Το κατά πόσο μια κοινωνία αντιμετωπίζει την κοινωνική ανισότητα ως πρόβλημα κοινωνικής δικαιοσύνης σχετίζεται με την ταξική ηγεμονία.
Οταν οι κυριαρχούμενοι αποδέχονται την κοινωνικά υποτελή θέση τους,
την αποδέχονται συνήθως και ως φυσική τάξη πραγμάτων, αν όχι και ως
δίκαιη διευθέτηση.
Για τις φιλελεύθερες και νεοφιλελεύθερες αντιλήψεις, που κυριαρχούν τις τελευταίες δεκαετίες, η ανισότητα δεν αποτελεί πρόβλημα.
Θεωρώντας τα άτομα εγγενώς άνισα μεταξύ τους, οι άνισες συνθήκες κάτω
από τις οποίες καταλήγουν να ζουν προβάλλουν ως φυσικό επακόλουθο.
Η αποδοχή της ανισότητας ως φυσικής κατάστασης συνδυάζεται και με την
άποψη ότι η κοινωνική πρόοδος είναι αποτέλεσμα της ατομικής προόδου, η
οποία προκύπτει μέσα από τον ανταγωνισμό.
Ετσι, ευδοκιμεί και η αντίληψη ότι το κοινό καλό εξυπηρετείται από τη
στήριξη της κοινωνίας στους πιο δυνατούς παίκτες (μαθητές,
επιχειρηματίες, αθλητές...), η ατομική πρόοδος των οποίων υποτίθεται ότι
θα διαχυθεί σταδιακά σε όλο το κοινωνικό σώμα.
Κάποιες εκδοχές του φιλελευθερισμού δέχονται ότι η ανισότητα αποτελεί
πρόβλημα κοινωνικής δικαιοσύνης και προσπαθούν να το αντιμετωπίσουν
μέσω της παροχής «ίσων ευκαιριών».
Οι ίσες ευκαιρίες, ωστόσο, οδηγούν σε άνισα αποτελέσματα, όταν τα
άτομα στα οποία προσφέρονται είναι εγγενώς άνισα, ενώ η κυριαρχία των
νεοφιλελεύθερων αντιλήψεων έχει περιορίσει τις πολιτικές, αλλά και την
απλή αναφορά στις ίσες ευκαιρίες.
Οι πολιτικές που ακολουθήθηκαν τις τελευταίες δεκαετίες οδήγησαν σε
εκρηκτική διεύρυνση των ανισοτήτων, κάτι που τις επαναφέρει στο
προσκήνιο ως ζήτημα κοινωνικής δικαιοσύνης, αλλά και ως παράγοντα που
περιορίζει τις προοπτικές ανάπτυξης.
Στην Ελλάδα της κρίσης η εισοδηματική ανισότητα διευρύνθηκε.
Μεταξύ 2010 και 2013, ο δείκτης 80/20 (δηλαδή ο λόγος του εισοδήματος
εκείνων που βρίσκονται στο υψηλότερο 20% σε σχέση με εκείνους που
βρίσκονται στο χαμηλότερο 20% της σχετικής κλίμακας) αυξήθηκε από 5,6 σε
6,6 φορές και ο δείκτης ανισοκατανομής Gini από 32,9 σε 34,4.
Λιγότερο ορατή είναι η διεύρυνση των ανισοτήτων στον χώρο της εκπαίδευσης.
Εδώ, κυριαρχούν στην κοινωνική και πολιτική ατζέντα ζητήματα που
ευαισθητοποιούν κυρίως μεσοστρωματικά νοικοκυριά, τα οποία στηρίζουν
στην εκπαίδευση την ελπίδα ότι τα παιδιά τους θα διατηρηθούν τουλάχιστον
στη δική τους κοινωνική θέση.
Σημαντική ορατότητα έχουν αποκτήσει τα προβλήματα απορρόφησης
αποφοίτων ΑΕΙ -ακόμη και «επίλεκτων» σχολών με μεταπτυχιακές σπουδές- σε
μια ασθμαίνουσα αγορά εργασίας. Η ανάδειξη του προβλήματος της διαρροής
εγκεφάλων (brain drain) δεν σχετίζεται μόνο με την αναμφισβήτητη
σοβαρότητα του προβλήματος για την ελληνική οικονομία, αλλά και με τα
κοινωνικά στρώματα που έχουν κυρίως θιγεί από τη σχετική εξέλιξη.
Οταν τη δεκαετία του 1990 χαμηλότερα στρώματα έχαναν σημαντικό μέρος
της πρόσβασής τους -μέσω σπουδών- στη δημόσια κυρίως απασχόληση, το
πρόβλημα είχε περιορισμένη ανάδειξη στην κοινωνική και πολιτική ημερήσια
διάταξη, παρά το ότι αποτέλεσε σημαντικό παράγοντα περαιτέρω
υποβάθμισης του αναιμικού και όψιμα αναπτυγμένου κοινωνικού κράτους.
Η αυξανόμενη κοινωνική ανισότητα όσον αφορά την
πρόσβαση στην εκπαίδευση είναι σήμερα μάλλον περιορισμένη, με αποτέλεσμα
να μην αναδεικνύεται ως βασικό πρόβλημα προς επίλυση.
Αυτό οφείλεται, ώς ένα βαθμό, και στο ότι η ανισότητα αυτή δεν
γίνεται εύκολα αντιληπτή, σε αντίθεση με άλλες χώρες, όπου οι
εκπαιδευτικές διαδρομές διαχωρίζονται κοινωνικά με πιο ευδιάκριτο τρόπο
και από πολύ νεαρή ηλικία -όπως στη Γερμανία, για παράδειγμα.
Στην Ελλάδα, οι εξόφθαλμα προνομιακές διαδρομές στην εκπαίδευση
αφορούν το μικρό σχετικώς ποσοστό μαθητών στα «επίλεκτα» ιδιωτικά και
ορισμένα πρότυπα δημόσια σχολεία και, στη συνέχεια, τις σπουδές σε
φημισμένα πανεπιστήμια μιας μικρής ομάδας ξένων χωρών.
Στο άλλο άκρο, οι πιο δυσμενείς διαδρομές που τερματίζονται γρήγορα
(σχολική διαρροή) ή είναι απολύτως αναποτελεσματικές (λειτουργικός
αναλφαβητισμός) έχουν, επίσης, σχετικώς μικρό ειδικό βάρος και αφορούν
συχνά κοινωνικά αποκλεισμένες ομάδες, όπως οι Ρομά.
Η μεγάλη πλειονότητα των μαθητών/τριών περνά μέσα από το ενιαίο
δημόσιο σχολείο και η πρόσβαση στην τριτοβάθμια εκπαίδευση εξαρτάται
κυρίως από την επίδοση σε ενιαίες και αδιάβλητες εισαγωγικές εξετάσεις.
Ετσι, δημιουργείται η πεποίθηση ότι πρόκειται για μια διαδικασία που
προσφέρει ίσες ευκαιρίες στη μεγάλη πλειονότητα του μαθητικού πληθυσμού,
αν εξαιρέσει κανείς τις κοινωνικά άνισες δυνατότητες προετοιμασίας για
τις εισαγωγικές εξετάσεις.
Εάν υπήρχαν πραγματικά ίσες ευκαιρίες, η κοινωνική καταγωγή των
φοιτητών/τριών σε όλες τις σχολές και τμήματα της τριτοβάθμιας
εκπαίδευσης θα ήταν παραπλήσια της κατανομής των κοινωνικών ομάδων στον
συνολικό πληθυσμό. Κάτι τέτοιο, όμως, δεν συμβαίνει.
Αντίθετα, τα δεδομένα που αφορούν το επίπεδο εκπαίδευσης και το
επάγγελμα των γονέων των φοιτητών/τριών σε όλα τα τμήματα των ΑΕΙ που δημοσιεύει η ΕΛΣΤΑΤ δείχνει ότι η κοινωνική προέλευση παίζει πολύ σημαντικό ρόλο και ότι ο ρόλος αυτός διευρύνθηκε μέσα στην κρίση.
Στο διάγραμμα 1 φαίνεται ότι εκείνοι που οι γονείς τους είναι
απόφοιτοι τριτοβάθμιας εκπαίδευσης έχουν σχεδόν διπλάσιες πιθανότητες
από τον μέσο υποψήφιο να φοιτήσουν σε ΑΕΙ και ότι μεταξύ 2010 και 2013 η
απόσταση αυξήθηκε από 1,9 σε 2,3 φορές.
Ακόμη πιο άνισες είναι οι πιθανότητες όσον αφορά τη φοίτηση σε
«επίλεκτες» σχολές (Διάγραμμα 2): 3,1 φορές περισσότερες από εκείνες του
μέσου υποψήφιου για το 2010 και αύξηση σε 3,6 φορές το 2013.
Η ανισότητα είναι καταλυτική όσον αφορά τις πιθανότητες όσων
προέρχονται από γονείς 3βάθμιας εκπαίδευσης σε σχέση με εκείνες των
μαθητών/τριών που προέρχονται από γονείς γυμνασιακής εκπαίδευσης το
πολύ: Πενταπλάσιες για την εισαγωγή σε ΑΕΙ το 2010 που διευρύνθηκαν σε
7,6 φορές το 2013 και 17,7 φορές περισσότερες όσον αφορά την εισαγωγή σε
«επίλεκτες» σχολές το 2010 που αυξήθηκαν σε 28 φορές περισσότερες το
2013.
Είναι γνωστό ότι η εκπαίδευση δεν μορφώνει απλώς τις νέες γενιές.
Ταυτόχρονα ιεραρχεί τα μέλη τους βάσει της επίδοσής τους, διαμορφώνοντας
άνισες προοπτικές κοινωνικής κινητικότητας.
Η ιεράρχηση αυτή αναπαράγει σε μεγάλο βαθμό τις ταξικές ιεραρχίες και άλλες διακρίσεις των προηγούμενων γενεών.
Σημαντικός ρόλος του σχολείου είναι και η μείωση αυτών των κοινωνικών
ανισοτήτων και διακρίσεων, ρόλος που έχει παραγκωνιστεί από τις
νεοφιλελεύθερες αντιλήψεις και πολιτικές.
Η κοινωνική ανισότητα που διέπει τις εκπαιδευτικές διαδρομές, παρά τη
σχετικώς περιορισμένη ορατότητά της, αποτελεί κεντρικό ζήτημα
κοινωνικής δικαιοσύνης που πρέπει να αντιμετωπισθεί μαζί με τα πολλά
άλλα προβλήματα που έχουν συσσωρευθεί σε όλες τις εκπαιδευτικές βαθμίδες
και έχουν επιδεινωθεί από την κρίση.
Η επιστολή δημοσιεύτηκε στη στήλη «Ελεύθερη 'Εκφραση» στην «Εφημερίδα των Συντακτών»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου