ζώων δεν υιοθετούν τα φιλιά ως έκφραση ερωτικής
τρυφερότητας ή γονεϊκής στοργής, μολονότι διαθέτουν πιθανά ανάλογα
αισθήματα.
Λαμπρές εξαιρέσεις στο ζωικό βασίλειο αποτελούν οι στενότεροι εξελικτικά συγγενείς μας, δηλαδή οι μεγάλοι ανθρωποειδείς πίθηκοι (γορίλες, χιμπαντζήδες, μπονόμπο).
Ειδικότερα, οι μπονόμπο θεωρούνται, από αυτή την άποψη, οι πλέον
εξελιγμένοι πίθηκοι, αφού χρησιμοποιούν εξίσου συχνά με εμάς το φιλί με
τη γλώσσα (το γαλλικό φιλί) για να εκφράζουν τα συναισθήματά τους!
Για τους εξελικτικούς βιολόγους, δεν υπάρχει τίποτα το εκπληκτικό ή
το μυστηριώδες στο γεγονός ότι διάφορα πρωτεύοντα θηλαστικά, όπως και
εμείς οι άνθρωποι, επιδεικνύουν συχνότατα αυτή τη συμπεριφορά.
Μάλιστα αρκετοί ειδικοί θεωρούν ότι αυτό είναι όχι μόνο απολύτως φυσικό αλλά και εξελικτικά προβλέψιμο.
Ηδη από τα μέσα της δεκαετίας του 1960 ο διάσημος Βρετανός ζωολόγος και συγγραφέας Ντέσμοντ Μόρις
(Desmond Morris) διατύπωσε την εικασία ότι το ανθρώπινο φιλί μπορεί να
προέκυψε από μια πολύ κοινή μητρική πρακτική των προανθρώπινων προγόνων
μας: η μητέρα μασά πρώτα την τροφή και μετά την προσφέρει στόμα με στόμα
στα μικρά της (βλ. D. Morris «Ο γυμνός πίθηκος», εκδ. Κέδρος).
Εξάλλου, αυτή η πρακτική είναι ευρέως διαδεδομένη και στους
σημερινούς μεγάλους πιθήκους. Δεδομένης μάλιστα της κοινής εξελικτικής
καταγωγής και της βιολογικής συγγένειας του ανθρώπου με αυτούς, είναι
απολύτως λογικό να υποθέσει κανείς ότι και τα πρώτα είδη ανθρώπων
χρησιμοποιούσαν την ίδια μέθοδο διατροφής των μικρών τους.
Το να πιέζει λοιπόν η ανθρωποειδής μητέρα τα χείλη της πάνω στα χείλη
των πεινασμένων ή φοβισμένων μικρών της για να τα παρηγορήσει ή να τα
καθησυχάσει, ίσως υπήρξε το αποφασιστικό βήμα για τη μετέπειτα εξέλιξη
της συμπεριφοράς του φιλιού, το οποίο, ενώ είχε διαφοροποιηθεί από την
τροφή, διατηρούσε την υψηλή συναισθηματική και παρηγορητική του
λειτουργία.
Από εδώ και πέρα η σύνδεση αυτής της αρχικά απολαυστικής και
καθησυχαστικής συμπεριφοράς με μη διατροφικά ήθη -τρυφερότητα, ερωτική
συμπεριφορά- ήταν ζήτημα χρόνου.
Αν αυτή ήταν η εξελικτική πορεία της συγκεκριμένης συμπεριφοράς, δηλαδή η φυλογένεσή της,
τότε απομένει να εξηγηθεί με ποιους συγκεκριμένους βιοχημικούς
μηχανισμούς και από ποιες εγκεφαλικές δομές εκδηλώνεται αυτή η
συμπεριφορά.
Υπάρχει χημεία ανάμεσά μας;
Σήμερα τόσο η ένταση της σεξουαλικής έλξης όσο και η σφοδρότητα των
ερωτικών μας παθών θεωρούνται σύνθετες βιοψυχολογικές συμπεριφορές που
επηρεάζονται όχι μόνο από το εξωτερικό περιβάλλον αλλά και από
συγκεκριμένους βιοχημικούς παράγοντες (π.χ. νευροδιαβιβαστές,
ορμόνες και φερομόνες)· παράγοντες που ρυθμίζουν τη λειτουργία του
εγκεφάλου μας και μέσω αυτού το σύνολο της συμπεριφοράς μας.
Επιπλέον, και παρά τις σεξιστικές πολιτισμικές μας εμμονές, είναι
πλέον επαρκώς επιβεβαιωμένο ότι αυτά τα ρυθμιστικά μόρια επιδρούν
διαφορετικά στους άνδρες και στις γυναίκες (βλ. και ειδικό πλαίσιο).
Δεν θα πρέπει συνεπώς να μας εκπλήσσει το ότι οι χρονοβόρες ερωτοτροπίες αλλά
και η διάθεσή μας για σεξ ρυθμίζονται από «ενδογενείς» βιοψυχολογικούς
και μόνο εν μέρει από «εξωγενείς» πολιτισμικούς παράγοντες.
Εκπληξη, αντίθετα, προκαλεί το τεράστιο χρονικό διάστημα που
απαιτήθηκε μέχρι να αναγνωρίσουμε και, παρά τις ιδεοληψίες του
παρελθόντος, να αποδεχτούμε την «πραγματική» φύση των βιολογικών
παραγόντων που, σε τελευταία ανάλυση, ρυθμίζουν τα ερωτικά μας ήθη και
πάθη.
Τυπικό παράδειγμα είναι οι φερομόνες, οι αόρατες χημικές ουσίες που
συγκεντρώνονται στο δέρμα και τις τρίχες του σώματός μας όταν
εκκρίνονται στις μασχάλες, στο πρόσωπο και στα γεννητικά μας όργανα.
Αν, όπως όλες οι σχετικές μελέτες επιβεβαιώνουν, οι φερομόνες παίζουν
πολύ σημαντικό ρόλο στην ανθρώπινη ερωτοτροπία όσο και στην ερωτική
πράξη, κάτι που ισχύει και για πολλά άλλα ζώα, τότε τα φλογερά ερωτικά
φιλιά αποτελούν τη βασιλική οδό για την ανταλλαγή των φερομονών μεταξύ
των εραστών.
Και ίσως ο λόγος που τα φιλιά εξελίχθηκαν σε πρωταρχική ερωτική
πρακτική, κοινή στα περισσότερα θηλαστικά να είναι η πολύτιμη συνεισφορά
τους στη βιοχημική αναγνώριση του κατάλληλου ερωτικού συντρόφου.
Για να επιβληθούν όμως τα φιλιά ως υψηλής βιολογικής αξίας βιοψυχολογικός μηχανισμός
και ως μια βασική μορφή εκδήλωσης του ζωικού ερωτισμού, έπρεπε
παράλληλα να διαμορφωθούν από την εξέλιξη και οι κατάλληλες
νευροεγκεφαλικές δομές.
Διόλου περίεργο λοιπόν ότι τα χείλη όχι μόνο διαθέτουν ένα εξαιρετικά
λεπτό στρώμα επιθηλιακού ιστού, αλλά περιέχουν έναν απίστευτα μεγάλο
αριθμό από αισθητηριακούς υποδοχείς (νευρώνες και νευρωνικές απολήξεις).
Ανάλογα με το πάθος και τη διάρκεια ενός φιλιού, αυτοί οι νευρωνικοί
υποδοχείς, καθώς και όσοι βρίσκονται στη γλώσσα, στη στοματική κοιλότητα
και στη μύτη, στέλνουν συνεχώς νευρικά σήματα στον εγκέφαλο,
πυροδοτώντας έτσι τα αισθήματα ηδονής και άλλα πιο σύνθετα συναισθήματα,
που με τη σειρά τους προκαλούν τις κατάλληλες σωματικές αντιδράσεις.
Για παράδειγμα, πρωτοποριακή ήταν η έρευνα που πραγματοποίησε στις ΗΠΑ η επιφανής νευροεπιστήμων Γουέντι Χιλ (Wendy L. Hill) και η ομάδα της.
Μετρώντας τα επίπεδα συγκέντρωσης δύο σημαντικών ορμονών, της
ωκυτοκίνης και της κορτικοτροπίνης, πριν και ύστερα από ένα φιλί,
διαπίστωσαν ότι σε ετερόφυλα ζευγάρια εθελοντών η ωκυτοκίνη εμπλέκεται
στην ανάπτυξη στενότερων κοινωνικών δεσμών ενώ η κορτικοτροπίνη
σχετίζεται άμεσα με τη ρύθμιση των επιπέδων άγχους.
Οταν σχεδίαζαν αυτό το πείραμα οι Αμερικανοί ερευνητές πίστευαν ότι
κάθε ερωτικό φιλί θα οδηγούσε στην αύξηση των επιπέδων της ωκυτοκίνης, η
οποία επηρεάζει τόσο τους κοινωνικούς δεσμούς όσο και τον ανδρικό και
γυναικείο οργασμό.
Επίσης προέβλεπαν ότι το αποτέλεσμα αυτό θα ήταν ιδιαίτερα εμφανές
στις γυναίκες που συμμετείχαν στο πείραμα. Τέλος, δεδομένου ότι συνήθως
τα φιλιά μειώνουν το άγχος, περίμεναν ότι θα υπήρχε μια σημαντική μείωση
της συγκέντρωσης κορτικοτροπίνης, ουσίας γνωστής για την αγχογόνο δράση
της.
Αντίθετα όμως με ό,τι είχαν προβλέψει, διαπίστωσαν ότι η ωκυτοκίνη αυξανόταν μόνο στους άντρες, ενώ παραδόξως μειωνόταν στις γυναίκες.
Κατέληξαν λοιπόν στο συμπέρασμα ότι συνήθως οι γυναίκες χρειάζονται
κάτι περισσότερο από ένα απλό φιλί για να νιώσουν ότι εμπλέκονται
συναισθηματικά σε μια ερωτική σχέση!
Ωστόσο, η πρόβλεψή τους σχετικά με τη μείωση των επιπέδων συγκέντρωσης κορτικοτροπίνης επαληθεύτηκε,
επιβεβαιώνοντας και πειραματικά αυτό που όλοι γνωρίζουμε εμπειρικά, την
αγχολυτική και κατευναστική επίδραση των φιλιών.
Μήπως λοιπόν για να αντεπεξέλθουμε ψυχολογικά (για οικονομικά ούτε
συζήτηση!) στη μνημονιακή λαίλαπα θα πρέπει να φιλιόμαστε περισσότερο;
Η σημασία του φιλιού στα «άχραντα μυστήρια» του έρωτα
Γιατί όμως το φιλί παίζει αποφασιστικό ρόλο στην ερωτική ζωή τόσο πολλών ανδρών και γυναικών; Είναι απλώς ένα στάδιο «προθέρμανσης» για την ερωτική συνεύρεση ή κάτι περισσότερο; Και έχει για τον άνδρα την ίδια βαρύτητα που έχει για τη γυναίκα;
Ενα από τα πιο ανατρεπτικά συμπεράσματα των πιο πρόσφατων ερευνών
είναι ότι το φιλί όντως αποτελεί μια αποφασιστική στιγμή κατά τη
διαδικασία του ζευγαρώματος, αλλά για τελείως διαφορετικούς λόγους για
τον άνδρα και τη γυναίκα!
Οι άνδρες επεξεργάζονται -και αντιδρούν- διαφορετικά την εμπειρία του
πρώτου φιλιού από τις γυναίκες. Για τους περισσότερους άνδρες ένα βαθύ
φιλί δεν είναι παρά το αναγκαίο βήμα για να περάσουν στο επόμενο στάδιο,
της «ολοκλήρωσης» της ερωτικής σχέσης.
Αντίθετα, για τις γυναίκες φαίνεται ότι αποτελεί περισσότερο ένα
είδος τεστ, προκειμένου να διαπιστώσουν αν αξίζει τον κόπο να
συνεχίσουν.
Η διαφορετική σημασία των φιλιών σε γυναίκες και άνδρες
Από στατιστικές μελέτες στις ΗΠΑ και αλλού προέκυψε ότι το είδος φιλιού
που αρέσει περισσότερο στους άνδρες είναι το υγρό φιλί με γλώσσα, όμως
οι περισσότεροι άνδρες (περίπου το 53%) παραδέχτηκαν ότι θα μπορούσαν να
κάνουν σεξ και χωρίς να έχουν προηγηθεί φιλιά, κάτι που για τις
περισσότερες γυναίκες ήταν αδιανόητο.
Επίσης, οι περισσότεροι άνδρες ομολόγησαν ότι θα μπορούσαν κάλλιστα να κάνουν σεξ ακόμη και με μια γυναίκα που φιλάει άσχημα.
Αντίθετα, για τις γυναίκες τα όμορφα χείλη, η ωραία οδοντοστοιχία και
κυρίως η ευχάριστη αναπνοή και γεύση του στόματος είναι παράγοντες που
έχουν μεγάλη βαρύτητα στην απόφασή τους να κάνουν σεξ.
Οι ερευνητές αποδίδουν στην εξελικτική ιστορία του ανθρώπινου είδους αυτές τις μεγάλες διαφορές στον τρόπο που τα δύο φύλα αντιλαμβάνονται τη λειτουργία του φιλιού.
Σύμφωνα με τη δαρβινική θεωρία περί «σεξουαλικής επιλογής», η επιλογή
του ερωτικού μας συντρόφου γίνεται με κριτήριο τη μεγιστοποίηση της
αναπαραγωγικής επιτυχίας.
Ο μηχανισμός της ερωτικής έλξης ανάμεσα στα ανθρώπινα όντα εξελίχθηκε
με τέτοιον τρόπο ώστε να μας επιτρέπει να εστιάζουμε τις προσπάθειές
μας για ζευγάρωμα σε συγκεκριμένα μόνο άτομα, εξοικονομώντας έτσι
πολύτιμη ενέργεια.
Το φιλί λοιπόν φαίνεται πως επιλέχθηκε κατά την εξέλιξη ως στρατηγική
αξιολόγησης των ερωτικών μας συντρόφων. Ομως, αυτή η στρατηγική δεν
είναι κοινή στα δύο φύλα.
Οπως εύστοχα επισημαίνει ο βιοψυχολόγος Γκόρντον Γκάλοπ
(Gordon Gallup), πρωτοπόρος ερευνητής σε αυτό το πεδίο στο Πανεπιστήμιο
Albany των ΗΠΑ: «Από εξελικτική σκοπιά, το τίμημα και οι συνέπειες της
αναπαραγωγής είναι εντελώς διαφορετικά για τον άνδρα και για τη
γυναίκα».
Για τον άνδρα απώτερος στόχος είναι να «μεταφέρει» το DNA του σε όσο
το δυνατόν μεγαλύτερο αριθμό γυναικών. Για τη γυναίκα, αντίθετα, το φιλί
είναι ένας τρόπος για να διαπιστώσει αν ο υποψήφιος ερωτικός σύντροφος
διαθέτει τα απαραίτητα προσόντα, τόσο τα βιολογικά όσο και τα
ψυχολογικά, ώστε να μπορέσει να ανταποκριθεί καλύτερα στον ρόλο του
πατέρα.
Οσο για τα υγρά φιλιά που τόσο αρέσουν στους άνδρες, η εξήγηση, κατά
τον Γκάλοπ, είναι απλή: με την ανταλλαγή σάλιου διευκολύνεται η
ανταλλαγή ορμονών μεταξύ των δύο ερωτικών συντρόφων.
Στο ανδρικό σάλιο υπάρχει η ανδρική ορμόνη «τεστοστερόνη», η οποία
αυξάνει τη σεξουαλική διέγερση στη γυναίκα, άρα και τις πιθανότητες να
«ενδώσει».
Το πρώτο φιλί, όμως, μπορεί να έχει τα αντίθετα αποτελέσματα: το 66%
των γυναικών, σύμφωνα με προηγούμενη έρευνα του Γκάλοπ, δήλωσε ότι έχασε
κάθε ερωτικό ενδιαφέρον για τον υποψήφιο σύντροφο μόλις τον φίλησε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου