Μια φορά κι έναν καιρό ήτανε μια χώρα. Ήτανε μια χώρα σαν όλες τις
άλλες. Στη μέση του πουθενά και στον ομφαλό της γης, ερμαφρόδιτο γέννημα
Ανατολής και Δύσης.
Εθνικός ύμνος της ήταν η Φραγκοσυριανή σε πρόσφατη διασκευή της Πάολας,
και σημαία της ένα σουβλάκι με απ’ όλα (στην διόλου αποκεντρωτική
πρωτεύουσατο εθνόσημο απεικονίζονταν ως καλαμάκι με τζατζίκι, ενώ στο
αποσχιστικό κίνημα του βορρά ήταν εμφανή τα δείγματα κέτσαπ-μουστάρδας,
εγείροντας ενστάσεις ανάμεσα στους ιστορικούς, το γνωστό και ως
Μεσοσουβλακικό ζήτημα). Στη χώρα εκείνη κατοικούσε ένας λαός, όχι βέβαια
έτσι μονοκόμματος και ομοιογενής όπως η γλώσσα μάς αφήνει να ορίζουμε·
ήταν χωρισμένος σε μερίδες λέοντος και μερίδες ποντικού αυτός ο λαός, σε
τάξεις, όπως λένε συχνά μεταξύ τους κάτι κουλτουριάρηδες με
γυαλιά-πατομπούκαλα και γένια τριών εβδομάδων.
Καθώς γλυκοχάραζε ο
νεοφιλελευθερισμός στην ήπειρο όπου ανήκε η χώρα της αφήγησής μας, ήρθε
η ώρα που, όπως έλεγε και ένα παλιό και από χρόνια λησμονημένο
τραγούδι, στολίστηκαν οι ξένοι τραπεζίτες, ξυρίστηκαν κι οι εγχώριοι
μεσίτες, και ο λαός αυτός ή, για να είμαστε ακριβολόγοι, η εργατική και
μέση τάξη του, κλήθηκε να πληρώσει τα σπασμένα των μεγάλων που κυβερνούν
την πλάση τούτη (τους οποίους όσο τα στομάχια ήσαν γεμάτα επανεξέλεγε
με περισσή εθελοτυφλία στα κατά καιρούς οικονομικά σκάνδαλα). Και
πλήρωσε. Και ξαναπλήρωσε. Και τον απολύσανε από τη δουλειά του. Και του
αρνήθηκαν τα δεδουλευμένα. Και έβαλε λουκέτο. Και η τράπεζα, που ανάθεμα
την ώρα που έπαιρνε το δάνειο, τον απείλησε ότι θα του πάρει το σπίτι.
Και παρέδωσε τις πινακίδες του αυτοκινήτου που είχε αγοράσει με τα πρώτα
του λεφτά και τον πρώτο του ανδρισμό. Και πούλησε μπιτ παρά το κτήμα
στο χωριό, που σκόπευε να γράψει στην εγγονή του «άμα με το καλό διαβεί
τα σκαλιά της εκκλησίας». Και πήγε στο αεροδρόμιο ανήμερα Πρωτοχρονιά να
χαιρετήσει τα δυο παιδιά της που έφυγαν μετανάστες, το ένα στη
Νορβηγία, το άλλο στο Ντουμπάι,τα καμάρια και οι καημοί της, που τα
σπούδαζε επιστήμονες τόσα χρόνια, και ο γιος της ο μεγάλος της είπε
«μάνα φεύγουμε για τόπους που έχουν δουλειές, εσύ κοίτα να τα βολέψεις,
και να προσέχεις τον μπαμπά που έχει την καρδιά του». Και πήγε σχολείο
και άλλαξε θρανίο, για να μην ακούσει η Μαριάννα, η ωραία ας το πούμε
της τάξης, το στομάχι του που γουργούριζε από την πείνα μετά το μεγάλο
διάλειμμα. Και έβαλε έναν ασθενή της στο χειρουργείο και τον έχασε πάνω
στο χειρουργικό τραπέζι από εκτεταμένη αιμορραγία, γιατί η διοίκηση του
νοσοκομείου δεν είχε λεφτά για γάζες. Και έκανε τα στραβά μάτια όταν της
την έπεσε το γλοιώδες αφεντικό της μια Παρασκευή που έμεινε ως αργά στο
γραφείο, γιατί «από την ανεργία,» σκέφτηκε, «καλύτερη η σεξουαλική
παρενόχληση». Και έμεινε έναν χειμώνα χωρίς θέρμανση. Και ύστερα κι
άλλον. Και ύστερα κι άλλον ένα.
Και ένα πρωί ξύπνησε. Ένα άγριο,
ζεστό, τρεμάμενο κι όμως τόσο στιβαρό συναίσθημα φώλιασε μέσα του και
σιγά σιγά τον πλημμύρισε. Πρώτα ένιωσε τα μάγουλά του να καίγονται, μετά
τους κροτάφους του να πάλλονται, τα φρύδια να σμίγουν, τα πόδια να
στυλώνουν στο έδαφος, οι γροθιές να σφίγγουν σε μπουνιά που όλως
ευχαρίστως θα απηύθυνε σε αυτούς τους τζιτζιφιόγκους που κάθονταν στα
έδρανα της Βουλής και αποφάσιζαν για εκείνον χωρίς εκείνον, όπως λέει
και το ελαφρο-λαϊκό-ποπ άσμα που άκουσε σε ένα φεστιβάλ της ΚΝΕ το 2001,
που πήγε για τα μάτια της Λένας δηλαδή, αλλά εκείνη του έριξε χυλόπιτα
για έναν άχαρο ψηλολέλεκα συμφοιτητή, το όνομα του οποίου του διέφευγε.
Όχι, βροντοφώναξε. Όχι. Φτάνει, ως εδώ. Και βγήκε στο μπαλκόνι και μετά
στο δρόμο να το φωνάξει αυτό το όχι που τον έκαιγε.Ποιος;Αυτός, που στο
Πολυτεχνείο, στα κρυφά μεν αλλά με συνέπεια δε, έπαιρνε σημειώσεις από
τα τραπεζάκια της ΔΑΠ. Και είδε κι άλλους πολλούς στον δρόμο. Και έγιναν
ένα.Και τα όχι τους ενώθηκαν σε μια κραυγή που έγινε τραγούδι. Και
καθώς η φωνή του έσμιξε με τις φωνές των άλλων, ο ήρωάς μας ήλπισε για
μια στιγμή πως της δικαιοσύνης ο ήλιος ο νοητός θα ανατείλει στη χώρα
της εξιστόρησής μας.
Αντί για τον ήλιο, ένας ολόχρυσος Μεσσίας,
με φωτοστέφανο και αστραφτερό χαμόγελο Colgate, μετρίου αναστήματος αλλά
με μεγάλο μέτωπο, που φανερώνει άνθρωπο έξυπνο και με ψυχή καθάρια,
όπως της είπε η γιαγιά της εν τη ρύμη του λόγουόταν ήταν Β’ Λυκείου και
ζαχάρωνε τον φαρδυμέτωπο Μαθηματικό της, έκανε την εμφάνισή του, σχεδόν
σαν να κατέβηκε από τους ουρανούς. «Μην σας νοιάζει, παιδιά» αναφώνησε
«Εγώ είμαι εδώ. Ψηφίστε με, δώστε μου λευκή επιταγή και θα τα φτιάξω όλα
από την αρχή. Θα σας σώσω από τα δεινά σας, θα σας απαλλάξω από τα
βάσανά σας, θα σας γλιτώσω από τις κακουχίες σας. Πάτε στα σπίτια σας εν
τω μεταξύ, κι εγώ θα σας φροντίσω.» Το πλήθος αναθάρρησε. Καλή και η
κοινωνία των ίσων, καλή και η αδελφότητα που μας ενώνει, καλοί και οι
από κοινού αγώνες, αλλά σαν έναν πατέρα καλό και φροντιστικό που θα τα
κανονίσει όλα ενώ εμείς βλέπουμε επανάληψη το Ρετιρέ αμέριμνοι στην
τηλεόραση, δεν έχει! Και γύρισαν σπίτια τους οι ηρωίδες και οι ήρωές μας
και, σαν ήρθε το πλήρωμα του χρόνου,έδωσαν τη λευκή επιταγή στον καλό
Μεσσία που, όπως διδάσκει άλλωστε και κάθε θρησκεία που σέβεται τον
εαυτό της,είναι το φως το αληθινό, ο ένας και μοναδικός που θα φέρει τη
σωτηρία.
Την πήρε, λοιπόν, την επιταγή ο καλός Μεσσίας και την
έκανε, μετά συγχωρήσεως, κωλόχαρτο καπιτονέ με έξτρα απαλότητα. Πάνε οι
ελπίδες, πάνε οι πανηγυρισμοί, πάει η φωλιά, πάν’ τα κοτσυφόπουλα, παν’
όλα. Και οι ήρωές μας έτσι που είχαν γυρίσει σπίτι δεν είχαν πια
κουράγιο να ξαναβγούν στον δρόμο, δεν είχαν πια κουράγιο για εκείνο το
ζεστό και άγριο συναίσθημα, θυμό θαρρώ το λένε, για εκείνη την μπουνιά
που έμεινε τελικά ορφανή. Παγώσανε οι ήρωες, βυθίστηκαν σε μια
μαστουρωμένη λήθη, στη σκέψη ήρθε και κούρνιασε μια απέραντη, χλιαρή και
ισοπεδωτική αδιαφορία. «Τι να φτιάξω για αύριο, αγάπη μου; Γεμιστά ή
γιουβαρλάκια;» ρωτά ο Γιάννης τον Δημήτρη, «Το ίδιο κάνει, όλα τα φαγητά
την ίδια φάτσα έχουν,» αποκρίνεται εκείνος, παραφράζοντας ένα σύνθημα
που είδε γραμμένο σε τοίχο στην Ιπποκράτους, καθώς έτρεχε, μια φορά κι
έναν καιρό, μακριά από τα δακρυγόνα που του έκαιγαν τα πνευμόνια.
Ενώ
λοιπόν οι ήρωές μας πλήττουν αφόρητα, η λυπητερή των νέων μέτρων
λιτότητας ετοιμάζεται πυρετωδώς στην αυλή του Μεσσία, ενώ εκείνος
βρίσκεται σε υπερατλαντικό ταξίδι για να συναντήσει έναν άλλο
αποτυχημένο Μεσσία που κάποτε εξόρκιζε ως φονιά των λαών (ήταν σαν
πάρτυ-reunion ένα πράγμα) με σκοπό, προφανώς, να ενημερώσει την υφήλιο
για νέες μεθόδους διδακτικής της Αγγλικής. Στο αντίπαλο
–κοινοβουλευτικό— στρατόπεδο, οι δελφίνοι άφησαν στην άκρη την
αντιπολίτευση (ποιος τα βάζει άλλωστε με τον Θεό τον ίδιο;) και παίζουν
μουσικές καρέκλες για την αρχηγία του κόμματος. Όλα αυτά είναι λογικά
και αναμενόμενα, προσπαθεί να πείσει τον εαυτό του ο κύριος Τάκης στην
πρωινή διαδρομή με το λεωφορείο. Έλα όμως που μέσα σε όλα αυτά τα λογικά
και τα αναμενόμενα, τρύπωσε και ένας υφέρπων φασισμός που, μέσα στη
γενική αδιαφορία και απαξίωση, έγινε τόσο κοινότοπος και ευτελής που
πάψαμε πια να τον προσέχουμε;
Πρώτα πρώτα, ο εθνικολαϊκισμός του
κυβερνητικού μετώπου δίνει και παίρνει. Σε ομιλία του προς ομογενείς
επενδυτές, ο Μεσσίας της αφήγησής μας τόνισε ότι δεν έχει σημασία αν
είμαστε, λέει, Αριστεροί ή Δεξιοί, σημασία έχει να αγαπάμε την χώρα και
να κάνουμε τα πάντα γι’ αυτήν. Η χώρα δηλαδή και ο λαός της
παρουσιάζονται σαν μια ομοιογενής μάζα και η ‘Αριστερά’ δεν έρχεται σαν
πολέμιος της κοινωνικής ανισότητας αλλά σαν εγγυητής της πατριωτικής
αγάπης: Ελληνίδα η Γιάννα Αγγελοπούλου-Δασκαλάκη, Ελληνίδα κι η κουτσή
Μαρία χωρίς στον ήλιο μοίρα, να δούμε άραγε για ποια Ελλάδα θα
προνοήσουν οι ομογενείς. Αλλά τι να περιμένει κανείς από κάποιον που
έχει συμπαραστάτη έναν τύποπου έκανε δοξολογία επί ερυθρού τάπητος στην
επέτειο της Ναυμαχίας της Σαλαμίνας, έναν ρατσιστή-αντισημίτηγια παρ’
ολίγο υπουργό, και συμβουλάτορα έναν νέο-Πάγκαλο που κάνει τεμενάδες στο
παπαδαριό για τα Θρησκευτικά στα σχολεία; Χαλάει λίγο την πιάτσα της
Ελληναράδικης βαρβατίλας βέβαια η πιθανότητα ο περίτεχνος τάφος της
Αμφίπολης να είναι φτιαγμένος από τον Μεγάλο Έλληνα Στρατηλάτη Αλέξανδρο
για τον αδικοχαμένο καλό του Ηφαιστίωνα, αλλά αν σφυρίξουμε αδιάφορα
στο σκοπό του RockyBalboa, ίσως και κανείς να μην το πάρει πρέφα.
Το
τοπίο του υφέρποντος φασισμού έρχονται να συμπληρώσουνfreepressκαι
σάιταπολιτίκχιπστεροσύνης. Στη Lifo,υπό τον ευφάνταστο τίτλο «Το βδέλυγμα» , ένας περί πολλού θεατρικός συγγραφέας κάνει ευθεία παραπομπή στο ‘Ο Αγών μου’δηλώνοντας
πως η γονιμότητά του λαού της ιστορίας μας «είναι πλέον
προγραμματισμένη γενετικώς και καθηλωμένη αποκλειστικώς στην
τερατογένεση» και, άρα, πρέπει χωρίς «κανέναν οίκτο» να επιβληθεί στον
λαό αυτό μια συντριπτική τιμωρία, η κατά Χίτλερ ‘Τελική Λύση’ όπως θα
μπορούσε κάποιος να σημειώσει. Στα χνάρια lifestyleειδήσεων και πάντα
υπό το κυρίαρχο ανδρικό βλέμμα, η AthensVoice παρουσιάζει την Ουρανία Μιχαλολιάκου
σαν την αιθέρια ύπαρξη της Βουλής, σχολιάζοντας τα ρούχα και τα κιλά
της, χωρίς καμία αναφορά στις ιδέες της. Το protagon πάλι, που βρίθει
κειμένων που σχολιάζουν την πολιτική επικαιρότητα από ‘αξιότιμους’
συναδέλφους όπως ο Τάκης Μίχας, ο Κώστας Γιαννακίδης ή ο Δημήτρης
Καμπουράκης, απαγόρευσε στον συνεργάτη του, δημοσιογράφο NikoAgo,να
γράφει άρθρα που κάνουν κριτική σε ΜΜΕ ή πολιτικούς και τελικά, σύμφωνα
με μαρτυρία του ιδίου , διέκοψε τη συνεργασία του μαζί του, αναδυόμενο ως ο απόλυτος protagonιστής της προπαγάνδας.
Κερασάκι
στην τούρτα το επίσημο φασιστικό κόμμα της χώρας, τα Χρυσά Αυγά, που
έβαλαν μεν κουστούμια και γραβάτες όπως αρμόζει σε σωστούς καπιταλιστές,
αλλά κράτησαν στην ψυχή τις σβάστικες και τα τσεκούρια. Η δικαιοσύνη,
τυφλή ως τότε στις πράξεις τους, κινήθηκε εναντίον τους πριν δύο χρόνια
μετά τη δολοφονία του Παύλου Φύσσα, μουσικού που, για να μην
ξεχνιόμαστε, ανήκε στην εργατική τάξη. Η δίκη τους με κατηγορία τη
σύσταση εγκληματικήςοργάνωσης εκτυλίσσεται απουσία των μεγάλων ονομάτων.
Στο εδώλιο αυτής της δίκης-φαρσοκωμωδίας είναι οι μικροί, ο Ρουπακιάς ή
ο Πατέλης, χαμηλά στην ιεραρχία της οργάνωσης, εκφραστές της
κοινοτοπίας του κακού, όπως έγραφε η HannahArendtτο ’63 για τη δίκη του
συνταγματάρχη των SSκαι διοργανωτή του Ολοκαυτώματος AdolfEichmann. Προς
υπεράσπισή τους, ο ΓΓ Ενημέρωσης και Επικοινωνίας, Πέτρος Κορμικιάρης,
έσπευσε να τουιτάρειχυδαίες μομφές προς τονμητρικό θρήνο της Μάγδας
Φύσσα στη λογική ‘καλά να πάθει το κωλόπαιδο’ που χορτάσαμε και μετά τη
δολοφονία Γρηγορόπουλου: «Νέο δακρύβεκτο (sic) μελό από τή (sic) μητέρα
τού (sic) Παύλου Φύσσα. Τό (sic) ότι ό (sic) γυιός (sic) της προκαλούσε
μέ (sic) τά (sic) τραγούδια του, ώς (sic) μητέρα, δεν τήν (sic)
αφορούσε.Βρε ούστ» (sick.-) Και έρχονται οι φασίστες να πιαστούν από το
κατεξοχήν μήνυμα του Διαφωτισμού για την ελευθερία της σκέψης και για
την πολιτική δίωξη των ιδεών τους, για να μας θυμίσουν πως τι κι αν
παρέδωσε ο Χίτλερ τα όπλα στο πεδίο της μάχης, ο φασισμός, ως το
αρχέγονο μίσος προς τη διαφορετικότητα εμπλουτισμένο με καπιταλιστική
οικονομία και τεχνολογικές καινοτομίες, δεν έχει ακόμα ηττηθεί.
Κι
έζησαν αυτοί κακά κι εμείς χειρότερα, ώσπου ένα πρωί ο ήρωας μας
ξύπνησε και ένα πρωτόγνωρο συναίσθημα ήρθε και φώλιασε μέσα του και σιγά
σιγά τον πλημμύρισε. Πρώτα ένιωσε ένα βάρος να φεύγει από το στήθος
του, το στέρνο του να απλώνει και να πλαταίνει σαν σφεντόνα. Ύστερα ένα
τραγούδι αβίαστο, άγνωστο και λογοκριμένο από τον καιρό της Χούντας,
αναρριχήθηκε από το στομάχι στο στόμα, και τα αυτιά του τέντωσαν να το
ακούσουν: «…Θα κλείσω τα μάτια, θ’ απλώσω τα χέρια/μακριά από τη
φτώχεια, μακριά απ’ τη μιζέρια/ θα πάρω τη στράτα κι εγώ τη μεγάλη/ θα
κλείσω τα μάτια και όπου με βγάλει…» Τα πόδια του ανεξέλεγκτα έκαναν ένα
βήμα κι έπειτα κι άλλο ένα. Η παλάμη άνοιξε και αγκάλιασε το χερούλι
της πόρτας. Είχε ήδη φύγει χαμογελώντας όταν σκέφτηκε να πει ένα καλώς
όρισες σε αυτό το πρωτόγνωρο συναίσθημα, το θάρρος της γνώσης.
της Δανάης Καρυδάκη
Πηγή: thepressproject.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου