Η φιλολογία γύρω από το τρίτο Μνημόνιο ή το αποκαλούμενο «αριστερό
Μνημόνιο» ανθεί με όλες τις υπερβολές και στρεβλώσεις που ναι μεν
προσφέρουν τροφή για ιδεολογικοπολιτική διαμάχη και επικοινωνιακές
αντιπαραθέσεις, συγχρόνως όμως απομακρύνουν από την πραγματικότητα και
αποπροσανατολίζουν τον γόνιμο πολιτικό διάλογο. Σε καμία περίπτωση
σκοπός αυτού του άρθρου δεν είναι η ωραιοποίηση του τρίτου Μνημονίου, το
οποίο ούτως ή άλλως απέχει παρασάγγας από το πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ και
από τους στόχους τής διαπραγμάτευσης της κυβέρνησής μας. Αντιθέτως,
αποσκοπεί στην προσγείωση του δημόσιου διαλόγου στα πραγματικά δεδομένα
του νέου προγράμματος.
Κατ' αρχάς, πριν αξιολογήσουμε και συγκρίνουμε το περιεχόμενο του
τρίτου Μνημονίου με τα πρότερα, θα ήθελα να κάνω κάποιες διευκρινήσεις.
Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι η φιλοσοφία του, όπως και εκείνη των
προηγούμενων δύο, εδράζεται στην κυρίαρχη νεοφιλελεύθερη λογική της
δημοσιονομικής προσαρμογής. Το 2014 αυτή η πολιτική επικαιροποιήθηκε με
την υπογραφή του Δημοσιονομικού Συμφώνου (Fiscal Pact), το οποίο
προβλέπει για όσες χώρες - μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης έχουν δημόσιο
χρέος μεγαλύτερο από 100% του ΑΕΠ (δηλαδή Βέλγιο, Ιρλανδία, Ελλάδα,
Ισπανία, Ιταλία, Κύπρο) την υποχρέωση να το μειώνουν κατά 1/20 ετησίως
μέχρι να φθάσει το 60% αντίστοιχα. Με αυτό το δεδομένο, με ή χωρίς
Μνημόνιο, η Ελλάδα υποχρεούται να πιάσει τον παραπάνω στόχο. Επομένως, η
λιτότητα αναπόφευκτα αποτελεί μέρος της πολιτικής για μέλη της Ένωσης.
Ο ΣΥΡΙΖΑ προεκλογικά αλλά και μετεκλογικά υποστήριξε και υποστηρίζει
ότι η συνταγή της λιτότητας δεν μπορεί να μονοπωλεί τις πολιτικές των
ευρωπαϊκών κυβερνήσεων, διότι έτσι καταποντίζεται η οικονομία, οξύνονται
οι κοινωνικές ανισότητες και διαρρηγνύεται η κοινωνική συνοχή. Η
κυβέρνηση γνώριζε εξ αρχής ότι οι υφιστάμενοι πολιτικοί συσχετισμοί στην
Ε.Ε. δύσκολα θα αποδέχονταν τις εναλλακτικές πολιτικές κατευθύνσεις μια
αριστερής κυβέρνησης, πολλώ δε μάλλον όταν πρόκειται για τη μοναδική
αριστερή κυβέρνηση στην Ευρώπη. Παρά τα λάθη τακτικής,
διαπραγματευτήκαμε σκληρά και προσπαθήσαμε όσο καμία άλλη ελληνική
κυβέρνηση να πείσουμε τους εταίρους για ένα διαφορετικό μείγμα πολιτικής
που θα επικεντρωνόταν στην αναπτυξιακή του πτυχή και θα επιμέριζε
διαφορετικά τα κοινωνικά βάρη, ευνοώντας τις πιο αδύναμες εισοδηματικά
τάξεις. Επιδιώξαμε έναν συμβιβασμό, ο οποίος σίγουρα απείχε από το
πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης, αλλά περιείχε λιγότερη δόση λιτότητας. Η
εκκωφαντική απόρριψη αυτής της εναλλακτικής πορείας από τους ευρωπαϊκούς
θεσμούς εκφράστηκε και με το κλείσιμο των τραπεζών και την επιβολή των
capital controls. Εντούτοις, ο σπόρος της αμφισβήτησης της ασκούμενης
πολιτικής έπεσε και η πλειονότητα του ελληνικού λαού νομίζω ότι το
αναγνωρίζει. Η πρώτη μάχη χάθηκε, αλλά όχι ο πόλεμος.
Η αναμφισβήτητη για τις προσδοκίες της Αριστεράς ήττα στη
διαπραγμάτευση με τους εταίρους έφερε το τρίτο κατά σειρά Μνημόνιο. Αυτό
όμως δεν σημαίνει ότι το νέο πρόγραμμα είναι το χειρότερο όλων, όπως
διατείνονται εκείνοι που επιζητούσαν πάση θυσία μια συμφωνία αλλά και
εκείνοι που βλέπουν το μέλλον της χώρας εκτός ευρώ. Το νέο Μνημόνιο
είναι μεν επαχθές για τον βασανισμένο ελληνικό λαό, αλλά σαφώς
ελαφρύτερο από όλα όσα προηγήθηκαν ή προτάθηκαν, όπως αποκαλύπτει η
συγκριτική γλώσσα των αριθμών.
Στον πίνακα που ακολουθεί παρουσιάζονται επτά κριτήρια σύγκρισης του
τρίτου Μνημονίου με τα δύο προηγούμενα καθώς και με τα σχέδια Χαρδούβελη
και Γιούνκερ.
1. Η μεγαλύτερη διάρκεια του νέου προγράμματος επιτρέπει τον
προγραμματισμό και την ωρίμανση κυρίως των διαρθρωτικών μέτρων, τα οποία
χρειάζονται μεγαλύτερη περίοδο για να αποδώσουν. Τα προηγούμενα
προγράμματα ήταν έντονα εμπροσθοβαρή και στόχευαν στην άμεση επίτευξη
των δημοσιονομικών στόχων, ανεξαρτήτως επιπτώσεων στο κοινωνικό σύνολο.
2. Το συνολικό ύψος των πρόσθετων μέτρων είναι σαφώς μικρότερο σε σχέση με τα δύο προηγούμενα Μνημόνια.
3. Το ύψος των νέων μέτρων, παρ' ότι όλα δεν έχουν θεσμοθετηθεί και
εκτιμηθεί από την αρμόδια αρχή, που είναι το ΓΛΚ, είναι σημαντικά
μικρότερα σε ετήσια βάση.
4. Οι δημοσιονομικοί στόχοι (πρωτογενή πλεονάσματα) του νέου
προγράμματος είναι σημαντικά χαμηλότεροι των άλλων προγραμμάτων, γεγονός
που αφήνει περιθώρια σταδιακής ανάκαμψης της οικονομίας.
5. Τα μικρότερα πρωτογενή πλεονάσματα μπορούν να επιφέρουν καλύτερη προσαρμογή του ετήσιου κόστους των μέτρων.
6. Στο τρίτο Μνημόνιο προβλέπεται εξοικονόμηση του κόστους των μέτρων
λόγω της αναδιάρθρωσης του χρέους την τριετία 2016 - 2018. Η
αναδιάρθρωση χρέους δεν υπήρχε καν στα σχέδια Χαρδούβελη και Γιούνκερ.
7. Στο νέο Μνημόνιο επιτυγχάνεται ευνοϊκότερη προσαρμογή ετήσιου
κόστους λόγω αναδιάρθρωσης του χρέους. Συγκεκριμένα, τα 20 δισ. του ΔΝΤ,
τα οποία επιβαρύνονταν με επιτόκιο 3,8% (αυτό που δανείζεται βάσει των
SDR συν 100 μονάδες βάσης), θα περάσουν στον ESM με επιτόκιο 2,6%. Το
ίδιο θα συμβεί και με τα 27 δισ. της EΚΤ (προηγούμενο επιτόκιο 4,5%). Οι
παραπάνω διαφορές είναι μόνο ενδεικτικές, αφού το καθένα από τα
παραπάνω στοιχεία συντάχθηκε για διαφορετικό σκοπό και χρονικό ορίζοντα.
Φυσικά, δεν καθιστούν το νέο πρόγραμμα λιγότερο επαχθές για τον
ελληνικό λαό. Ωστόσο, στο χέρι μας είναι τη μάχη που χάσαμε στη
διαπραγμάτευση του προγράμματος διάσωσης της χώρας να την κερδίσουμε
ακολούθως στην πράξη, πείθοντας για την ικανότητα καταπολέμησης της
διαφθοράς και της φοροδιαφυγής, εκσυγχρονισμού του κράτους και
ανακατανομής των πόρων του ΕΣΠΑ υπέρ της δημιουργίας μαζικής
απασχόλησης, ώστε μαζί με την ελάφρυνση του χρέους να τονωθεί η ανάπτυξη
και να ανασάνει ο τόπος.
Ράνια Αντωνοπούλου - αναπληρώτρια υπουργός Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης
Πηγή: avgi.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου