Κάθε χρόνο, εδώ και μισό αιώνα, τέτοιες μέρες, η ελληνική Δεξιά σε όλες τις εκφάνσεις της εμφανίζει μια έντονη δυσανεξία.
Πώς να αντιμετωπίσει την ανάμνηση αυτής της πρωτοφανούς εξέγερσης τον Νοέμβρη του 1973; Τι να βρει να πει για τις μέρες εκείνες;
Πώς να δικαιολογήσει αυτό το μοναδικό παράδειγμα αυθόρμητης αλλά
συνειδητής εξέγερσης ενός τμήματος της νεολαίας, ενάντια σε ένα πάνοπλο
καταπιεστικό καθεστώς;
Δεν είναι μόνο το βάρος της δικής της απουσίας από τον τόπο της
εξέγερσης. Αυτό η συντηρητική παράταξη θα μπορούσε να το αντιπαρέλθει με
την αναφορά σε μεμονωμένα πρόσωπα που συμμετείχαν στην εξέγερση και στη
συνέχεια σταδιοδρόμησαν στον δικό της χώρο.
Αλλωστε κανένα κόμμα -ούτε τα κόμματα της Αριστεράς- δεν μπορούν να
περηφανευτούν για τη δική τους πολιτική στάση την περίοδο εκείνη, εφόσον
όχι μόνο δεν το προέβλεψαν ως πιθανό, αλλά σε κάποιο βαθμό το θεώρησαν
βλαπτικό στους δικούς τους σχεδιασμούς. Αυτό ήταν φυσικό, εφόσον
επρόκειτο για μια αυθεντικά αυθόρμητη πρωτοβουλία.
Αλλά είναι προς τιμήν του συνόλου της Αριστεράς ότι ακόμα και εκείνοι
οι εκπρόσωποί της που την πρώτη μέρα, την Τετάρτη 14 Νοεμβρίου 1973,
επιχείρησαν να αποτρέψουν την κατάληψη, μόλις διαπίστωσαν ότι αυτό δεν
ήταν δυνατόν, επέστρεψαν στο Πολυτεχνείο, και μάλιστα ορισμένοι απ’
αυτούς διακρίθηκαν το τελευταίο βράδυ, κατά τη διάρκεια της αιματηρής
επέμβασης των δυνάμεων της καταστολής.
Μ’ αυτή την έννοια, η εξέγερση υπήρξε έργο του συνόλου της Αριστεράς,
από τις παραδοσιακές έως τις αντιεξουσιαστικές της εκδοχές.
Η δυσκολία των εκπροσώπων της Δεξιάς έγκειται κυρίως στο ίδιο το
γεγονός. Στο περιεχόμενό του: στο μήνυμα της εξέγερσης που εξακολουθεί
να εκπέμπει το Πολυτεχνείο του 1973. Στο μήνυμα ότι ακόμα και κάτω από
τις πιο σκληρές συνθήκες καταπίεσης γεννιέται η λαϊκή αντίσταση.
Η μόνη χρονιά που λύθηκε «εύκολα» το ζήτημα ήταν η πρώτη επέτειος της
εξέγερσης, η 1η Νοέμβρη του 1974. Ο εφευρετικός Κωνσταντίνος
Καραμανλής, με την ορμή του ανανεωμένου και επανεισαγόμενου εθνάρχη,
είχε τη φαεινή ιδέα να επιλέξει την πρώτη επέτειο -που συνέπιπτε να
είναι Κυριακή- για την πρώτη μεταπολιτευτική εκλογική αναμέτρηση.
Επιχείρησε, έτσι, να «τιμήσει» με τον δικό του τρόπο το Πολυτεχνείο,
περνώντας παράλληλα το μήνυμα ότι με τις εκλογές ο αγώνας της νεολαίας
«δικαιώνεται» μια και καλή.
Μόνο που το μήνυμα αυτό διήρκεσε μόλις μία βδομάδα. Την επόμενη
Κυριακή (24.11.1974), η πρώτη πορεία εκατοντάδων χιλιάδων πολιτών από το
Πολυτεχνείο στην αμερικανική πρεσβεία λειτούργησε ως ισχυρό αντίδοτο
στην παντοδυναμία που είχε κατακτήσει η Νέα Δημοκρατία με το 54% στις
εκλογές και έθεσε τις βάσεις για ένα ετήσιο συλλαλητήριο που επί χρόνια
είχε σαφή αντιδεξιό χαρακτήρα.
Από τότε, η ελληνική Δεξιά δοκίμασε όλους τους διαθέσιμους τρόπους
για να απαλλαγεί από την ενοχλητική αυτή επέτειο. Επιχείρησε κατ' αρχάς
να τη σχετικοποιήσει ως «πανεθνική» εξέγερση «άδολων» και «απολίτικων»
νέων.
«Η 17 Νοεμβρίου 1973 πρέπει να ανακηρυχθεί εθνική εορτή» έγραφε η
«Βραδυνή» στη δεύτερη επέτειο (17.11.1975). «Η τρίτη ελληνική εθνική
εορτή. Γιατί συμπυκνώνει την άγια κληρονομιά του λαού μας κι όλες τις
αρετές και τις ελπίδες του: ενότητα εθνική, τυραννοκτόνο φιλελευθερισμό
και δημοκρατική ομοψυχία. Εθνική εορτή. Οπως η 25η Μαρτίου και η 28η
Οκτωβρίου».
Οταν φάνηκε ότι η επαγγελία του πανεθνικού χαρακτήρα της εξέγερσης
δεν έπειθε, ενώ παράλληλα διατηρούνταν τα εξεγερσιακά συνθήματα, η Δεξιά
προσπάθησε να υπονομεύσει ή και να καταργήσει τον εορτασμό, υιοθετώντας
όλα τα αναθεωρητικά επιχειρήματα της Ακροδεξιάς, σύμφωνα με τα οποία
δεν υπήρξαν νεκροί εντός του Πολυτεχνείου, ενώ και οι πληγωμένοι υπήρξαν
θύματα κάποιων «εξοστρακισμών» ή στόχοι ύποπτων και αγνώστων ελεύθερων
σκοπευτών.
Και, τέλος, δεν δίστασε ακόμα και να την οικειοποιηθεί, όταν κατέστη
σαφές ότι δεν είναι δυνατόν η εξέγερση να σβηστεί από τη λαϊκή μνήμη.
Σ’ αυτή την πολύχρονη και άνιση μάχη της Δεξιάς με την ιστορική
αλήθεια υπάρχουν τρεις επέτειοι-σταθμοί, με διαφορά δέκα χρόνων η μία
από την άλλη, που σημάδεψαν τους πολιτικούς συσχετισμούς της εποχής και
έπαιξαν σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση των κομματικών σχηματισμών. Ηταν ο
Νοέμβρης του 1983, του 1994 και του 2004.
Η καταγγελία της επετείου
Οσο πλησίαζε ο Νοέμβρης του 1983, φαινόταν ότι το ΠΑΣΟΚ, σχετικά
άφθαρτο ακόμα, μετά από δύο χρόνια στην εξουσία, θα έδινε ιδιαίτερο
βάρος στον εορτασμό της δέκατης επετείου.
Η ηγεμονία της κυβέρνησης στον ευρύτερο «προοδευτικό» χώρο
εκδηλωνόταν μάλιστα με τη συμμετοχή γνωστών στελεχών του
αντιδικτατορικού φοιτητικού κινήματος στο υφυπουργείο Νέας Γενιάς του
Κώστα Λαλιώτη. Από την άλλη πλευρά, η Νέα Δημοκρατία, με αρχηγό τον
Ευάγγελο Αβέρωφ, είχε αναδιπλωθεί σε σκληρές δεξιές θέσεις, με κύριο
εκφραστή την ΟΝΝΕΔ, η οποία όμως στον φοιτητικό χώρο παρέμενε ακόμα
τέταρτη δύναμη.
Λίγες μέρες πριν από τον εορτασμό προκλήθηκε πολιτικός σεισμός από
την αποκάλυψη του Κ. Αγγελόπουλου ότι «η ΟΝΝΕΔ βρίσκεται στα χέρια
φασιστικής κλίκας, με τις ευλογίες του Αβέρωφ» («Κυριακάτικη
Ελευθεροτυπία», 13.11.1983).
Σύμφωνα με το ρεπορτάζ, «με άξονα τους ακροδεξιούς Β. Μιχαλολιάκο και
Μ. Μανωλάκο -αρχηγό και υπαρχηγό αντίστοιχα- με πολιτικό “εκπρόσωπο”
του κ. Αβέρωφ τον ακροδεξιό νεαρό βουλευτή Μεσσηνίας κ. Αντ. Σαμαρά και
εκτελεστικά όργανα μερικές δεκάδες χούλιγκαν ακροδεξιούς νεολαίους, η
ΟΝΝΕΔ βαδίζει στο δρόμο της φασιστικοποίησής της, τρομοκρατώντας ή
διώκοντας τα μετριοπαθή στοιχεία».
Στους σκληρούς συγκαταλέγονταν και οι «Σταθόπουλος, Αγγελίδης και
Χατζηνικολάου (γιος βουλευτή της Ν.Δ.)». Ο Αντώνης Σαμαράς υπέβαλε
μήνυση κατά της εφημερίδας, αλλά οι εξελίξεις τη δικαίωσαν.
πιβεβαιώθηκε επίσης η σχέση της ΟΝΝΕΔ με ακροδεξιές ομάδες, όπως το
ΕΝΕΚ, το οποίο μέσω της εφημερίδας του («Συναγερμός») πίεζε την ΟΝΝΕΔ να
μη νομιμοποιήσει τον «μύθο του Πολυτεχνείου» και εξήρε τη σκληρή στάση
του υπεύθυνου της ΜΑΚΙ Νίκου Χατζηνικολάου που αντιδρούσε.
Μιλώντας με τον κ. Χατζηνικολάου πριν από τις εκλογές του περασμένου
Σεπτέμβρη (32 χρόνια αργότερα), τόσο ο Ν. Μιχαλολιάκος όσο και ο Χρ.
Παππάς της Χρυσής Αυγής φρόντισαν με τρόπο να του υπενθυμίσουν τη δράση
του εκείνη την περίοδο.
Τελικά, κάτω από την πίεση των πραγμάτων, η ηγεσία της ΟΝΝΕΔ δεν
συμμετείχε στον επίσημο εορτασμό του 1983, αλλά αναγκάστηκε να
διοργανώσει τις δικές της φιέστες για το Πολυτεχνείο.
Βέβαια, φρόντισε με ανακοίνωσή της να αποστασιοποιηθεί από τον
αντιομπεριαλιστικό χαρακτήρα των εκδηλώσεων, ισχυριζόμενη ότι «μέχρι
τώρα δεν υπάρχουν στοιχεία που θα μπορούσαν να αποδείξουν την ευθύνη των
Ηνωμένων Πολιτειών στην επιβολή του πραξικοπήματος και στη στρατιωτική
επέμβαση των Τούρκων στην Κύπρο».
Ενδιαφέρον έχει ότι η Χρυσή Αυγή αντιμετώπιζε τη Ν.Δ. και κυρίως την
ΟΝΝΕΔ ως «μαζικό χώρο» και τους απηύθυνε νουθεσίες μέσω του ναζιστικού
της περιοδικού:
«Η Ν.Δ., αν θέλει να περισώσει το τελευταίο ίχνος αξιοπρέπειας που
της απέμεινε, θα πρέπει να σταθεί μακριά από τέτοιες εκδηλώσεις και
μάλιστα να τις καταγγείλει ανοιχτά. Πρέπει να πάψει ακόμα να τιμά “το
αληθινό νόημα του Πολυτεχνείου”, γιατί αληθινότερο νόημα από αυτό που
προκύπτει από τα ίδια τα γεγονότα, νόημα που το αποδίδουν θαυμάσια με
τις εκδηλώσεις τους οι πάσης φύσεως μαρξιστές, δεν υπάρχει.
»Πρέπει ξεπερνώντας τα συμπλέγματά της, να καταλάβει, ότι η μόνη ορθή
πολιτική επιλογή γι’ αυτήν, επιλογή σύμφωνη προς την ιδεολογική της
τοποθέτηση και αποδεκτή από το λαϊκό της έρεισμα, είναι να λάβει σαφή
αντίθετη στάση έναντι της εξεγέρσεως του Πολυτεχνείου και να την
παρουσιάσει όπως ήταν στην πραγματικότητα, σαν μια γνήσια μαρξιστική
εξέγερση» (περ. «Χρυσή Αυγή», τχ. 12, Δεκέμβριος 1983).
Η Νέα Δημοκρατία έσπευσε να συμμορφωθεί, συμμετέχοντας με τον ίδιο
τον αρχηγό της στις εκδηλώσεις για τα «Δεκεμβριανά» στου Μακρυγιάννη
στις 3.12.1983.
Εναν χρόνο αργότερα, τα πράγματα ήταν εντελώς διαφορετικά. Ο Κώστας
Μητσοτάκης από τον Σεπτέμβριο του 1984 είχε αναδειχτεί στην προεδρία της
Ν.Δ. και μεθόδευσε την αλλαγή της ηγεσίας της ΟΝΝΕΔ, από τον
Μιχαλολιάκο στον Μεϊμαράκη.
Η αλλαγή σκυτάλης υπήρξε επεισοδιακή, αλλά και η αλλαγή στη στάση
απέναντι στο Πολυτεχνείο μάλλον επιφανειακή. Ενώ μέχρι την παραμονή της
πορείας η ΟΝΝΕΔ δήλωνε ότι θα συμμετάσχει, τελικά απείχε, με την
προσχηματική δικαιολογία ότι δεν έγινε δεκτό το δικό της πολιτικό
πλαίσιο.
Οσο απομακρυνόταν η επέτειος από τα πραγματικά γεγονότα, τόσο η Δεξιά
ένιωθε πιο άνετα να κρατά τις αποστάσεις της. Μάλιστα δέκα χρόνια
αργότερα, τον Νοέμβριο του 1994, με κυβέρνηση πάλι ΠΑΣΟΚ, τέθηκε ανοιχτά
το ζήτημα να καταργηθεί ο εορτασμός.
Την άποψη αυτή ανέλαβαν να υποστηρίξουν οι εφημερίδες της «παρατάξεως».
Ο Χρήστος Πασαλάρης δεν δίστασε να γράψει ότι «μπορεί οι Ελληνες να
“νανουρίζονται” ακόμη από αυτό το “αντιστασιακό” παραμύθι», αλλά στην
πραγματικότητα το Πολυτεχνείο δεν ήταν παρά μια πράξη σκηνοθετημένη από
«σκοτεινούς υπερατλαντικούς σκηνοθέτες», που «εργάστηκαν καταχθόνια για
να φέρουν στην εξουσία τον Ιωαννίδη και να παραδώσουν τη μισή Κύπρο
στους Τούρκους» («Ως πότε το παραμύθι του Πολυτεχνείου;», «Απογευματινή»
18.11.94).
Εναν χρόνο αργότερα, τον Νοέμβρη του 1995, ο Μιχάλης Δημητρίου
επανερχόταν: το Πολυτεχνείο ήταν «σύγκρουση και διαμάχη Ελλήνων προς
Ελληνες», μια επέτειος «ενδοελληνική [...] όπως ήταν η εκτέλεση των Εξ,
το 1935, τα Δεκεμβριανά, το 1963 και η υπόθεση (sic) Λαμπράκη, η
επέτειος της 4ης Αυγούστου και τόσες άλλες επέτειοι που δίχασαν και
πόνεσαν τους Ελληνες εξαιτίας Ελλήνων» («Ως πότε Πολυτεχνείο;», εφ.
«Ελεύθερος Τύπος» 15.11.1995).
Η Δεξιά έδειχνε πλέον να χειραφετείται από όσα θεωρούσε δουλείες της «αριστερής» Μεταπολίτευσης.
Ο Καραμανλής στην αντίσταση
Ολα αυτά άλλαξαν άρδην μόλις αναδείχτηκε και πάλι στην κυβέρνηση η
Ν.Δ., αυτήν τη φορά με πρωθυπουργό τον Κώστα Καραμανλή. Θεωρήθηκε τότε
ότι το άνοιγμα προς τον «μεσαίο χώρο» απαιτούσε να αναθεωρηθεί η
αρνητική στάση απέναντι στο Πολυτεχνείο. Δεν ήταν καθόλου δύσκολο.
Η ΟΝΝΕΔ διοργάνωσε ειδική εκδήλωση με ομιλητή τον ίδιο τον Καραμανλή
(14.11.2004) και προσκεκλημένο τον τότε πρόεδρο του Συνασπισμού, ο
οποίος φρόντισε να εξάρει τον ρόλο των στελεχών της Δεξιάς στην
αντιδικτατορική αντίσταση.
Και μπορεί η ΠΑΣΠ να διαφώνησε με την κατάθεση στεφάνου στον χώρο του
Πολυτεχνείου από την ΟΝΝΕΔ, αλλά τα φώτα όλα έπεσαν στον πρώην υπουργό
του ΠΑΣΟΚ, Στέφανο Τζουμάκα, ο οποίος στην ίδια εκδήλωση «ανέφερε πως
έχει δεσμούς με τον Κώστα Καραμανλή, τον Μιχάλη Λιάπη και τον Βαγγέλη
Μεϊμαράκη, οι οποίοι συμμετείχαν στην κατάληψη του Πολυτεχνείου»
(«Απογευματινή», 15.11.2004).
Οι «αποκαλύψεις» αυτές πήραν κωμικοτραγική διάσταση με τη διευκρίνιση
«κύκλων του Μαξίμου, ότι ως μαθητής τότε ο Κώστας Καραμανλής είχε κάνει
σκασιαρχείο με τους συμμαθητές του για να συμμετάσχουν στην κατάληψη
του Πολυτεχνείου» («Ελεύθερος Τύπος», 15.11.2004).
Πολύ γρήγορα συνδέθηκε αυτή η ξαφνική προσέγγιση Κωνσταντόπουλου -
Καραμανλή με τη σχεδιαζόμενη υποψηφιότητα του πρώτου για την προεδρία
της Δημοκρατίας.
Η Νεολαία του Συνασπισμού αντέδρασε στη συμμετοχή του προέδρου του
κόμματος στην εκδήλωση της ΟΝΝΕΔ και θύμισε ότι «τα μέλη της ΟΝΝΕΔ έχουν
επανειλημμένα επιδείξει -ειδικά τις μέρες του Πολυτεχνείου-
αντιδημοκρατική συμπεριφορά, ενώ κάποιοι απ’ αυτούς επιλέγουν κάθε χρόνο
να “τιμήσουν” το Πολυτεχνείο χαιρετώντας φασιστικά» («Αυγή»,
14.11.2004).
Την υπεράσπιση της πρωτοβουλίας Κωνσταντόπουλου - Καραμανλή ανέλαβαν
οι σκληροί δεξιοί αρθρογράφοι: «Κάποιοι καλοβολεμένοι με 3 και 4
αργομισθίες κονδυλοφόροι από “προοδευτικές” εφημερίδες ειρωνεύονται την
αποκάλυψη των Κωνσταντόπουλου, Τζουμάκα κ.ά., ότι στο Πολυτεχνείο ήταν
και ο Κώστας Καραμανλής και ο Μιχάλης Λιάπης και η Αννα Μπενάκη και
άλλοι Νεοδημοκράτες.
Με μια πρώτη ματιά που ρίξαμε στα ονόματά τους, οι περισσότεροι από
αυτούς τους “προοδευτικούς” δεν πέρασαν ούτε έξω από το Πολυτεχνείο, ενώ
μερικοί ήταν και χαφιέδες της χούντας!» (Δημήτρης Ρίζος, «Αδέσμευτος
Τύπος», 18.11.2004).
Βέβαια κανείς δεν είχε πει ότι Λιάπης και Μπενάκη μετείχαν στο
Πολυτεχνείο, αλλά ότι απλά συμπαθούσαν τον αντιδικτατορικό αγώνα. Ψιλά
γράμματα εν όψει της ανάγκης να εφευρεθεί η δεξιά συνιστώσα της «γενιάς
του Πολυτεχνείου».
Χρειάστηκε να περάσει σχεδόν άλλη μία δεκαετία ώσπου να αμφισβητηθεί και πάλι ο εορτασμός της επετείου από τη Ν.Δ.
Ηταν πλέον πρωθυπουργός ο Αντώνης Σαμαράς, και το έργο ανέλαβε να
διεκπεραιώσει το δεξί του χέρι, ο Χρύσανθος Λαζαρίδης, με το ειδικό
βάρος κάποιου που αποδειγμένα συμμετείχε στην εξέγερση (βέβαια ως μέλος
τότε μιας αριστερής αντιστασιακής οργάνωσης).
Αλλά με την παραίτηση Σαμαρά, άλλαξε και πάλι η «γραμμή». Την
περασμένη Δευτέρα, ο Βαγγέλης Μεϊμαράκης επανέλαβε τα περί συμμετοχής
του ίδιου στο Πολυτεχνείο και μάλιστα ανακάλυψε και ανύπαρκτες
επισκέψεις Κανελλόπουλου και Μαύρου στους εγκλείστους, «για να μας
δώσουν κουράγιο».
Η αμηχανία της Δεξιάς μπροστά στην εξέγερση φυσικά παραμένει.
Αδωνις, ο «Πολυτεχνίτης»
Από τους σημερινούς βουλευτές της Ν.Δ., αν εξαιρέσουμε τον Β.
Μεϊμαράκη και τον Αντ. Σαμαρά που βρέθηκαν κάποια περίοδο στην ηγεσία
της κομματικής Νεολαίας, κανείς δεν ασχολήθηκε ιδιαίτερα με το ζήτημα
του Πολυτεχνείου.
Φυσικά στον κανόνα αυτόν δεν εμπίπτουν ο Αδωνις Γεωργιάδης και ο
Μάκης Βορίδης, οι οποίοι μέχρι τις αρχές του 2012 υπήρξαν ηγετικά
στελέχη του ΛΑΟΣ.
Και, ως γνωστόν, ο Γιώργος Καρατζαφέρης είχε επί χρόνια αναδείξει ως
βασικό στοιχείο της πολιτικής του ατζέντας την «αποκάλυψη του μύθου του
Πολυτεχνείου».
Μάλιστα φρόντιζε σε κάθε επέτειο να επαναλαμβάνει τις ίδιες
«αποκαλύψεις», φιλοξενώντας διακεκριμένους παράγοντες της χούντας, με
ιδιαίτερη προτίμηση στον Παττακό.
Μόνο που κάποια στιγμή ο Καρατζαφέρης αποφάσισε να μεταβάλει την
πολιτική του γραμμή και άρχισε να διεκδικεί κι αυτός συμμετοχή στο
τελετουργικό της επετείου.
Ηταν το 2010, όταν επιχειρούσε να εμφανίσει «κεντροδεξιό» πρόσωπο,
προσβλέποντας στις διεργασίες στο εσωτερικό της δεξιάς πολυκατοικίας,
μετά την ανάδειξη του ΠΑΣΟΚ στην κυβέρνηση.
Η στροφή αυτή ήταν που επέτρεψε την είσοδο του ΛΑΟΣ στην κυβέρνηση Παπαδήμου ένα χρόνο αργότερα.
Βρέθηκε, λοιπόν, τον Νοέμβρη του 2010 ο Αδωνις στη δύσκολη θέση να εξηγεί στους οπαδούς του τα ανεξήγητα από την ιστοσελίδα του:
«Κάθε χρόνο στέλνουμε μήνυμα στο Πολυτεχνείο όπως και όλα τα κόμματα
και η Βουλή. Είναι εθιμοτυπικό. Εάν τώρα μας δείτε να οργανώνουμε και
καμία γιορτή για το Πολυτεχνείο όπως έκανε η ΟΝΝΕΔ και η ΔΑΠ τα
τελευταία χρόνια να μας κράξετε, o.k.
»Αλλά να μη στείλουμε ούτε μήνυμα θα ήταν σαν να φτύνουμε μία
ολόκληρη πλευρά των συμπολιτών μας που τα πιστεύουν αλλιώς. Κοινώς
ψυχραιμία! Καλώς εξεδόθη η ανακοίνωσις, αν και όλα τα στοιχεία
αποδεικνύουν ότι ουδείς έχασε την ζωή του μέσα στο Πολυτεχνείο εκείνη
την ημέρα».
Απογοητευμένος ο οπαδός τού απαντά: «Στο Πολυτεχνείο είναι που σε
έπιασε ο καημός για το ότι ο πολύς ο κόσμος “το αγαπάει και το σέβεται”;
Εγώ ξέρω τον Αδωνι με τον αντικομμουνιστικό του λόγο στη Βουλή που
προσπαθεί να αποβάλλει την ιδεολογική εξουσία της Αριστεράς και την
ιστορία όπως έχει γράψει αυτή. Οχι τον Αδωνι που χαϊδεύει αυτιά για να
μην “πληγώσει” την ομολογουμένως αριστερή γενικά κοινωνία».
Η απολογία του Αδώνιδος συνεχίζεται: «Στο Πολυτεχνείο ο ΛΑΟΣ
συμμετέχει ως κοινοβουλευτικό κόμμα με την επιτροπή της Βουλής. Σήμερα
αν είδες στη σχετική συζήτηση, μίλησε εκ μέρους μας ο Αστέριος, τα είπε
έξω από τα δόντια, οι πιο πολλοί αριστεροί απεχώρησαν, ο δε κ. Λαφαζάνης
διαμαρτυρήθηκε έντονα για το ότι επετράπη να ακουστούν αυτές οι
απόψεις. Ολα όσα λες, και τα λέμε και τα κάνουμε. Αυτό δεν σημαίνει ότι
δεν θα βγάλουμε ανακοίνωση για την ημέρα όμως».
Οπου Αστέριος, ο κ. Ροντούλης, βουλευτής κι αυτός τότε του ΛΑΟΣ, ο
οποίος με κάποια καθυστέρηση προσχώρησε στη Ν.Δ. τον Φεβρουάριο του
2014, έτσι ώστε να προλάβει να διεκδικήσει εκ μέρους της τη δημαρχία του
Τυρνάβου.
Και ναι μεν δεν τα κατάφερε ο κ. Ροντούλης, αλλά είχε πράγματι
φροντίσει στις 17.11.2010 στη Βουλή να καταγγείλει τη «γενιά του
Πολυτεχνείου», δηλαδή τη μεταπολιτευτική δημοκρατία, ότι «παρέλαβε μια
χώρα που είχε πολιτικά τραύματα, αλλά ταυτοχρόνως είχε να επιδείξει μια
ανθούσα οικονομία και μια αξιοσημείωτη πολιτισμική ομοιογένεια» και ότι
«άλλαξε τα πράγματα, αλλά προς το χειρότερο».
Ο ανοιχτός αυτός ύμνος στη χούντα υποχρέωσε τον Παναγιώτη Λαφαζάνη να
σηκωθεί όρθιος και να του πει «δεν ντρέπεστε», αλλά ο κ. Ροντούλης
συνέχισε.
Ο Αδωνις είχε λοιπόν δίκιο, όταν εκθείαζε την παρέμβαση του Αστέριου.
Τώρα, βέβαια, έχει φροντίσει να διαγράψει τις ενοχλητικές αναρτήσεις
από το ιστολόγιό του. Δυστυχώς γι’ αυτόν υπάρχει τεχνολογία ανάκτησής
τους.
Η σημαία «φάντασμα»
Το μόνο στοιχείο που εξακολουθεί να συνδέει τη Ν.Δ. με την εξέγερση είναι η λεγόμενη «αιματοβαμμένη σημαία του Πολυτεχνείου».
Πρόκειται για τη γνωστή σημαία που έχει προκαλέσει ποικίλους
διαπληκτισμούς μεταξύ φοιτητικών παρατάξεων επειδή -ελλείψει κεντρικής
εκπροσώπησης του φοιτητικού κινήματος- φυλάσσεται από τους εκάστοτε
εκπροσώπους της ΠΑΣΠ.
Αυτή η σημαία εμφανίστηκε μετά τη Μεταπολίτευση. Παραδόθηκε στους
φοιτητές από εκπροσώπους της εφημερίδας «Βραδυνή» πριν από τον πρώτο
εορτασμό και εκτέθηκε μαζί με άλλα ντοκουμέντα τον Νοέμβριο του 1974.
Από το 1975 μεταφέρεται σε κάθε επέτειο στην κεφαλή της πορείας, ενώ κάποια στιγμή μπήκε και στο πλυντήριο για να «καθαρίσει».
Οι σχετικές μαρτυρίες είναι αντιφατικές, κάτι που είναι αναμενόμενο
και φυσιολογικό, αν συνυπολογίσει κανείς τις συνθήκες εκείνης της
δραματικής νύχτας.
Αλλά σημασία έχει ότι μεταλλάσσονται ακόμα και οι γραπτές μαρτυρίες
των ίδιων προσώπων, μόνο και μόνο για να συνδεθεί η σημαία -μέσω
«Βραδυνής»- με τη Δεξιά, ανάλογα με τις πολιτικές σκοπιμότητες της
εποχής.
Η πρώτη αναφορά γίνεται σε ένα κείμενο που δημοσιεύτηκε έναν χρόνο
μετά την εξέγερση ως «ημερολόγιο ενός ρεπόρτερ» και εμφανίζεται ότι
γράφτηκε τη νύχτα της επέμβασης των τανκς:
«Βρίσκομαι έξω από το Πολυτεχνείο. Εχουν φτάσει τα τανκς. Μπαίνω από
την οδό Τοσίτσα. Φοβάμαι... Τι γίνεται εκεί, Θεέ μου! Πυροβολούν.
Προχωρώ προς το κεντρικό προαύλιο από την πίσω πλευρά. Το τανκς
επιτίθεται. Τσαλακώνει τη μεγάλη πόρτα. Οιμωγές πόνου. Κορμιά στο
έδαφος. Αίμα. Κόλαση. Να η σημαία. Πάνω της δύο νέα παιδιά,
πλημμυρισμένα στο αίμα. "Αδέλφια μας μη μας χτυπάτε".
»Ο Εθνικός Υμνος. Δεν ξέρω τι να κάνω. Εχω κολλήσει στον τοίχο του
μικρού θυρωρείου της κεντρικής πύλης. Ριπές, δακρυγόνα. Ξαναβλέπω τη
σημαία. Τα δυο παιδιά τα έχουν πάρει. Νεκρά; Τραυματισμένα; Το αίμα τους
έχει ποτίσει το εθνικό σύμβολο. Σκέπτομαι κάτι: Τρέχω, αρπάζω τη σημαία
και ξαναβρίσκομαι στο μικρό θυρωρείο. Είναι μια σάκα εκεί. Διπλώνω τη
σημαία που στάζει από καυτό αίμα ακόμη, τη βάζω στη σάκα και τρέχω να
βγω» (εφ. «Βραδυνή», 17.11.1974).
Μια εντελώς διαφορετική εκδοχή περιγράφει τριάντα χρόνια αργότερα ο
Χρήστος Πασαλάρης, θέλοντας σώνει και καλά να αναδείξει τον ρόλο της
δεξιάς νεολαίας στην εξέγερση:
«Με την αποκατάσταση της Δημοκρατίας, λίγες μέρες προτού γιορτάσουμε
την πρώτη επέτειο της εξέγερσης (που συνέπεσε με τις πρώτες εκλογές)
ήλθε ένα πρωινό στη "Βραδυνή", όπου ήμουν τότε διευθυντής, κάποιος
συνεσταλμένος νέος κρατώντας ένα δέμα στο χέρι.
"Επιτρέψτε μου την ανωνυμία", μου είπε. "Είμαι φίλος της παράταξης
και έλαβα μέρος στη μάχη του Πολυτεχνείου. Αυτό εδώ είναι η ματωμένη
σημαία (αυτή ακριβώς που περιφέρει η ΕΦΕΕ κάθε χρόνο στη μεγάλη πορεία
της). Τη μάζεψα δίπλα σε μια τραυματισμένη κοπέλα και κατάφερα να φύγω
πηδώντας από τα κάγκελα. Σας την παραδίδω να τη δώσετε στα παιδιά του
Πολυτεχνείου".
»Αυτό και έπραξα αμέσως την άλλη μέρα καλώντας στο γραφείο μου την
ΕΦΕΕ χωρίς θορύβους και δημοσιότητες. Τα γράφω όμως όλα αυτά σήμερα για
να δείξω ότι τα παιδιά της ΟΝΝΕΔ είναι […] όπως και ο νέος που μου έφερε
τη ματοβαμμένη σημαία, όπως και όλα εκείνα τα παλικάρια που πήραν μέρος
στην εξέγερση της 17ης Νοεμβρίου, σεμνά, αθόρυβα και ταπεινά» (Χρήστος
Πασαλάρης, «Η ΟΝΝΕΔ, το "Πολυτεχνείο" και 4 ακόμη επαναστάσεις», «Τύπος
της Κυριακής», 14.11.2004).
Σχεδόν ταυτόχρονα έδινε από άλλη εφημερίδα τη δική του –φανταστική βέβαια- παραλλαγή ο Δημήτρης Ρίζος:
«Συντάκτης-ρεπόρτερ της "Βραδυνής" τότε –της μόνης εν λειτουργία
εφημερίδας που έκανε αντίσταση στη χούντα- κάλυπτα μαζί με άλλους
συναδέλφους μου το ρεπορτάζ της εξέγερσης. Και έφαγα τα καπνογόνα μέχρι
σκασμού. Δεν θα ξεχάσω όμως ποτέ τη στιγμή όταν η Αγωνιστική Επιτροπή
των Φοιτητών μάς έκανε την τιμή και μας παρέδωσε –τιμώντας και την
αγωνιζόμενη τότε εφημερίδα μας- την αιματοβαμμένη Σημαία του
Πολυτεχνείου!» («Αδέσμευτος Τύπος», 17.11.2004).
Αυτά γράφονταν τη χρονιά που η κυβέρνηση Καραμανλή επιδίωξε να
προσεταιριστεί την εξέγερση. Πέντε χρόνια αργότερα ο ίδιος
αρθρογράφος-εκδότης επαναλάμβανε:
«Ε, λοιπόν, δεν ήθελα να το κάνω γνωστό, αλλά με προκαλούν. Η Σημαία
του Πολυτεχνείου παραδόθηκε σ’ εμένα για να τη μεταφέρω στη "Βραδυνή",
στέλεχος της οποίας ήμουν τότε. Η "Βραδυνή", όσο κι αν ακούγεται
παράξενο σήμερα, υπήρξε κατά τη διάρκεια της δικτατορίας η πιο
αντιστασιακή εφημερίδα! (Γι’ αυτό και μας την έκλεισε δύο φορές η
χούντα.)
»Παρέδωσα τη Σημαία στον εκδότη μας Τζώρτζη Αθανασιάδη κι εκείνος,
όταν ήλθε η Μεταπολίτευση, την παρέδωσε στην ΕΦΕΕ, την οργάνωση των
φοιτητών. Τώρα πώς βρέθηκε στα χέρια των κομματικών οργανώσεων του ΠΑΣΟΚ
δεν το γνωρίζω» (Δημήτρης Ρίζος, «Αδέσμευτος Τύπος», 18.11.2009).
Στην ίδια σελίδα φρόντιζε πάντως ο κ. Ρίζος να επαναλάβει ότι
«κανένας νεκρός δεν υπήρξε ποτέ μέσα στο Πολυτεχνείο». Το πώς «ματώθηκε»
η σημαία παραμένει δηλαδή μυστήριο.
ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: Τάσος Κωστόπουλος
Πηγή: efsyn.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου