Στο 3,84% κατά μέσον όρο ανέρχεται το ποσοστό των μαθητών που το
2014-15 φοιτούσαν στη Γ΄ Γυμνασίου και δεν συνέχισαν τη φοίτησή τους
στην Α΄ Λυκείου.
Σύμφωνα με στοιχεία τα οποία διαβιβάστηκαν στη Βουλή ως συνοδευτικό
έγγραφο γραπτής απάντησης του υπουργού Παιδείας Νίκου Φίλη, οι περιοχές
με τη μεγαλύτερη σχολική διαρροή είναι τα Δωδεκάνησα και η Ροδόπη, με 8,37% και 8,02% αντίστοιχα, ενώ τα χαμηλότερα ποσοστά σχολικής διαρροής εντοπίζονται σε Πέλλα, Φλώρινα, Σάμο, Καρδίτσα, Κοζάνη.
Σε Αττική και Θεσσαλονίκη, 1.522
και 438 μαθητές της Γ΄ Γυμνασίου δεν συνέχισαν τη φοίτησή τους, σε
σύνολο 31.833 και 10.294 μαθητών αντίστοιχα, με αποτέλεσμα το ποσοστό να
διαμορφώνεται στο 4,85% και 4,25%.
Οι πέραν του Κηφισού και οι μέτοικοι της Θεσσαλονίκης, οι
διαχωριστικές γραμμές στην κοινωνία των δύο «περιούσιων» νομών της
χώρας.
Η εγκατάλειψη του σχολείου είναι μία από τις πιο επώδυνες μορφές που
παίρνει η ανισότητα, η φτώχεια, η εγκατάλειψη, η περιθωριοποίηση και ο
κοινωνικός αποκλεισμός τμημάτων του πληθυσμού, αντανάκλαση της διαίρεσης
της κοινωνίας σε τάξεις.
Ωστόσο, υπάρχουν και κάποια ζητήματα που, αν και συνδέονται με την «παράκαμψη» του σχολείου, δεν απασχολούν τη δημόσια συζήτηση.
Και αυτό είναι φανερό, ιδιαίτερα τα τελευταία χρόνια, που η βαθιά
οικονομική κρίση και οι πολιτικές της φτώχειας, της ανεργίας και της
περιθωριοποίησης μεγάλων τμημάτων του πληθυσμού διαπερνούν την
εκπαιδευτική διαδικασία και τις συνθήκες εκπαίδευσης δεκάδων χιλιάδων
μαθητών στα ελληνικά σχολεία.
Οι όψεις της παράκαμψης του σχολείου είναι:
■ Το πρώτο: 40 χρόνια μετά τη συνταγματική
κατοχύρωση της 9χρονης υποχρεωτικής εκπαίδευσης, περίπου 5.000 παιδιά
ετησίως εγκαταλείπουν το Γυμνάσιο, σε πείσμα των διακηρύξεων.
Παιδιά ανέργων, φτωχών εργατών ή αγροτών, Τσιγγάνων, παλιννοστούντων,
μεταναστών, προτού ακόμη κοπεί η «κορδέλα των εγκαινίων» της εφηβικής
τους ηλικίας πυκνώνουν τις πρώτες σειρές μιας ατέλειωτης στρατιάς
«άγουρης εργατικής δύναμης» και κοινωνικά αποκλεισμένων.
■ Το δεύτερο: Πληθαίνουν καθημερινά οι «μαθητές των
τελευταίων θρανίων», δηλαδή, τα παιδιά εκείνα που εγκαταλείπουν κάθε
προσπάθεια, ενώ από την άλλη είναι φανερή διά γυμνού οφθαλμού η
συρρίκνωση της ομάδας των μαθητών που πασχίζουν για καλά σχολικά
αποτελέσματα.
Χέρι χέρι με τη φτώχεια και την απόγνωση της οικογένειας, η
ολοκληρωτική αναίρεση οποιασδήποτε δυνατότητας ανοδικής κοινωνικής
κινητικότητας μέσα από την πρόσβαση στον εκπαιδευτικό μηχανισμό ακυρώνει
ένα ολόκληρο φάσμα κοινωνικών προσδοκιών, συγκροτημένο εδώ και αρκετές
δεκαετίες, γεγονός που επηρεάζει τις συνθήκες αλλά και τα κίνητρα
μάθησης μέσα στις σχολικές τάξεις.
Δεν είναι λίγοι μάλιστα εκείνοι που υποστηρίζουν ότι, ιδιαίτερα τα
τελευταία χρόνια, της οικονομικής κρίσης και των συνεπειών της στις
οικογένειες των μαθητών και στην υποχρηματοδότηση της εκπαίδευσης, το
ελληνικό σχολείο τείνει να μεταλλαχθεί σε μια «βιομηχανία» ενός
ιδιόμορφου αναλφαβητισμού.
Σαν να αντανακλά η ίδια η κοινωνία πάνω στη μαθησιακή διαδικασία.
Μια κοινωνία όπου ευρύτατα τμήματα του πληθυσμού συντρίβονται
οικονομικά και κοινωνικά και αυτή ακριβώς η συντριβή, η ματαίωση κάθε
ελπίδας και προσδοκίας, γίνεται βραδυφλεγής βόμβα στα δίκτυα της θέλησης
χιλιάδων παιδιών για εκπαίδευση.
Μυρίζουν ήδη τον αποκλεισμό και αισθάνονται ότι δεν μπορούν να
οικοδομήσουν προσδοκία που να μην είναι συνδεδεμένη με ένα νήμα με τη
ματαίωσή της.
Βιώνουν ήδη ένα παρόν και ένα μέλλον που συντρίβεται ανάμεσα στις
μυλόπετρες της ατομικής περιπλάνησης σε μια ακρωτηριασμένη εκπαίδευση
και στην υπόσχεση μιας συντριπτικής εργασιακής ερήμου έπειτα από αυτήν.
Μια κοινωνία όπου οι φτωχοί γίνονται φτωχότεροι και οι πλούσιοι πλουσιότεροι. Και στη μέση σμπαραλιασμένα τα μεσαία στρώματα.
Δίπλα στα όλο και λιγότερα «άλογα κούρσας» που τινάζουν τις επιδόσεις
στον αέρα, διαμορφώνονται οι «ουραγοί», μια μεγάλη ομάδα (ίσως η
μεγαλύτερη μετά τη Μεταπολίτευση) παιδιών, κυρίως από τα λαϊκά στρώματα
(γόνοι αγροτών, εργατών, μικροϋπαλλήλων), οι οποίοι έχουν γυρίσει την
πλάτη στη σχολική εκπαίδευση σαν απάντηση στο γεγονός ότι η τελευταία
δεν έχει πλέον να τους προσφέρει αυτό που, στο πεδίο των επαγγελματικών
προοπτικών, πρόσφερε στο παρελθόν.
Το εφιαλτικό ερώτημα «γιατί να διαβάσω, δάσκαλε;» πλανάται ήδη σαν
φάντασμα μέσα στις σχολικές τάξεις και λιπαίνει το έδαφος για την πλήρη
απαξίωση της γνώσης, ακριβώς από τη γενιά εκείνη που τη χρειάζεται
περισσότερο για να αλλάξει τον εαυτό της και τον κόσμο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου