Το 2015 θα μείνει ως μία από τις πιο πυκνές εκλογικές χρονιές της
σύγχρονης ελληνικής ιστορίας. Οι δύο βουλευτικές εκλογές και το
δημοψήφισμα του Ιουλίου –το πρώτο που διενεργήθηκε στη χώρα έπειτα από
41 χρόνια– προσφέρουν σημαντικά κομμάτια στο παζλ των εκλογικών
κοινωνιολογικών επιπτώσεων της περιόδου της δημοσιονομικής κρίσης. Και
εκ των πραγμάτων, η άνοδος του ΣΥΡΙΖΑ στην εξουσία τον Ιανουάριο και η
επιβεβαίωση της κυριαρχίας του τον Σεπτέμβριο δεν αφήνουν καμία
αμφιβολία ότι συνιστούν ένα ξεχωριστό κεφάλαιο στα πολιτικά χρονικά.
Οι εκλογές του περασμένου Ιανουαρίου ήρθαν να επιβεβαιώσουν και
μάλιστα σε μια αρκετά διογκωμένη εκδοχή το πλειοψηφικό ρεύμα που έδιναν
στον ΣΥΡΙΖΑ οι δημοσκοπήσεις και που είχε ήδη καταγραφεί στις
ευρωεκλογές του Μαΐου του 2014.
Το κύριο χαρακτηριστικό που διαμόρφωσε τη νίκη του κόμματος του Αλ.
Τσίπρα ήταν τα σημαντικά κέρδη που είχε σχεδόν από όλα τα κόμματα σε
σχέση με τις εκλογές του Ιουνίου του 2012. Ποσοτικά και πολιτικά πιο
αξιοσημείωτη ήταν η εισροή του 15% των πρώην ψηφοφόρων της Ν.Δ., τάση
περίπου διπλάσια από την αντίστοιχη των ευρωεκλογών 8 μήνες νωρίτερα
(9%).
Ωστόσο, αυτή η ταχεία διόγκωση των κερδών από τη Ν.Δ. είχε δύο
βασικές επιπτώσεις στη διαμόρφωση του εκλογικού χάρτη, καθώς άμβλυνε δύο
βασικά κοινωνιολογικά ρήγματα που είχαν διαμορφωθεί ανάμεσα στους
ψηφοφόρους των δύο κομμάτων στις εκλογές του 2012: το ηλικιακό (χάσμα
μεταξύ νέων και μεγαλύτερων ηλικιών) και το γεωκοινωνικό (διαφορά μεταξύ
πόλης και υπαίθρου).
Πράγματι, η τελική αύξηση του ΣΥΡΙΖΑ στην επαρχία άγγιξε τις 11
ποσοστιαίες μονάδες και ήταν σχεδόν διπλάσια από την αντίστοιχη στην
Αττική (6,1%), φέρνοντας τα αντίστοιχα τελικά ποσοστά να απέχουν
λιγότερο από μία μονάδα. Ακόμα σημαντικότερη όμως ήταν η αύξηση των
ποσοστών του ΣΥΡΙΖΑ στις μεγάλες ηλικίες (άνω των 55) όπου πλέον οριακά
πλειοψηφούσε της Ν.Δ. (κατά 0,8%), ενώ τον Ιούνιο του 2012 υστερούσε
κατά 22% (βλ. πίνακα).
Οι παραπάνω μεταβολές αντικατοπτρίζονταν και στα ποσοστά των διαφόρων
επαγγελματικών ομάδων, όπως καταγράφτηκαν στο exit poll: Σε
συνταξιούχους και αγρότες ο ΣΥΡΙΖΑ πέτυχε τη θεαματικότερη ανατροπή των
συσχετισμών του με τη Ν.Δ. ως προς το 2012. Παρ’ όλα αυτά, πρέπει να
σημειωθεί ότι εξαιρετικά περιορισμένη (κάτω από 3,5%) ήταν η άνοδος των
ποσοστών του στη σπουδάζουσα νεολαία και στους ελ. επαγγελματίες.
Ειδικά η δεύτερη περίπτωση ήταν ενδεικτική της αδυναμίας του ΣΥΡΙΖΑ
να διεισδύσει περαιτέρω στη συγκεκριμένη κοινωνική ομάδα, που σύντομα
έμελλε να αναδειχθεί σε «αχίλλειο πτέρνα» του στο κοινωνικό πεδίο και
την προβληματική επικοινωνία του με τον χώρο της επιχειρηματικότητας.
Αλλά και η καταγραφή των ανέργων και των μισθωτών στους δύο
βασικότερους πόλους δύναμής του (με ποσοστά περί το 40%) μπορεί αφ’ ενός
να αντανακλά τη συνολικότερη κοινωνική δυσαρέσκεια που έχει γεννήσει η
περίοδος της κρίσης και την οποία ο ΣΥΡΙΖΑ κατ’ εξοχήν εξέφραζε, από την
άλλη πλευρά όμως σηματοδοτούσε το δύσκολο στοίχημα που περιέβαλλε την
κυβερνητική του προοπτική: τη σύζευξη της ανάπτυξης με την κοινωνική
πολιτική υπό συνθήκες Μνημονίου.
Η δυσαρέσκεια αυτή αποτυπώθηκε και στο κοινωνικό ρήγμα μεταξύ
μεσοαστικών και λαϊκών στρωμάτων, που είχε ήδη παγιωθεί σε υψηλά επίπεδα
από τις εκλογές του 2012 και ανάγλυφα απεικονίζεται στον εκλογικό χάρτη
του Λεκανοπεδίου με τη σταθερά έντονη διαφοροποίηση της εκλογικής
συμπεριφοράς μεταξύ των εργατικών-λαϊκών συνοικιών (Β’ Πειραιά και δυτ.
ζώνη) και των μεσοαστικών περιοχών (βορειοανατολικά προάστια και
παραλιακή ζώνη).
Ο παραπάνω διαχωρισμός από την αρχή έδειχνε να διαπερνάει τις
πολιτικές παρατάξεις στο εσωτερικό τους και να αντιμετωπίζεται ως ένας
κατακόρυφος διαιρετικός άξονας που τέμνει τον ιδεολογικό και που
προσλαμβάνεται κατά συνθήκη πολιτικά (μνημόνιο/αντιμνημόνιο) ή
πολιτισμικά (μεταρρύθμιση/λαϊκισμός). Σε κάθε περίπτωση, αυτός ο άξονας
φάνηκε να τοποθετεί την κύρια διαίρεση του δημοψηφίσματος και να
εκτινάσσει την προαναφερόμενη διαφοροποίηση στο έπακρο (βλ. ζώνες
Λεκανοπεδίου στον πίνακα).
Το δημοψήφισμα ωστόσο ήρθε να επιβεβαιώσει τη μεταστροφή της Αττικής,
η οποία έδωσε το 2ο πιο χαμηλό ποσοστό του «όχι» (59,7%) μετά την
Πελοπόννησο. Το σίγουρο είναι ότι η έκταση του αποτελέσματος (61,3%)
ήταν τέτοια που υποσκέλιζε και αυτήν ακόμα την απάντηση στο υποβληθέν
ερώτημα, ερμηνευόμενη πρωτίστως ως προσωπική νίκη του πρωθυπουργού ως
λευκή επιταγή για τους περαιτέρω χειρισμούς.
Πολλά από τα χαρακτηριστικά των εκλογών του Ιανουαρίου επιβεβαιώθηκαν
και τον Σεπτέμβριο. Για πρώτη φορά τα ποσοστά του ΣΥΡΙΖΑ στην Αττική
και την επαρχία εξισορροπήθηκαν πλήρως -με την επαρχία μάλιστα να αποκτά
και ένα οριακό προβάδισμα (35,5% έναντι 35,4%)– και το κλείσιμο της
ηλικιακής ψαλίδας για το κόμμα του Αλέξη Τσίπρα διατηρήθηκε. Στον χώρο
των επαγγελματικών ομάδων όμως αποτυπώνονται και οι βασικότερες ρωγμές
της κυβερνητικής πλειοψηφίας στο κοινωνικό πεδίο, ειδικά μετά την
περιπετειώδη περίοδο του καλοκαιριού (capital controls, ψήφιση νέου
Μνημονίου, εσωκομματική κρίση).
Εξαιρώντας τους αγρότες (+1,8%), τα ποσοστά του ΣΥΡΙΖΑ μειώθηκαν σε
όλες τις ομάδες των «ικανών για εργασία»: στους ανέργους (οριακά), στους
μισθωτούς (κυρίως του ιδιωτικού τομέα) και κυρίως στους ελεύθερους
επαγγελματίες (-5,1%) όπου πλέον ο ΣΥΡΙΖΑ σημειώνει τα χαμηλότερα
ποσοστά του, ενώ η Ν.Δ. παίρνει το προβάδισμα για πρώτη φορά από τις
εκλογές του 2012.
Οι παραπάνω μεταβολές σηματοδοτούν ίσως την απαρχή μιας αμφισβήτησης
προς το κυβερνών κόμμα, η οποία άλλωστε είχε εκφραστεί και με τη στάση
αναμονής ενώπιον των προεκλογικών δημοσκοπήσεων (μία εβδομάδα πριν από
τις εκλογές η συσπείρωσή του δεν ξεπερνούσε το 60%, για να φτάσει το 73%
την ημέρα της κάλπης).
Στον δημογραφικό τομέα όμως αξίζει ιδιαίτερα να τονιστεί η ενίσχυση
του ΣΥΡΙΖΑ στις γυναίκες (κατά 2% περίπου) εν αντιθέσει με την κάμψη του
ποσοστού του στους άνδρες. Η διόγκωση αυτή του gender gap έμελλε να
αποτελέσει τον ισχυρότερο ίσως παράγοντα στη διαμόρφωση τους τελικού
αποτελέσματος.
Τέλος, οφείλει να επισημανθεί ότι ένα άλλο κρίσιμο στοιχείο της
αναμέτρησης του Σεπτεμβρίου ήταν η διόγκωση της αποχής, η οποία εν τέλει
φαίνεται να έπληξε και τα δύο μεγάλα κόμματα, με τον ΣΥΡΙΖΑ να χάνει
320.000 ψήφους αλλά και τη Ν.Δ. 200.000 σε σχέση με τον Ιανουάριο.
Η εξαιρετικά μειωμένη αυτή συμμετοχή (1,7 εκατ. λιγότεροι ψηφοφόροι
σε σχέση με το 2007) καθιστά σχετική -αν όχι επισφαλή– όλη την
ερμηνευτική προσέγγιση των παραπάνω στοιχείων και ειδικά αυτών του exit
polls, του οποίου τα δεδομένα εκφράζονται πάντα επί των συμμετεχόντων.
Το μόνο βέβαιο είναι ότι οι εκλογές του Σεπτεμβρίου με τις εκ νέου
πολλαπλές μετακινήσεις ψηφοφόρων από και προς όλους τους χώρους, και
παρά τη σύμπτωση του τελικού αποτελέσματος με αυτό του Ιανουαρίου,
αναδεικνύουν ακόμα μία φορά τη ρευστότητα του εκλογικού σκηνικού και
ειδικά εν όψει της εφαρμογής του Μνημονίου από τον ΣΥΡΙΖΑ και των
δειγμάτων γραφής της νέας ηγεσίας της Ν.Δ.
Συντάκτης: Παναγιώτης Κουστένης - δρ. Πανεπιστημίου Αθηνών
Πηγή: efsyn.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου