Δεν υπάρχει αμφιβολία
ότι ο «Σπάρτακος» του Φαστ είναι δημοφιλέστερος από το «Σπάρτακο» του
Καίστλερ. Και μόνο το γεγονός ότι πάνω στο βιβλίο του Φαστ βασίστηκε το
σενάριο της τεράστιας χολιγουντιανής επιτυχίας με τον Κερκ Ντάγκλας
τα λέει όλα. Γιατί ο Φαστ ξέρει να χειρίζεται όλες τις κλασικές
συνταγές της εμπορευματοποίησης αποδίδοντας το πορτρέτο του απόλυτου
ήρωα που δεν διστάζει ποτέ, δεν φοβάται ποτέ και δεν υποχωρεί ποτέ,
γνωρίζοντας εκ των προτέρων τη σωστή επιλογή, που δεν είναι άλλη από την
εφαρμογή της δικαιοσύνης. Ο αυστηρά μονογαμικός έρωτάς του με τη
Βαρίνια και οι ρομαντικές στιγμές που θέλουν τον Σπάρτακο να ξαπλώνει
στα πόδια της πιάνοντάς της το χέρι και να αναλογίζεται το πανανθρώπινο
όραμα της ελευθερίας είναι η επική διάσταση της επανάστασης που πρώτα
απ’ όλα διασφαλίζει την ηθική της υπεροχή. Κι εδώ ακριβώς βρίσκεται η
μεγάλη απόσταση του επαναστατημένου Σπάρτακου από το σαθρό ρωμαϊκό
καθεστώς που αποπνέει τη νοσηρότερη ανηθικότητα. Γιατί ο Φαστ ξεκινά την
ιστορία αντίστροφα παρουσιάζοντας τους σταυρωμένους στην Απία Οδό που
σαπίζουν και κατατρώγονται από τα έντομα και τα πουλιά κι αναδύουν τη
φρικαλέα οσμή της πτωμαΐνης. Το αποκρουστικό θέαμα της απάνθρωπης
διαπόμπευσης δεν είναι παρά η επιβολή της πιο αδίστακτης εξουσίας, που
αδυνατεί να σεβαστεί οτιδήποτε.
Ο Κράσσος παρουσιάζεται ως αδηφάγο
σεξουαλικά τέρας που βρίσκει ευχαρίστηση μόνο στα πλαίσια της κτηνώδους
επιβολής. Η άμετρη σεξουαλικότητα όλων των ρωμαϊκών χαρακτήρων του Φαστ
συνθέτουν την εικόνα της ύψιστης ηθικής παρακμής, που διαιωνίζεται ως
αυτονόητο εκμηδενίζοντας κάθε ανθρώπινη επαφή και μετουσιώνοντας το
αχαλίνωτο σε μοναδική επικοινωνία. Η αντιδιαστολή του Σπάρτακου δεν
είναι παρά η φωτεινότητα της ηθικής αρτιότητας, που προβάλλει τον ηθικά
αποδεκτό ερωτισμό ως απόδειξη ανωτερότητας. Ο Σπάρτακος του Φαστ είναι
αδύνατο να εναλλάσσει ερωτικούς συντρόφους, είναι αδύνατο να στερηθεί
στο ελάχιστο την ακεραιότητά του (προσαρμοσμένος στα ηθικά πρότυπα
σχεδόν 2.000 χρόνων αργότερα) σε αντίθεση με το Σπάρτακο του Καίστλερ,
που και υποδεχότανε διάφορες στη σκηνή του, και βασανιζότανε από φόβους
κι αμφιβολίες, και ζητούσε συμβουλές σε στιγμές αδυναμίας. Κατ’ επέκταση
ο Φαστ δεν κάνει κανένα λόγο ούτε για τη διάσπαση του στρατού, ούτε για
την αποχώρηση του Κρίξου, ούτε για το αν υπήρξαν σκληρές τιμωρίες που
αναγκάστηκε να επιβάλλει σε στρατιώτες του. Το μόνο που αναφέρεται είναι
ο χαμός του Κρίξου, που πολέμησε αυτόνομα χωρίς να δίνονται ιδιαίτερες
εξηγήσεις για το πώς συνέβη αυτό. Παρακολουθούμε τον ηρωισμό που φτάνει
στα όρια της αγιοσύνης, τον άνθρωπο που δεν τσαλακώνεται ποτέ από το
πέρασμα της ιστορίας, τον γεννημένο ηγέτη, όπως φαίνεται και από τα
χρόνια του ορυχείου, πριν ακόμα τον αγοράσει ο Βατιάτος και τον κάνει
μονομάχο. Μ’ άλλα λόγια παρακολουθούμε την απόλυτη μυθοποίηση κατά τα
πρότυπα της χολιγουντιανής ηθικοπλαστικής εμπορευματοποίησης.
Όμως ο Φαστ,
εντελώς μυθιστορηματικά, προχωρά σε μια άκρως ενδιαφέρουσα σκηνή, όπου
παρουσιάζει τον Κράσσο να επιδεικνύει σε φίλους το αρωματοποιείο του
οποίου ήταν ιδιοκτήτης. Περιγράφοντας όλες τις τεχνικές της εποχής για
την παραγωγή αρωμάτων, καταδεικνύει ένα χώρο καθαρά βιομηχανικό, με
μηχανήματα κι επιστάτη, όπου αυτοί που εκτελούσαν τις εργασίες δεν ήτανε
δούλοι αλλά εργάτες, οι περισσότεροι Σύριοι, Αιγύπτιοι, Έλληνες και
Ιουδαίοι. Οι ρωμαίοι πολίτες δεν υπήρχε περίπτωση να απασχοληθούν με τα
πενιχρά μεροκάματα του Κράσσου: «Και τώρα θα με ρωτήσετε, δουλεύουν;
Ναι, μόνο όμως μέχρι που να μαζέψουν αρκετές οικονομίες για να αγοράσουν
την ιδιότητα του ρωμαίου πολίτη». (σελ. 376). Μπροστά στους
κατάπληκτους φιλοξενούμενους ο Κράσσος εξηγεί: «Ένας δούλος σας
καταξοδεύει να τον τρέφετε, κι ύστερα πεθαίνει. Ετούτοι εδώ όμως – κι
έδειξε τους εργάτες – καθένας τους γίνεται χρυσάφι. Ούτε σκοτίζομαι για
να τους τρέφω και να τους σταυλίζω». (σελ. 379). Κι εδώ ακριβώς
βρισκόμαστε στην ουσία της κατάργησης της δουλείας, που δεν αφορά ούτε
τις ανθρωπιστικές αξίες, ούτε την ηθική πρόοδο της κοινωνίας, αλλά
εξαντλείται σε αυστηρά οικονομικούς νόμους. Μετατρέποντας τον εργάτη σε
μηχανή που θα δουλεύει με απάνθρωπους όρους και θα αμείβεται με
εξευτελιστικούς μισθούς, ουσιαστικά το κεφάλαιο απαλλάσσεται και από την
αγορά και από την συντήρηση του δούλου. Γιατί ο δούλος αποτελεί
ιδιοκτησία και ως εκ τούτου η εξόντωσή του δεν είναι παρά συρρίκνωση της
ιδιοκτησίας, δηλαδή ολοκάθαρη οικονομική ζημία. Όσο φτηνά κι αν
αγοράζει κανείς το δούλο δεν μπορεί να αλλάξει αυτούς τους συσχετισμούς.
Ο εργάτης όμως δεν αποτελεί οικονομική ιδιοκτησία, οπότε μπορεί να
εξοντωθεί στη δουλειά χωρίς το ελάχιστο κόστος, αφού δεν υπάρχει τίποτε
πιο αναίμακτο από την αντικατάστασή του. Ο εργοστασιάρχης του 1800
ενδιαφερότανε περισσότερο για τα μηχανήματά παρά για τους εργάτες. Αν η
παραγωγή απαιτούσε τη χρήση ζώων, είναι δεδομένο ότι τα ζώα σιτίζονταν
καλύτερα από τους εργάτες. Γιατί τα μηχανήματα και τα ζώα έχουν
οικονομικό μέγεθος που πρέπει να αποσβέσουν, ενώ ο εργάτης που
πληρώνεται με τη μέρα ή το κομμάτι, όχι. Γιατί ο εργάτης πρώτα θα
παράγει και μετά θα πληρωθεί σε αντίθεση με τα μηχανήματα που πρώτα θα
αγοραστούν και μετά θα παράγουν. Με άλλα λόγια τα μηχανήματα αποτελούν
το πάγιο κεφάλαιο του εργοστασιάρχη που πρέπει να διαφυλαχτεί, ενώ ο
εργάτης είναι το απολύτως αναλώσιμο ανθρώπινο δυναμικό που δεν στοιχίζει
τίποτε και ταυτόχρονα παράγει υπεραξία και που ο Μαρξ ονομάζει
μεταβλητό κεφάλαιο. Η μετατροπή του δούλου σε μισθωτό εργάτη δεν είναι
παρά η μετατροπή του πάγιου κεφαλαίου, που θέλει φροντίδα, σε ανέξοδο
αναλώσιμο υλικό, δηλαδή σε μεταβλητό κεφάλαιο. Το πάγιο κεφάλαιο όσο
φτηνό κι αν είναι, δεν μπορεί να συγκριθεί με το μεταβλητό, αφού το
μεταβλητό δεν προκαταβάλλεται και ταυτόχρονα είναι αδύνατο να αποβεί
ζημιογόνο. Το μόνο που μένει είναι η φροντίδα της όσο το δυνατό
συρρίκνωσης των εξόδων του μεταβλητού κεφαλαίου, δηλαδή η όσο το δυνατό
μεγαλύτερη εξαθλίωση του εργάτη ή αλλιώς η μετατροπή του σε δούλο που
όμως διατηρεί την ψευδαίσθηση της ελευθερίας.
Ο Μαρξ στο «Κεφάλαιο»
αναφέρει μια έκθεση που παρατίθεται από τις Γαλανές Βίβλους του 1863:
«Μια προσεκτική σύγκριση του συσσιτίου των εγκληματιών στις φυλακές της
Αγγλίας και των πάουπερ στα σπίτια δουλειάς, καθώς και των ελεύθερων
εργατών γης της ίδιας χώρας, δείχνει αναμφισβήτητα πως οι πρώτοι
τρέφονται πολύ καλύτερα και από τις δύο άλλες κατηγορίες». Και η έκθεση
συνεχίζει: «η ποσότητα της εργασίας που ζητούν από έναν καταδικασμένο σε
δημόσια καταναγκαστικά έργα είναι περίπου η μισή από την εργασία που
κάνει ο συνηθισμένος εργάτης γης». (1ος
τόμος σελ. 703). Οι περιγραφές που υπάρχουν για τα σπίτια των εργατών,
το ντύσιμο ή τη διατροφή τους σηματοδοτούν εξαθλίωση αντίστοιχη μ’
εκείνη των δούλων, αν όχι χειρότερη. Η θνησιμότητα των εργατών αποτελεί
το μεγαλύτερο πειστήριο. Όσο για την παιδική εργασία, ο Μαρξ αποκαλεί
ευθέως τους επιστάτες της όλης διαδικασίας δουλεμπόρους. Τα σπίτια
δουλειάς των διάφορων ενοριών προμήθευαν παιδιά 7 – 13 χρονών σε
εργοστάσια όπου: «Ορίστηκαν επιστάτες για να επιβλέπουν την εργασία των
παιδιών. Συμφέρον αυτών των δουλεμπόρων ήταν να ξεθεώνουν στο έπακρο τα
παιδιά, γιατί η πληρωμή τους ήταν ανάλογη με την ποσότητα προϊόντος που
μπορούσαν να στύβουν από το παιδί. Σκληρότητα ήταν η φυσική
συνέπεια…..Σε πολλές εργοστασιακές περιοχές, ιδιαίτερα του Λάνκασηρ,
υποβλήθηκαν στα πιο σκληρά βασανιστήρια τ’ αθώα αυτά πλάσματα, που δεν
ένιωσαν τη χαρά και που είχαν παραδοθεί στους εργοστασιάρχες. Τα
ξεθέωναν μέχρι θανάτου από την πολλή δουλειά…..τα μαστίγωναν, τ’
αλυσόδεναν τα βασάνιζαν με την πιο εξεζητημένη και ραφιναρισμένη
σκληρότητα….Σε μερικές μάλιστα περιπτώσεις τα έσπρωχναν στην
αυτοκτονία». (τόμος 1ος
σελ. 783). Το κατά πόσο όλα αυτά παραπέμπουν στη δουλεία ή όχι ο Μαρξ
είναι ξεκάθαρος: «Αντί δουλεμπόριο διάβαζε αγορά εργασίας, αντί Κεντάκι
και Βιρτζίνια διάβαζε Ιρλανδία και αγροτικές περιοχές της Αγγλίας, της
Σκωτίας και της Ουαλλίας, αντί Αφρική διάβαζε Γερμανία!» (τόμος 1ος σελ. 279).
Ο Χάουαρντ Φαστ
ακολουθώντας κατά γράμμα τις μαρξιστικές αντιλήψεις καθιστά σαφές ότι η
κατάργηση της δουλείας αποτελεί οικονομικό μέγεθος και τίποτε άλλο. Υπό
αυτούς του όρους η ανθρωπιστική άποψη της κατάργησης της δουλείας που
θέλει την ωριμότητα του ανθρώπου και την επικράτηση της ανθρωπιάς
γίνεται κομμάτια. Κι αυτός ακριβώς είναι ο πυρήνας της μαρξιστικής
σκέψης. Η εμβάθυνση των οικονομικών μεγεθών πίσω από όλες τις
επικρατούσες ιδέες. Με άλλα λόγια η ταύτιση του ιδεολογικού γίγνεσθαι με
το οικονομικό που καθιστά κάθε ιδεολογική πρόοδο σεβαστή μόνο αν είναι
συμβατή με τις καπιταλιστικές φιλοδοξίες, αφού ιδέα που δεν συνάδει με
την καπιταλιστική παραγωγή είναι αδύνατο να επικρατήσει. Ο Φαστ,
περισσότερο παιχνιδίζοντας με την ιστορία, βάζει τον Κράσσο να απαντά
έκπληκτος σε υποθετικό ερώτημα που αφορά την πιθανότητα της επανάστασης
των εργατών όπως εκείνης του Σπάρτακου: «Επανάσταση των
εργατών;….Όχι,…κάτι τέτοιο ποτέ δεν θα γίνει. Αυτοί δεν είναι δούλοι
βλέπεις. Είναι ελεύθεροι. Είναι ελεύθεροι, αν θέλουν να φύγουν – όπως
τους αρέσει. Γιατί τάχα να κάνουν επανάσταση;» (σελ. 379).
Χάουαρντ Φαστ «ΣΠΑΡΤΑΚΟΣ» εκδοτικός οίκος «ΜΟΡΦΩΣΗ» Αθήνα 1960
Καρλ Μαρξ «ΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ» εκδόσεις «ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΠΟΧΗ» Αθήνα 2009
Γράφει ο Θανάσης Μπαντές
Πηγή: eranistis.net
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου