«Υπάρχει μια ομάδα ατόμων ισχυρής επιρροής
που θέλει να δώσει μια πριμιτιβιστική και μινιμαλιστική έννοια στον
αρχαίο ελληνικό κόσμο. Ο σοβαρός όμως μελετητής πρέπει να αντιστέκεται».
Ο Antonio Corso γεννήθηκε στο
Baone, στην επαρχία Padova, της ΒΑ Ιταλίας. Σπούδασε στο Πανεπιστήμιο
της Padova, όπου και αναγορεύτηκε Διδάκτωρ Αρχαιολογίας. Ειδικεύτηκε
στην αρχιτεκτονική και στην αρχαιοελληνική γλυπτική. Το 1984, με
υποτροφία της Ιταλικής Αρχαιολογικής Σχολής, έρχεται στην Αθήνα και από
τότε συνδέεται στενά με την Ελλάδα. Έχει αφιερώσει το μεγαλύτερο μέρος
του επιστημονικού του έργου στον μεγάλο γλύπτη της αρχαιότητας, τον
Πραξιτέλη. Για αρκετά χρόνια υπήρξε επιμελητής του Αρχαιολογικού
Μουσείου του Πανεπιστημίου της Padova. Την ίδια περίοδο δίδαξε στο Τμήμα
Αρχαιολογίας του ίδιου Πανεπιστημίου. Υπήρξε επίσης επισκέπτης
καθηγητής στο Κρατικό Πανεπιστήμιο της Μόσχας. Είναι συγγραφέας πολλών
βιβλίων και μεγάλου αριθμού άρθρων. Έχει βραβευτεί για τη μελέτη του για
τον Ρωμαίο αρχιτέκτονα Βιτρούβιο και πρόσφατα με το βραβείο του Lord
Marks Charitable Trust. Έχει λάβει αλλεπάλληλες υποτροφίες από
επιστημονικά ιδρύματα και φορείς και έχει συνεργαστεί με κορυφαία
ερευνητικά κέντρα (της Βρετανίας, της Γερμανίας, της Ουγγαρίας, της
Γεωργίας και της Ρωσίας). Βάση του, ωστόσο, παραμένει η Αθήνα.
– Κύριε Corso, πώς ξεκίνησε η αγάπη σας για τον αρχαιοελληνικό πολιτισμό;
A.C.: Αγαπητέ κύριε Παππά, γεννήθηκα σε ένα σπίτι,
όπου υπήρχε μια μεγάλη βιβλιοθήκη με πολλούς αρχαίους συγγραφείς. Γι’
αυτόν τον λόγο, από την ηλικία των 9-10 χρονών, άρχισα να διαβάζω τον
Όμηρο, τον Ησίοδο… και, όταν ήμουν 10-11 χρονών, κατάλαβα τη μεγάλη
πνευματική σημασία που έχει ο Ελληνικός πολιτισμός και ότι από την
«τροφή» αυτή δεν έπρεπε να απομακρυνθώ.
– Μιλήστε μας για την πρώτη επαφή σας με την Ελλάδα;
A.C.: Ήρθα στην Ελλάδα για πρώτη φορά το 1981, για
λίγες μόνο ημέρες, με αφορμή ένα τουριστικό ταξίδι. Η αληθινή, ωστόσο,
πρώτη φορά ήταν το 1984, όταν πήρα την υποτροφία της Ιταλικής
Αρχαιολογικής Σχολής και έμεινα στην Ελλάδα για εννέα μήνες. Αγάπησα
πάρα πολύ αυτή τη χώρα, γι’ αυτό και είμαι τώρα εδώ.
– Παρόλο που έχετε συνεργαστεί με κορυφαία ερευνητικά κέντρα
ανά τον κόσμο, πάντοτε επιστρέφετε στην Αθήνα. Τι είναι για σας η
Ελλάδα;
A.C.: Η Ελλάδα είναι για μένα ο Πολιτισμός, με τη μεγαλύτερη πνευματική σπουδαιότητα, που άνθησε στον κόσμο.
– Τι γνώμη έχετε για τους Έλληνες αρχαιολόγους;
A.C.: Οι Έλληνες αρχαιολόγοι είναι πάρα πολύ καλοί
επιστήμονες. Ο Γιώργος Δεσπίνης ήταν ο καλύτερος παγκοσμίως επιστήμονας
στην αρχαία ελληνική γλυπτική. Αντίστοιχα, ο Μανόλης Κορρές είναι ο
καλύτερος στην αρχιτεκτονική. Μέσα από την επαφή και τον διάλογό μου με
Έλληνες συναδέλφους, συνεχώς μαθαίνω, οι γνώσεις μου κάθε μέρα
εμπλουτίζονται.
– Γνωρίζω ότι παρακολουθείτε τις εξελίξεις γύρω από το
μεγαλοπρεπές ταφικό μνημείο της Αμφίπολης που ερευνάται τα τελευταία
χρόνια. Τι σας κέντρισε την προσοχή;
A.C.: Ενδιαφέρομαι για το μνημείο «Καστά», γιατί
έχει πραγματικά αριστουργήματα τέχνης. Η κεφαλή της Σφίγγας είναι ένα
από τα καλύτερα έργα τέχνης που μας σώζονται από τον 4ο προχριστιανικό
αιώνα. Με τη σημαντική αυτή ανακάλυψη έχουμε μια καινούργια σελίδα στην
ιστορία και στην ιστορία της τέχνης.
– Έχοντας αφιερώσει το μεγαλύτερο μέρος του αρχαιολογικού σας
έργου στον Πραξιτέλη, ποια, κατά τη γνώμη σας, είναι η σχέση των
γλυπτών του ταφικού μνημείου με την πραξιτέλεια και μεταπραξιτέλεια
τέχνη;
A.C.: Τα αγάλματα του τύμβου «Καστά» έχουν και
πραξιτέλειες λεπτομέρειες (όπως ο δακτύλιος της Αφροδίτης στον λαιμό, η
μορφή των προσώπων, τα μαλλιά, τα υποδήματα των Καρυατίδων) και
σκοπαδικές (όπως η μορφή των οφθαλμών των Καρυατίδων) αλλά και
λυσιππικές (όπως τα μυώδη σώματα των Σφιγγών).
– Θεωρείτε ότι όλα τα γλυπτά του είναι σύγχρονα και σμιλεύτηκαν από το ίδιο εργαστήριο;
A.C.: Νομίζω ότι και οι Σφίγγες και οι Καρυάτιδες
προέρχονται από Θασιακά εργαστήρια του 320 περίπου π.Χ. Μια κεφαλή του
Διονύσου από τη Θάσο, έργο του 330-320 π.Χ., είναι πάρα πολύ κοντά στην
κεφαλή της Σφίγγας της Αμφίπολης. Αλλά και η κεφαλή της Καρυάτιδας που
σώζεται είναι πάρα πολύ κοντά σε μια γυναικεία κεφαλή από το Ηράκλειο,
επίσης, της Θάσου.
– Ως ειδικός της γλυπτικής…, γιατί ο παραγγελιοδότης επέλεξε
το μάρμαρο Θάσου για την εκτεταμένη χρήση του; Ποια η γνώμη σας για την
ποιότητά του αλλά και για το τελικό αισθητικό αποτέλεσμα;
A.C.: Η Θάσος είναι πάρα πολύ κοντά στην Αμφίπολη,
γι’ αυτό και το Θασιακό μάρμαρο ήταν μάλλον φθηνότερο, σε σχέση πάντοτε
με το Παριανό ή το Πεντελικό που θα ’πρεπε να ’ρθει από πολύ μακριά. Η
ποιότητα του μνημείου και των γλυπτών του είναι πάρα πολύ υψηλή. Η
αισθητική ιδέα που αυτό αποπνέει είναι αυτή της δύναμης και όχι μόνο της
χάρης, μια ιδέα τυπική στη τέχνη της Μακεδονίας κατά την εποχή αυτή.
– Πώς δικαιολογείται η παρουσία των Σφιγγών και των
Καρυατίδων στο μνημείο; Ήταν θέμα επιλογής του αρχιτέκτονα, του
παραγγελιοδότη, απηχεί μια κοινή αντίληψη, έναν συμβολισμό ή έχουν
καθαρά ρόλο διακοσμητικό, στο πλαίσιο ενός είδους αρχιτεκτονικής
προσόψεων;
A.C.: Οι Σφίγγες ήταν τέρατα μεταξύ ζωής και
θανάτου, και γι’ αυτόν τον λόγο ταιριάζουν σε ένα ηρώο. Το ίδιο και οι
Κόρες. Οι Κόρες του Ερεχθείου βρίσκονται στο ηρώο του Ερεχθέα. Φυσικά,
τέτοιου είδους έργα εκφράζουν τις επιλογές του παραγγελιοδότη, του
πολιτικού πάτρωνα και όχι του αρχιτέκτονα ή του γλύπτη που απλά
εκτελούσαν τις εντολές του.
– Εκτός από τη γλυπτική, έχετε ασχοληθεί και με την
αρχιτεκτονική. Το εν λόγω έργο συνδέθηκε με τον Δεινοκράτη, έναν
φημισμένο αρχιτέκτονα της αρχαιότητας. Σας βρίσκει σύμφωνο αυτή η
σύνδεση;
A.C.: Κατά τη γνώμη μου, το μνημείο μπορεί να είναι
του Δεινοκράτη, γιατί πολλές λεπτομέρειές του είναι τυπικές στο
υστεροκλασικό Αρτεμίσιο της Εφέσου (όπως το ζικ ζακ των ενδυμάτων των
Καρυατίδων), το οποίο, σύμφωνα με τον Αρτεμίδωρο (Στράβων 14, 23), ήταν
έργο δικό του.
– Η τοποθέτηση -από την ανασκαφική ομάδα- του λιονταριού στην
κορυφή του τύμβου έπεισε μόνον μία μερίδα ειδικών. Εσείς πού ανήκετε,
στους πεισθέντες ή στους δύσπιστους;
A.C.: Πιστεύω ότι το λιοντάρι ήταν στημένο πάνω στον
λόφο «Καστά», γιατί αφενός αποτμήματά του βρέθηκαν στον λόφο και
αφετέρου ένα τμήμα από το ανάγλυφο της βάσης του βρέθηκε κοντά.
– Ορισμένοι αρχαιολόγοι στάθηκαν στη θεατρικότητα και στον
σταδιακό εντυπωσιασμό που δημιουργεί στον θεατή το μνημείο και το
συνέδεσαν με την όψιμη Ελληνιστική περίοδο και κυρίως τον 2ο αι. π.Χ. Τα στοιχεία αυτά κάνουν την εμφάνισή τους τότε ή στο τέλος του 4ου αι. π.Χ.;
A.C.: Αποκλείεται το μνημείο αυτό να είναι του 2ου
αιώνα π.Χ. Η επιφάνεια των γλυπτών είναι τραχιά, όπως στα υστερακλασικά
αγάλματα, ενώ στον 2ο αιώνα είναι υπερεκλεπτυσμένη και ημιδιαφανής. Τα
υποδήματα των Καρυατίδων δεν απαντούν στον 2ο αιώνα αλλά είναι τυπικά
των τελευταίων δεκαετιών του 4ου προχριστιανικού αιώνα [υπάρχει το άρθρο
της Heide Froning, Die Sandale des Hermes des Praxiteles in Olympia,
Πότνια Θηρών, Vienna (2007) 95-101, που καταλήγει σε αυτά τα
συμπεράσματα]. Επίσης, οι δύο βάσεις των Καρυατίδων δεν κοσμούνται με
κυμάτια, κάτι που συμβαίνει σε 230 περίπου άλλες αντίστοιχες βάσεις
αγαλμάτων. Ύστερα από τους λόγους αυτούς, μόνον αρχαιολόγοι που δεν
γνωρίζουν καλά αυτές τις λεπτομέρειες, μπορούν να θεωρούν το μνημείο
υστεροελληνιστικό.
– Άλλοι πάλι, με βάση τις γιγαντιαίες διαστάσεις του
μνημείου, αλλά και τις κόρες, τις οποίες θεωρούν αρχαϊστικές, το
συνέδεσαν με τους Ρωμαίους. Πότε ξεκινά στην αρχιτεκτονική η τάση για το
τεράστιο, το πελώριο, το υπερμέγεθες; Έχουμε αρχαϊστικά γλυπτά στο
τέλος του 4ου αι. π.Χ.;
A.C.: Ναι, έχουμε γλυπτά με αρχαϊστικές λεπτομέρειες
στο τέλος του 4ου αι. π.Χ., όπως οι columnae caelatae στο Αρτεμίσιο της
Εφέσου, ο Διόνυσος «Σαρδανάπαλος», και νωρίτερα ο Ερμής «Προπύλαιος»
του Αλκαμένη. Υπάρχει στην υστεροκλασική περίοδο μια μεγάλη νοσταλγία
για το παρελθόν και αρχαϊκές λεπτομέρειες γίνονται της μόδας. Στην
αρχιτεκτονική, η τάση για το τεράστιο ξεκινά με τα κτίρια των σατραπών,
το Μαυσωλείο της Αλικαρνασσού, το δεύτερο Αρτεμίσιο της Εφέσου. Η
βασιλεία χρησιμοποιεί τα μεγάλα κτίρια για να προπαγανδίσει τη βασιλική
δύναμη. Όπως σας ανέφερα προηγουμένως, τα υποδήματα των Καρυατίδων, η
επιφάνεια των αγαλμάτων, οι χωρίς κυμάτια βάσεις, κ.τ.λ. καθιστούν χωρίς
επιστημονική άξια την άποψη ότι τα έργα αυτά είναι υστεροελληνιστικά.
– Για τις ζωγραφικές παραστάσεις του επιστυλίου του δευτέρου
θαλάμου, τι έχετε να πείτε; Υπάρχει κάποια σύνδεση με τα
ορφικά-διονυσιακά μυστήρια; Αποσκοπούσαν στη μετάδοση μηνυμάτων ή είναι
νωρίς ακόμα να εξαχθούν συμπεράσματα;
A.C.: Ναι, υπάρχει σύνδεση με τον Διόνυσο. Ο ταύρος
στην ζωφόρο είναι ο Διόνυσος Ζαγρεύς. Μπορεί όμως ο ταύρος να έχει σχέση
και με τον βασιλιά της Μακεδονίας. Η απάντηση που έδωσε η Πύθια σε
ερώτηση του Φιλίππου Β΄, «εἰ κρατήσει τοῦ βασιλέως τῶν Περσῶν», ενόσω αυτός προετοιμαζόταν για την εκστρατεία κατά της Περσίας, ήταν: «Ἔστεπται μὲν ὁ ταῦρος, ἔχει τέλος, ἔστιν ὁ θύσων»,
η οποία, σύμφωνα με τον Διόδωρο τον Σικελιώτη (16, 91), δεν αναφερόταν
στο τέλος του Πέρση βασιλιά, όπως θέλησε να την ερμηνεύσει ο Φίλιππος,
αλλά στον δικό του θάνατο.
– Πρόσφατα οι ανασκαφείς, βασισμένοι σε επιγραφικά δεδομένα,
προχώρησαν στη σύνδεση του μνημείου με τον Ηφαιστίωνα, τον επιστήθιο
φίλο του Μ. Αλεξάνδρου, αλλά και τον Αντίγονο τον Μονόφθαλμο, έναν εκ
των επιγόνων του. Πολλοί αμφισβήτησαν αυτήν τη σύνδεση. Πρέπει να
προβαίνει κανείς σε τέτοιες διατυπώσεις, προτού δει τις χαράξεις εκ του
σύνεγγυς ή μέσω αξιόπιστου φωτογραφικού και σχεδιαστικού υλικού;
A.C.: Η υπογραφή του Ηφαιστίωνα φαίνεται σε μένα
σαφής από τις φωτογραφίες. Την είδα όμως και -ιδίοις όμμασι- στην
καμάρα, κατά την επίσκεψή μου εκεί την 1η Οκτωβρίου. Οποιαδήποτε άλλη
εξήγηση δεν μου φαίνεται πειστική. Επιπλέον, η ανάγλυφη ζωφόρος, κάτω
από το λιοντάρι, που παριστάνει έναν πολεμιστή, ένα άλογο, μια
μακεδονική ασπίδα και μια σάρισα, φανερώνουν ότι με το μνημείο αυτό
τιμήθηκε ένας εκ των νικητών της Περσικής εκστρατείας.
– Επιστημονική αυστηρότητα και έμμονη δημοσιότητα: μπορεί να
υπάρξει πρόοδος μέσα από αυτήν τη συνδιάλεξη; Έχει θέση η εμμονή στην
επιστήμη;
A.C.: Όχι! Επ’ ουδενί! Νομίζω ότι η κυρία Περιστέρη
και ο κύριος Λεφαντζής έπραξαν δεόντως. Φυσικά, όλοι οι αρχαιολόγοι
δημοσιεύουν το υλικό τους και μετά εμείς κάνουμε υποθέσεις. Αυτό είναι
λογικό και έχει επιστημονική άξια.
– Πολλοί κατηγόρησαν την ανασκαφέα ότι εξαιτίας της ενεπλάκησαν με το μνημείο πολιτικά πρόσωπα. Εσείς, τι πιστεύετε;
A.C.: Δεν νομίζω ότι οι αρχαιολόγοι που ασχολούνται
με το μνημείο έχουν πολιτικές σκοπιμότητες. Αντίθετα, όσοι θέλουν το
μνημείο ρωμαϊκό, το λέγουν για πολιτικούς λόγους. Θέλουν τα πάντα
ρωμαϊκά, προκειμένου να δώσουν μια πριμιτιβιστική και μινιμαλιστική
έννοια στον αρχαίο ελληνικό κόσμο, με απώτερο βέβαια στόχο να μην είναι
πλέον αυτός ο κόσμος η βάση του Δυτικού πολιτισμού. Υπάρχουν πολύ
ισχυρές δυνάμεις στον Δυτικό κόσμο που ωθούν προς αυτήν την κατεύθυνση.
Εάν υποστηρίξεις αυτές τις απόψεις, η ζωή σου γίνεται εύκολη, μπορείς να
γίνεις καθηγητής εύκολα και με πολύ λίγο κόπο, να πάρεις πλουσιοπάροχες
υποτροφίες κλπ. Υπάρχει μια ομάδα ατόμων ισχυρής επιρροής που ωθεί προς
αυτόν τον στόχο, κάθε σοβαρός όμως μελετητής πρέπει να αντιστέκεται.
– Παρά τις όποιες διαφωνίες, είστε αισιόδοξος για την τύχη
του μνημείου; Θα αποκτήσει τη θέση που του αξίζει στην επιστημονική
κοινότητα και όχι μόνον;
A.C.: Σίγουρα το μνημείο θα αποκτήσει τη θέση που
του αξίζει σε ολόκληρη την επιστημονική κοινότητα. Μια μεγάλη σελίδα της
αρχαίας ιστορίας και της ιστορίας της τέχνης έρχεται στο φως…
– Σας ευχαριστώ πολύ.
A.C.: Κι εγώ σας ευχαριστώ.
Συνέντευξη με τον Δρ. Antonio Corso, Αρχαιολόγο – Επιμέλεια: Δρ. Νικόλαος Β. Παππάς.
Kat_nikpap@yahoo.gr
Πηγή: elliniki-gnomi.eu
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου