Σάββατο 12 Σεπτεμβρίου 2015

Υπάρχει «καλό ευρώ»;


Εάν υπάρχει «καλή δραχμή», αναρωτιέται ο Μισέλ Iσόν, γνωστός Γάλλος οικονομολόγος της 4ης Διεθνούς, σε άρθρο του θέλοντας να συμβάλει στη δημόσια συζήτηση που υποτίθεται ότι διεξάγεται στην Ελλάδα γύρω από το δίλημμα ευρώ έναντι δραχμής. Το άρθρο του αναλώνεται σε μια προσπάθεια να καταδείξει ότι δεν υπάρχει «καλή δραχμή», αναδεικνύοντας τις δυσκολίες που θα υπάρξουν στη διάρκεια μιας ενδεχόμενης μετάβασης από το ευρώ στο εθνικό νόμισμα. Καμία έκπληξη λοιπόν που δημοσιεύθηκε στην «Εποχή», σε μια εφημερίδα που έχει προσχωρήσει στο στρατόπεδο του μεταλλαγμένου, μνημονιακού ΣΥΡΙΖΑ.
Με δε­δο­μέ­νη τώρα την απή­χη­ση που είχε το άρθρο του Μισέλ Ισόν ακόμη και σε κύ­κλους που στέ­κο­νται κρι­τι­κά ένα­ντι του μνη­μο­νια­κού ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ (μετά και από την ανα­δη­μο­σί­ευ­ση του άρ­θρου στο rednotebook), αξί­ζει να συ­νε­χί­σου­με τη δου­λειά που ξε­κί­νη­σε ο Γάλ­λος οι­κο­νο­μο­λό­γος από εκεί που την άφησε, θέ­το­ντας δη­λα­δή εμείς το ερώ­τη­μα εάν υπάρ­χει «καλό ευρώ». Γιατί όποιος ρω­τά­ει μόνο εάν υπάρ­χει «καλή δραχ­μή», αφή­νει τη δου­λειά μι­σο­τε­λειω­μέ­νη. 
Με το ευρώ, εσω­τε­ρι­κή υπο­τί­μη­ση για πάντα Το ευρώ, λοι­πόν, είναι εκ φύσεως «κακό», διότι επιβάλλει σε κάθε οι­κο­νο­μία της νο­μι­σμα­τι­κής ένωσης να αντι­με­τω­πίζει τις μα­κρο­οι­κο­νο­μι­κές της ανι­σορ­ρο­πίες με τη δια­δι­κα­σία της εσω­τε­ρι­κής υποτίμησης, δη­λα­δή με τρόπο που στρέφεται ευθέως κατά των ερ­γα­ζόμενων τάξεων και των συν­δι­κα­λι­στι­κών τους ορ­γα­νώσεων. Το ευρώ επιβάλλει τη δια­δι­κα­σία της εσω­τε­ρι­κής υποτίμησης ανεξάρτητα από τους θε­σμούς που ορί­ζουν τον τρόπο λειτουρ­γί­ας της Ευ­ρω­ζώ­νης, της Ευ­ρω­παϊκής Κε­ντρι­κής Τράπεζας και των άλλων βαθ­μί­δων της νομισμα­τι­κής ένωσης. Είναι η θε­σμο­θε­τη­μένη μορφή της εσω­τε­ρι­κής υποτίμησης - και όλοι μας πλέον γνω­ρί­ζου­με τι ση­μαί­νει εσω­τε­ρι­κή υπο­τί­μη­ση. Επο­μέ­νως, δεν είναι μια πο­λι­τι­κή (και μόνο καταχρηστι­κά την απο­κα­λού­με έτσι), διότι στην έν­νοια της πο­λι­τι­κής εμπε­ριέ­χε­ται η έν­νοια της επι­λο­γής. Στην πε­ρί­πτω­ση, όμως, της εσω­τε­ρι­κής υπο­τί­μη­σης, από τη στιγ­μή που υιο­θε­τείς το ευρώ, δεν υπάρχει επι­λο­γή, πρό­κει­ται για δια­δι­κα­σία προ­σαρ­μο­γής που ακο­λου­θεί ανα­γκα­στι­κά κάθε χώρα της Ευ­ρω­ζώ­νης όταν πρέ­πει να μειω­θούν οι τιμές της ένα­ντι των αντα­γω­νι­στών της, για λειτουργία χτισμέ­νη μέσα στην δομή του οι­κο­νο­μι­κού συ­στή­μα­τος, ανα­γκα­στι­κή και υπο­χρε­ω­τι­κή - και αυτό που της προσ­δί­δει αυτόν τον ανα­γκα­στι­κό χα­ρα­κτή­ρα είναι η υιο­θέ­τη­ση του ευρώ ως εθνικού νο­μί­σμα­τος. Δεν χρειά­ζε­ται, δη­λα­δή, να υπάρ­ξει πο­λι­τι­κή από­φα­ση, επί­ση­μη ανα­κοί­νω­ση και εναρκτή­ριο λάκτισμα της δια­δι­κα­σί­ας ώστε να εκ­κι­νή­σει η εσω­τε­ρι­κή υπο­τί­μη­ση - θα ξε­κι­νή­σει μόνη της, έχει αυ­τό­μα­το πι­λό­το που εγκα­τα­στά­θη­κε εδώ με την υιο­θέ­τη­ση του ευρώ. Ούτε μπο­ρεί κά­ποιος να απαλλα­γεί από την εσω­τε­ρι­κή υπο­τί­μη­ση επει­δή απαλ­λά­χθη­κε από τα μνη­μό­νια (που βε­βαί­ως ενισχύ­ουν και διευ­ρύ­νουν τα απο­τε­λέ­σμα­τά της). Η Ισπα­νία και η Ιτα­λία δεν υπά­χθη­καν σε μνη­μό­νιο, αλλά η δια­δι­κα­σία της εσω­τε­ρι­κής υπο­τί­μη­σης ξε­κί­νη­σε εκεί και ανα­πτύ­χθη­κε πλή­ρως. Ούτε απαλλάσ­σε­ται μια χώρα από την εσω­τε­ρι­κή υπο­τί­μη­ση επει­δή μεί­ω­σε το εξω­τε­ρι­κό χρέος της.
Για να γίνει κα­τα­νοη­τό, όμως, για ποιο λόγο ισχύ­ουν αυτά, πρέ­πει να κά­νου­με έναν μικρό απο­λο­γι­σμό των εσω­τε­ρι­κών υπο­τι­μή­σε­ων.
Μι­κρός απο­λο­γι­σμός των εσω­τε­ρι­κών υπο­τι­μή­σε­ων Ας ξε­κι­νή­σου­με με την αφή­γη­ση της δια­δι­κα­σί­ας της εσω­τε­ρι­κής υποτίμησης από τους ίδιους τους κα­θε­στω­τι­κούς οι­κο­νο­μο­λό­γους στην ιδε­α­τή, στην κα­θα­ρή μορφή της, στην «αγνό­τη­τα» που εμ­φα­νί­ζει στο εσω­τε­ρι­κό της δικής τους θε­ω­ρί­ας. και ας δούμε μετά τι πραγ­μα­τι­κά έχει απο­δώ­σει αυτή η εσω­τε­ρι­κή υπο­τί­μη­ση.
Το κα­θε­στω­τι­κό δι­ή­γη­μα της εσω­τε­ρι­κής υπο­τί­μη­σης πάει ως εξής:
  • Μέρος πρώτο: Στην οι­κο­νο­μία επι­βάλ­λε­ται ένα αρ­νη­τι­κό σοκ, μια μεγάλη εκού­σια ή ακού­σια μείωση της ζήτησης, που οδη­γεί αμέ­σως σε μείωση της πα­ρα­γω­γής και της απα­σχό­λη­σης, και συ­να­κό­λου­θα σε άνοδο της ανερ­γίας - η οι­κο­νο­μία λοι­πόν εισέρχε­ται σε περίοδο ύφεσης. Καθώς δεν υπάρχει εθνι­κό νόμισμα να υπο­τι­μη­θεί για να μειώ­σει τις εγ­χώ­ριες τιμές και να αυξήσει έτσι την αντα­γω­νι­στι­κό­τη­τα και τη μειω­μέ­νη ζήτηση,[1] ανοίγεται αναγκαστικά ο δρόμος σε έναν άλλον τρόπο προ­σαρ­μο­γής της οι­κο­νο­μίας, αυτόν που ονομά­ζε­ται «εσω­τε­ρι­κή υπο­τί­μη­ση» (και περιγρά­φε­ται αμέ­σως πα­ρα­κά­τω ως δεύ­τε­ρο και τρίτο μέρος της κα­θε­στω­τι­κής αφή­γη­σης).
  • Μέρος δεύ­τε­ρο: Στο νέο, μειω­μένο επίπεδο πα­ρα­γω­γής και αυ­ξη­μένης ανερ­γίας, τα συν­δι­κάτα και οι ερ­γα­ζόμενοι θα απολέσουν ένα μέρος από τη δια­πραγ­μα­τευ­τι­κή τους δύναμη, με αποτέλεσμα οι μισθοί τους να μειω­θούν. Θα πρέ­πει δε να κα­τα­νο­ή­σουν ότι επι­βάλ­λε­ται να απο­δε­χθούν τις τόσο γνω­στές σε εμάς διαρ­θρω­τι­κές αλ­λα­γές στην αγορά ερ­γα­σί­ας για να βοηθή­σουν τη χώρα - και όταν δεν το κα­τα­νο­ούν, οι δυ­σμε­νείς αλ­λα­γές θα πρέ­πει να τους επιβλη­θούν από την πο­λι­τι­κή ηγε­σία με τον έναν ή τον άλλον τρόπο στο όνομα του γε­νι­κού συμ­φέ­ρο­ντος (όπως το κα­τα­νο­εί η κυ­ρί­αρ­χη τάξη των κε­φα­λαιο­κρα­τών και των οι­κο­νο­μο­λό­γων που τους υπη­ρε­τούν).
  • Μέρος τρίτο: Η μείωση του κόστους ερ­γα­σίας που θα προ­κύ­ψει έτσι, υπο­τί­θε­ται ότι θα οδηγήσει σε μείωση των εγ­χω­ρί­ων τιμών, επομένως και σε βελτίωση της αντα­γω­νι­στι­κότητας τιμής. Εάν π.χ. το κό­στος ερ­γα­σί­ας ανά μο­νά­δα προ­ϊ­ό­ντος μειω­θεί κατά 20%, πε­ρί­που όσο και στην Ελ­λά­δα, οι τιμές θα μπο­ρού­σαν να μειω­θούν έως και 20% χωρίς να θι­γούν τα πε­ρι­θώ­ρια κέρ­δους των επι­χει­ρή­σε­ων. Ιδού, λοι­πόν, που υπάρ­χει υπο­τί­μη­ση (μεί­ω­ση των εγ­χω­ρί­ων τιμών) χωρίς εθνι­κό νό­μι­σμα, χωρίς νομι­σμα­τι­κή υπο­τί­μη­ση.
Αυτά δι­η­γεί­ται η κα­θε­στω­τι­κή θε­ω­ρία. Αυτά που αφη­γεί­ται στο πρώτο και το δεύ­τε­ρο μέρος της, δη­λα­δή η ύφεση, η άνο­δος της ανερ­γί­ας, η μεί­ω­ση των μι­σθών και η κα­τα­στρο­φή των θε­σμών της αγοράς ερ­γα­σί­ας που προ­στα­τεύ­ουν τους ερ­γα­ζό­με­νους, βε­βαί­ως και έχουν επα­λη­θευ­θεί πλή­ρως - όχι μόνο στην Ελ­λά­δα. Το τρίτο μέρος της θε­ω­ρί­ας τους, όμως, ότι θα μειω­θούν οι τιμές, και χάρη σε αυτό θα αυ­ξη­θούν η αντα­γω­νι­στι­κό­τη­τα, οι εξα­γω­γές, το ΑΕΠ και η απα­σχό­λη­ση, δεν το εί­δα­με,[2] ούτε στην Ελ­λά­δα και την Πορ­το­γα­λία που ήταν σε μνη­μό­νιο,[3] ούτε στην Ισπα­νία και την Ιτα­λία που δεν ήταν σε μνη­μό­νιο, είτε σε άλλες χώρες που είχαν πιο σύ­ντο­μα είτε λι­γό­τε­ρο σφο­δρά επει­σό­δια εσω­τε­ρι­κής υπο­τί­μη­σης (π.χ. Γαλ­λία, Γερ­μα­νία στα χρό­νια της agenda 2010).[4] Το μέσο πε­ρι­θώ­ριο κέρ­δους των επι­χει­ρή­σε­ων είτε έμει­νε άθι­κτο είτε αυ­ξή­θη­κε (με­ρι­κές φορές θε­α­μα­τι­κά) με αντίστοιχη μείωση του μέσου μι­σθού συ­νο­δευό­με­νη από ορια­κές μόνο μειώ­σεις των τιμών των εξαγω­γών (που είναι και το τε­λι­κό ζη­τού­με­νο μιας υπο­τί­μη­σης). Πα­ντού η δια­δι­κα­σία της εσω­τε­ρι­κής υπο­τί­μη­σης απο­δυ­νά­μω­σε τα ερ­γα­τι­κά σω­μα­τεία και τους θε­σμούς που απο­κρυ­στάλ­λω­ναν τις πα­λιές κα­τα­κτή­σεις τους, πα­ντού ο συ­σχε­τι­σμός δυ­νά­με­ων με­τα­τρά­πη­κε δρα­μα­τι­κά υπέρ του κε­φα­λαί­ου χάρη στη δια­δι­κα­σία της εσω­τε­ρι­κής υπο­τί­μη­σης και στο όνομα του ευρώ.[5] Πα­ντού οι ορια­κές μόνο μειώ­σεις των τιμών δεν οφεί­λο­νταν σε κά­ποια εθνι­κή ιδιο­μορ­φία, σε ελ­λι­πή εφαρ­μο­γή των προ­γραμ­μά­των προ­σαρ­μο­γής ή σε κά­ποια αμέ­λεια των κυ­βερ­νή­σε­ων, αλλά οφείλονταν σε δο­μι­κά χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά του κε­φα­λαιο­κρα­τι­κού τρό­που πα­ρα­γω­γής,[6] χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά αμε­τά­βλη­τα, που ισχύουν δη­λα­δή για όλες τις χώρες του ανα­πτυγ­μέ­νου κα­πι­τα­λι­σμού σε όλες τις επο­χές και συγκυρίες.
Στην πα­ρα­πά­νω πε­ρι­γρα­φή της εσω­τε­ρι­κής υπο­τί­μη­σης, είτε όπως αυτή εμ­φα­νί­ζε­ται στην καθεστωτική αφή­γη­σή της, είτε όπως υπάρ­χει πραγ­μα­τι­κά, δεν πα­ρεμ­βάλλε­ται που­θε­νά ο χα­ρα­κτήρας της Ευρω­παϊκής Κε­ντρι­κής Τράπεζας, ούτε κάποιου άλλου θε­σμού της νο­μι­σμα­τι­κής ένωσης, δεν γίνε­ται καμιά ανα­φο­ρά σε άλλα χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά της Ευ­ρω­ζώ­νης: Απλά και μόνον η ύπαρξη κοι­νού νομίσματος, του ευρώ, απο­τε­λεί την ανα­γκαία και ικανή συνθήκη της εσω­τε­ρι­κής υποτίμησης. Το ευρώ είναι η ικανή και ανα­γκαία συν­θή­κη για την ύπαρ­ξη ενός πα­νί­σχυ­ρου μη­χα­νι­σμού εκτό­νω­σης της πίεσης του διε­θνούς αντα­γω­νι­σμού πάνω στην αγορά ερ­γα­σίας, είναι η μη­χα­νή που με­τα­τρέπει συ­νε­χώς το συ­σχε­τι­σμό δυνάμεων σε βάρος των ορ­γα­νω­μένων δυνάμεων των ερ­γα­ζο­μένων. Το ευρώ μόνο του, χωρίς να χρειά­ζε­ται κα­νέ­ναν άλλο θεσμό ή χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό της Ευ­ρω­ζώ­νης, υπο­χρε­ώ­νει κάθε ερ­γα­τι­κή τάξη να πε­ρά­σει μέσα από τις μυ­λό­πε­τρες της εσω­τε­ρι­κής υποτίμησης. Η εσω­τε­ρι­κή υποτίμηση υπάρ­χει επει­δή είναι εν­σω­μα­τω­μένη στην ύπαρξη του ευρώ.[7] Δεν υπάρ­χει, ούτε μπο­ρεί να υπάρ­ξει «καλό ευρώ».
  [1] Για τον τρόπο που λει­τουρ­γεί η οι­κο­νο­μία όταν υπάρ­χει υπο­τί­μη­ση του νο­μί­σμα­τος, βλ. στο άρθρο “Η αλή­θεια για τις νο­μι­σμα­τι­κές υπο­τι­μή­σεις” στο http://rproject.gr/article/i-alitheia-gia-tis-nomismatikes-ypotimiseis
[2]  Artus P. “What is to be done in the euro zone since internal devaluations do not work?”, 7 Μαρ­τί­ου 2013, Natixis, http://cib.natixis.com/flushdoc.aspx?id=68885
[3] Οι εξε­λί­ξεις στην Ιρ­λαν­δία δεν είχαν τον ίδιο έντο­νο χα­ρα­κτή­ρα καθώς η χώρα αυτή δια­τη­ρεί προνο­μια­κές εμπο­ρι­κές και πα­ρα­γω­γι­κές σχέ­σεις με τις ΗΠΑ, όπου το ΑΕΠ αυ­ξή­θη­κε μετά την οξεία φάση της χρη­μα­το­πι­στω­τι­κής κρί­σης (2008-2009) και προ­κά­λε­σε με­γέ­θυν­ση των ιρ­λαν­δι­κών εξαγωγών. Η δια­δι­κα­σία της εσω­τε­ρι­κής υπο­τί­μη­σης δεν μεί­ω­σε τις τιμές των εξα­γω­γών πα­ρό­τι μείω­σε τις εγ­χώ­ριες τιμές για εσω­τε­ρι­κή κα­τα­νά­λω­ση.
[4] Χρειά­στη­κε μια κρίση βα­θύ­τε­ρη και με­γα­λύ­τε­ρης διάρ­κειας από την με­γά­λη κρίση της δε­κα­ε­τί­ας του 1930 στις ΗΠΑ για να μειω­θούν οι εγ­χώ­ριες τιμές στην Ελ­λά­δα κατά 4% (με­τα­ξύ πρώ­του τριμήνου 2010 και πρώ­του τρι­μή­νου 2015). Βλ. ανα­λυ­τι­κά στις ετή­σιες εκ­θέ­σεις του ΙΝΕ ΓΣΕΕ για την ελλη­νι­κή οι­κο­νο­μία και την απα­σχό­λη­ση. Για την Πορ­το­γα­λία και την Ισπα­νία βλ. στο Gonzalez & Gutierrez (2014) “Internal devaluation in the European periphery: the story of a failure”, UCLM, http://dialnet.unirioja.es/servlet/articulo?codigo=4830673&orden=1&info=.... Για άλλες χώρες βλ. στο Artus P., “Prices are sticky in virtually all countries, which means nominal adjustments and"internal devaluations" are doomed to fail”, 7 Νο­εμ­βρί­ου  2012, http://cib.natixis.com/flushdoc.aspx?id=66833
[5] Φυ­σι­κά και ο συ­νο­λι­κός συ­σχε­τι­σμός δυ­νά­με­ων δεν με­τα­τρά­πη­κε απο­κλει­στι­κά χάρη σε αυτά, φυ­σι­κά και υπήρ­ξαν και άλλες πα­ράλ­λη­λες επι­θέ­σεις ενα­ντί­ον των δυ­νά­με­ων της ερ­γα­σί­ας, αλλά η δια­δι­κα­σία της εσω­τε­ρι­κής υπο­τί­μη­σης πα­ντού ήταν η κύρια συ­νι­στώ­σα της επί­θε­σης.
[6] Στη διάρ­κεια των κρί­σε­ων του κα­πι­τα­λι­σμού, επι­τε­λεί­ται μια «φυ­σι­κή επι­λο­γή» των αν­θε­κτι­κό­τε­ρων κε­φα­λαί­ων και μια κα­τα­στρο­φή των λι­γό­τε­ρο απο­δο­τι­κών κε­φα­λαί­ων. Η συ­νο­λι­κή ζή­τη­ση περιορί­ζε­ται εξαι­ρε­τι­κά, αλλά όχι τόσο για κάθε επι­χεί­ρη­ση ξε­χω­ρι­στά, αφού οι ισχυ­ρό­τε­ρες επι­χει­ρή­σεις που επι­ζούν ιδιο­ποιού­νται την ζή­τη­ση των αντα­γω­νι­στών τους που υπέ­κυ­ψαν στην κρίση. Κάθε ξεχωρι­στή επι­χεί­ρη­ση που επέ­ζη­σε, μπο­ρεί κα­νι­βα­λί­ζο­ντας τους αντα­γω­νι­στές της, να υπε­ρα­σπί­ζε­ται αρ­κε­τά απο­τε­λε­σμα­τι­κά το ύψος των τιμών της. Μια ανά­λο­γη δια­δι­κα­σία κα­τα­στρο­φής δεν παρατηρεί­ται στην αγορά ερ­γα­σί­ας, όπου οι άνερ­γοι δεν εξα­φα­νί­ζο­νται όπως εξα­φα­νί­ζε­ται το απαξιωμέ­νο κεφά­λαιο των επι­χει­ρή­σε­ων που υπέ­κυ­ψαν στην κρίση, αλλά πα­ρα­μέ­νουν στην αγορά ερ­γα­σί­ας για πολύ καιρό και ασκούν πτω­τι­κή πίεση επί των μι­σθών. Αυτά δεν απο­τε­λούν κά­ποια εθνι­κή ιδιο­μορ­φία της μιας ή της άλλης χώρας, αλλά δο­μι­κά χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά του κε­φα­λαιο­κρα­τι­κού τρό­που πα­ρα­γω­γής.
[7] Ας προ­σθέ­σου­με σε αυτά και ότι καθώς οι τιμές δεν μειώ­νο­νται ου­σια­στι­κά με την εσω­τε­ρι­κή υπο­τί­μη­ση, αυτή δεν υπο­κα­θι­στά τη βα­σι­κή λει­τουρ­γία της υπο­τί­μη­σης ενός εθνι­κού νο­μί­σμα­τος η οποία κα­θι­στά αμέ­σως φθη­νό­τε­ρα τα εγ­χώ­ρια προ­ϊ­ό­ντα. Με το ευρώ, τα ελ­λείμ­μα­τα στο εξω­τε­ρι­κό εμπό­ριο αγα­θών και υπη­ρε­σιών δεν κλεί­νουν μέσω αλ­λα­γών στις τιμές αλλά με μεί­ω­ση της ζή­τη­σης, δη­λα­δή με ύφεση (χα­ρα­κτη­ρι­στι­κές πε­ρι­πτώ­σεις της Ελ­λά­δας, της Ισπα­νί­ας και της Πορ­το­γα­λί­ας στη διάρ­κεια της τρέ­χου­σας κρί­σης). Έτσι, σε κα­θε­στώς ευρώ, η ύφεση και η βρα­δεία ανά­πτυ­ξη είναι προ­ϋ­πο­θέ­σεις για να υπάρ­χει ισο­σκε­λι­σμέ­νο ισο­ζύ­γιο τρε­χου­σών συ­ναλ­λα­γών. Αυτό μπο­ρεί να ανατρα­πεί με με­γά­λες αλ­λα­γές στο πα­ρα­γω­γι­κό σύ­στη­μα (βελ­τί­ω­ση ποιό­τη­τας, πα­ρα­γω­γή νέων προϊόντων κ.λπ.). Οι αλ­λα­γές αυτές όμως πραγ­μα­το­ποιού­νται σε ορί­ζο­ντα δε­κα­ε­τί­ας και ευ­νο­ού­νται από συν­θή­κες τα­χεί­ας συσ­σώ­ρευ­σης κε­φα­λαί­ου - κάτι που δεν ευ­νο­εί η δια­δι­κα­σία της εσω­τε­ρι­κής υπο­τί­μη­σης.

Ηλίας Ιωακείμογλου
Πηγή: rproject.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια: