Μία από τις πραγματικότητες που αντιμετωπίζει κάθε πρωθυπουργός στην
Ελλάδα, ανεξαρτήτως ιδεολογίας, είναι ότι μια κατά μέτωπον αντιπαράθεση
με την Εκκλησία συνεπάγεται ένα υψηλότατο πολιτικό κόστος». Με τα λόγια
αυτά μόλις προχθές ο «Εκόνομιστ» διαπίστωνε ότι «η αριστερή κυβέρνηση
της Ελλάδας βάζει νερό στο κρασί της κοσμικότητάς της».
Το βρετανικό περιοδικό μάλιστα πρόσθετε ότι το κόστος αυτό «είναι
προφανώς υπερβολικά υψηλό για τον κ. Τσίπρα, ο οποίος έχει πολλά άλλα
πράγματα για τα οποία ανησυχεί: όχι μόνο μια συνεχιζόμενη οικονομική
κρίση, αλλά και τις γεωπολιτικές εντάσεις στην περιοχή, μια κατάσταση
που συχνά έχει οδηγήσει τους Ελληνες να συσπειρωθούν γύρω από τη
θρησκεία τους».
Η όλη συζήτηση ξεκίνησε, αυτή τη φορά, με την πρόταση της κυβέρνησης
να απλοποιηθεί ο τρόπος απαλλαγής των μαθητών από το μάθημα των
θρησκευτικών, κάτι που προκάλεσε την οξεία αντίδραση του αρχιεπισκόπου
Ιερώνυμου «Η σκιά του μακαριστού Χριστόδουλου» και επανέφερε στην επιφάνεια το διαχρονικό αίτημα χωρισμού Εκκλησίας-κράτους.
Ο μύθος της ουδετερότητας
Ενας από τους καταστατικούς αστικούς μύθους είναι και αυτός περί της
ουδετερότητας του κράτους, το οποίο ευρισκόμενο (υποτίθεται) υπεράνω
οικονομικών και ταξικών συμφερόντων, φροντίζει το «κοινό καλό». Στην
πράξη βέβαια αντιλαμβανόμαστε ότι το κράτος εξυπηρετεί πολύ συγκεκριμένα
συμφέροντα, και μάλιστα των ισχυρότερων οικονομικά και κοινωνικά, έτσι
ώστε σε καθημερινή βάση οι αποφάσεις του να είναι ευνοϊκές υπέρ τους.
Η σημερινή κατάσταση γιγαντιαίων ανισοτήτων που συνοψίζεται στην
εξίσωση «το 1% εναντίον του 99%», δεν αποτελεί παρά την ακραία έκφραση
αυτής της πραγματικότητας.
Ο μύθος της ουδετερότητας, στην ελληνική πραγματικότητα, αφορά και το
πνευματικό πεδίο και –πιο συγκεκριμένα– τα ζητήματα θρησκευτικής
συνείδησης, στα οποία παρά τη διακηρυγμένη ανεξιθρησκία, η πράξη δείχνει
μέχρι σήμερα τη μεροληπτική στάση του κράτους υπέρ της Ορθόδοξης
Χριστιανικής Εκκλησίας, βασισμένη και στην παρερμηνεία του συνταγματικού
άρθρου 3 περί «επικρατούσας θρησκείας».
Ομως, το συγκεκριμένο άρθρο δεν μπορεί να οδηγεί, άμεσα ή έμμεσα, σε
σχετικοποίηση της ελευθερίας της θρησκευτικής συνείδησης, έτσι όπως αυτή
κατοχυρώνεται τόσο από το άρθρο 13 παράγραφος 1 του Συντάγματος, η
οποία επιβάλλει κατ’ αρχήν στο κράτος να παραμένει θρησκευτικά ουδέτερο,
αλλά και από το άρθρο 9 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του
Ανθρώπου (ΕΣΔΑ), η οποία έχει κυρωθεί νομοθετικά (ν.δ. 53/1974) και
υπερισχύει κάθε αντίθετης διάταξης νόμου.
Οπως γράφει ο καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου και ευρωβουλευτής του
ΣΥΡΙΖΑ, Κώστας Χρυσόγονος, «σε διαφορετική περίπτωση έχουμε, έστω
μερική, αναίρεση της θρησκευτικής ουδετερότητας του κράτους και
επανερχόμαστε στο πριν από το Σύνταγμα του 1927 ισχύον καθεστώς της
ανεξιθρησκίας, αντί για θρησκευτική ελευθερία».
Ο τρόπος που αντιλαμβάνεται η Εκκλησία τη θέση της Ορθοδοξίας μεταξύ
των υπόλοιπων θρησκειών, και κατά συνέπεια πώς αντιμετωπίζει τα
αλλόθρησκα μέλη της κοινωνίας μας, είναι χαρακτηριστικός. Ανακοίνωση που
εξέδωσε στις 9 Φεβρουαρίου 2015 το Γραφείο επί των Αιρέσεων και των
Παραθρησκειών της Μητρόπολης του Πειραιά, με τίτλο «Σχόλιο σε μαρξιστικό
παραλήρημα για την αγιοκατάταξη του Αγίου Παΐσιου», ως απάντηση σε
άρθρο μου στην «Εφ.Συν.», ανέφερε:
«Η Ορθοδοξία όχι μόνο δεν μπορεί να συγκριθεί με τις διάφορες
θρησκείες του κόσμου, ούτε με τις τραγικές εκπτώσεις του Παπισμού και
του Προτεσταντισμού, αλλά δεν είναι καν θρησκεία, τουλάχιστον όπως
εννοούνται οι θρησκείες του κόσμου [...] διότι η Αγία μας Εκκλησία δεν
εμπίπτει στην κατηγορία των θρησκειών [... Είναι] η Ορθοδοξία μας, η
Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία, η αληθινή Εκκλησία του
Χριστού!».
Εξ ου και η λογική τού «Εμείς» και οι «Αλλοι», δηλαδή και η λογική του περιούσιου και των συνεπαγόμενων αποκλεισμών.
Μειωμένη κυριαρχία
Σε μια ιδιόμορφη κατάσταση μειωμένης κρατικής κυριαρχίας, εξαιτίας
του υψηλού και δυσβάστακτου χρέους, οι ελληνικές κυβερνήσεις, της
παρούσης συμπεριλαμβανομένης, αποδέχτηκαν εκβιαστικά την αποχή από
«μονομερείς ενέργειες», δυσφημιστική αναφορά των δανειστών σε όποιο
μέτρο κοινωνικής πολιτικής και προστασίας. Οι «μονομερείς ενέργειες»
έμειναν έτσι αποκλειστικό προνόμιο των πιστωτών-επικυρίαρχων.
Μια παρόμοια ιδιόμορφη και πρωτοφανής –για τα ευρωπαϊκά, αλλά και
ευρύτερα, δεδομένα– κατάσταση μειωμένης κυριαρχίας ισχύει και για τη
σχέση κράτους-Εκκλησίας. Υπάρχουν τομείς –σχολικά βιβλία, διδασκαλία,
θρησκευτικά σύμβολα, αγιασμοί, σχολικές προσευχές, επίσκεψη ιερέων στα
σχολεία και δυνατότητα εξομολόγησης των μαθητών κ.λπ.– όπου το κράτος
στην ουσία «συγκυβερνά» με την Εκκλησία ή τουλάχιστον η τελευταία έχει
σοβαρό και βαρύνοντα λόγο. Σ’ αυτό δεν θα πρέπει να ξεχνάμε ή να
υποτιμάμε και τη σχέση αρκετών πολιτικών με την Εκκλησία ή ακόμα και με
παρεκκλησιαστικές οργανώσεις, οι οποίες λειτουργούν ως δεξαμενές ψήφων.
Χαρακτηριστική ήταν η ρήση του μακαριστού Χριστόδουλου περί «Δεξιάς του
Κυρίου».
Βέβαια η επιρροή της Εκκλησίας στους πολιτικούς είναι διαχρονική και
υπερκομματική. Ο Ευάγγελος Βενιζέλος, ως υπουργός Πολιτισμού το 2003,
ενέκρινε την απομάκρυνση από την εικαστική έκθεση Outlook έργου Βέλγου
καλλιτέχνη «που προκάλεσε ήδη έντονες αντιδράσεις ως προσβλητικό του
σταυρού, δηλαδή του συμβόλου της Χριστιανικής Θρησκείας».
Την απομάκρυνση ζητούσαν τόσο ο Μιλτιάδης Εβερτ όσο και ο Θόδωρος
Ρουσόπουλος από τη Ν.Δ. Πρόσφατοι είναι και οι τραμπουκισμοί χρυσαυγιτών
βουλευτών έξω από τον πολυχώρο «Χυτήριο», το 2012, στην πρεμιέρα του
έργου «Corpus Christi», μαζί με μέλη παραθρησκευτικών οργανώσεων. Τέλος,
δεν μπορεί κανείς να ξεχάσει τις διαρκείς αναφορές του Αντώνη Σαμαρά
στις «άγιες εικόνες» που δεν θα κατέβουν από τα σχολεία ή στο αγαπημένο
του μότο «με τη βοήθεια της Παναγιάς», με τα οποία απευθυνόταν στα πιο
συντηρητικά στρώματα της κοινωνίας.
Οχι αιφνιδιασμοί
Πολλές φορές, από τα χείλη των αρμόδιων υπουργών ακούσαμε το
καθησυχαστικό (προς την Εκκλησία) «δεν θα αιφνιδιάσουμε κανέναν, όλα θα
γίνουν με διάλογο», ενώ από την πλευρά των ιεραρχών υπήρξαν κατά κόρον
απειλές και «προειδοποιήσεις», όπως αυτή του αρχιεπισκόπου Ιερώνυμου, με
αφορμή τις δηλώσεις του βουλευτή Ν. Φίλη τότε περί ανάγκης χωρισμού
κράτους - Εκκλησίας, ότι «αυτοί που σκέφτονται τέτοια πράγματα, θα το
μετανοήσουν» (Μάιος 2015).
Σήμερα ο κ. Φίλης ως αρμόδιος υπουργός, μετά τη συνάντησή του με τον
αρχιεπίσκοπο και το θέμα που προέκυψε με τις δηλώσεις της αναπληρώτριας
υπουργού, Σίας Αναγνωστοπούλου, επανέλαβε ότι δεν θα υπάρξουν μονομερείς
ενέργειες στο μάθημα των θρησκευτικών και ότι επιδιώκει μόνιμη
συνεργασία με την Εκκλησία.
Η προσπάθεια να καταργηθεί η κατήχηση στα σχολεία ως διδασκαλία των
θρησκευτικών και να αντικατασταθεί είτε με ένα μάθημα συγκριτικής
θρησκειολογίας είτε με την ιστορία των θρησκειών θίγει τον σκληρό πυρήνα
της κυριαρχίας της Εκκλησίας ιδεολογικά, εξ ου και οι σφοδρές
αντιδράσεις των ιεραρχών.
Ομως σ’ ένα σύγχρονο κράτος δεν μπορεί παρά να υπάρχει θεσμοθετημένα η
θρησκευτική ελευθερία και να γίνεται σεβαστή απ’ όλους. Το καθεστώς
«δυαδικής εξουσίας» κράτους - Εκκλησίας στα ζητήματα θρησκείας,
συνείδησης και πνευματικότητας υποσκάπτει την κοσμικότητα του κράτους
και μειώνει τις δυνατότητες των νέων ανθρώπων να αντιληφθούν την
κοινωνική πραγματικότητα με τις αντιφάσεις της και να αγωνιστούν για να
τη βελτιώσουν.
Η όποια αριστερή κυβέρνηση έχει χρέος με συνέπεια και μεθοδικά να
οργανώσει τον δημόσιο διάλογο, να προετοιμάσει την κοινή γνώμη εξηγώντας
την ανάγκη χωρισμού κράτους - Εκκλησίας και στη συνέχεια να προχωρήσει
στα απαιτούμενα θεσμικά βήματα. Αλλωστε, σημαντικό μέρος των πολιτών
αντιλαμβάνεται πλέον την ανάγκη αυτή. Τον περασμένο Απρίλιο δημοσκόπηση
της Κάπα Research έδειξε ότι το 74,5% τάσσεται υπέρ του χωρισμού και
μόνο το 19,7% διαφωνεί.
Παράλληλα, το 73% των ερωτηθέντων τασσόταν υπέρ της καύσης των νεκρών
και το 78,4% υπέρ της άποψης ότι οι κληρικοί θα έπρεπε στο εξής να
μισθοδοτούνται από την Εκκλησία και όχι από το ελληνικό Δημόσιο, όπως
συμβαίνει σήμερα. Αυτά τα στοιχεία απαντούν και στο «επιχείρημα» πολλών
ότι «η κοινωνία δεν είναι ώριμη», προκειμένου να ματαιωθεί ή να
αναβληθεί επ’ αόριστον ο χωρισμός.
Θα επιλέξει λοιπόν η σημερινή κυβέρνηση του Αλέξη Τσίπρα να θέσει το
θέμα του χωρισμού και της αποκρατικοποίησης της Εκκλησίας ή ο
υπολογισμός του πολιτικού κόστους, σύμφωνα με τον «Εκόνομιστ», θα
κυριαρχήσει για ακόμα μία φορά; Βέβαια, ο πρωθυπουργός έχει να
συνυπολογίσει και την τρίτη παράμετρο στη «δυαδική εξουσία» κράτους -
Εκκλησίας, που είναι η συγκυβερνώσα συνιστώσα των Ανεξάρτητων Ελλήνων,
με τις κόκκινες γραμμές της για «τα ζητήματα της Ορθοδοξίας». Ιδού η
Ρόδος!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου