Τη δραχμή και το Grexit φοβούνταν, από το γουάν το βρήκαν τελικά οι
διεθνείς αγορές, που συγκλονίζονται τα τελευταία 24ωρα από τη ραγδαία
-πλην συντεταγμένη– υποτίμηση του κινεζικού νομίσματος έναντι του
δολαρίου και των άλλων διεθνών νομισμάτων αναφοράς.
Μια υποτίμηση που επιδέχεται πολλές ερμηνείες, αλλά για αρκετούς
αναλυτές αποτελεί την έναρξη ενός νέου νομισματικού πόλεμου μεταξύ των
μεγάλων οικονομιών, με την Κίνα να ρίχνει την πρώτη ομοβροντία...
Η αρχή έγινε την Τρίτη, όταν το «νόμισμα του λαού» (ρεν-μιν-μπι, στα
κινεζικά, και γουάν για τους ξένους) αφέθηκε αιφνιδιαστικά να
διολισθήσει κατά 1,9% έναντι του δολαρίου, πυροδοτώντας ένα δραματικό
ξεπούλημα στις μετοχές αμερικανικών και ευρωπαϊκών εταιρειών που εξάγουν
προϊόντα τους στην κινεζική αγορά.
Το ξεπούλημα κλιμακώθηκε την Τετάρτη, μετά από νέα υποχώρηση 1,6%,
και κορυφώθηκε την Πέμπτη, με την τιμή spot του γουάν στην Κίνα να
υποχωρεί στα 6,45 ανά δολάριο, στα χαμηλότερα επίπεδά του από τον
Αύγουστο του 2011, παρά την πυροσβεστική «παρέμβαση» της Κεντρικής
Τράπεζας της Κίνας, που προσπάθησε να καθησυχάσει τους πανικόβλητους
επενδυτές, διαβεβαιώνοντας πως «υπό το φως της εσωτερικής και διεθνούς
οικονομικής κατάστασης δεν υπάρχουν οικονομικοί λόγοι για μία περαιτέρω
υποτίμηση του γουάν».
Ομως οι αγορές δεν πείστηκαν: ο πέλεκυς έπεσε βαρύς στις μετοχές
εταιρειών ειδών πολυτελείας, όπως οι Hermes International, Porsche,
Christian Dior και Burberry, αλλά και των περισσότερων μεγάλων
αυτοκινητοβιομηχανιών, ιδίως των γερμανικών, συμπαρασύροντας προς τα
κάτω τους γενικούς δείκτες στα χρηματιστήρια του Λονδίνου, του Μιλάνου,
της Φρανκφούρτης και των Παρισίων.
Εξίσου μεγάλη ήταν η πτώση που παρατηρήθηκε και στις αγορές
εμπορευμάτων, ιδιαίτερα όσον αφορά τις βιομηχανικές πρώτες ύλες (χαλκός,
χάλυβας κ.ά.) και το πετρέλαιο, που έφτασε ακόμη και στα 44 δολάρια ανά
βαρέλι.
«Βουτιά» σε επίπεδα που έχουν να δουν οι αγορές από τη μεγάλη κρίση
των «χάρτινων τίγρεων» του 1997-98 έκαναν και τα περισσότερα ασιατικά
νομίσματα – το μαλαισιανό ρίνγκιτ, η ινδονησιακή ρουπία, τα δολάρια της
Σιγκαπούρης και της Ταϊβάν κτλ.
Αγωνία για τις εξαγωγές
Ο κύριος λόγος πίσω από το παγκόσμιο κύμα ανησυχίας ήταν πως οι
αναλυτές, αλλά και οι ίδιες οι πληττόμενες εξαγωγικές επιχειρήσεις στην
Ευρώπη και τις ΗΠΑ, που τα τελευταία χρόνια βλέπουν την εκκολαπτόμενη
κινεζική «μεσαία τάξη» σαν ένα νέο Ελντοράντο για τα προϊόντα τους,
ερμηνεύουν την ξαφνική κίνηση του Πεκίνου σαν ένα ξεκάθαρο μήνυμα ότι το
συγκεκριμένο πάρτι τελειώνει λόγω της ταχύτερης του αναμενόμενου
επιβράδυνσης της κινεζικής οικονομίας.
Μάλιστα αρκετοί αναλυτές εκτιμούν ότι οι επικεφαλής των εμπλεκόμενων
μεγάλων επιχειρήσεων θεωρούν πλέον δεδομένο ότι ο όγκος των εξαγωγών
τους προς την Κίνα θα μειωθεί δραματικά τους ερχόμενους μήνες και
χρόνια, καθώς η διαφορά στις τιμές ειδών πολυτελείας μπορεί να ενισχυθεί
ακόμα περισσότερο· ήδη σε ορισμένες περιπτώσεις η αξία του ίδιου
προϊόντος «είναι τώρα 50% υψηλότερη στην Κίνα από του αντίστοιχου στη
Δυτική Ευρώπη».
Στην πραγματικότητα, αυτό που φοβούνται όλοι είναι ότι το
προαναγγελθέν από τους ειδικούς «ξεφούσκωμα» της κινεζικής οικονομίας,
μετά από μία δεκαπενταετία σχεδόν ασταμάτητης, ξέφρενης ανάπτυξης, χάρη
στη μαζική παραγωγή και εξαγωγή πάμφθηνων προϊόντων, που φυσικά
στηρίχτηκε στους πολύ χαμηλούς μισθούς, θα εξελιχθεί ταχύτερα του
αναμενόμενου συμπαρασύροντας την παγκόσμια οικονομία.
Είναι χαρακτηριστικό πως μόνο τον Ιούλιο οι κινεζικές εξαγωγές
μειώθηκαν ανησυχητικά κατά 8,3%, ενώ αρνητικοί είναι για πρώτη φορά εδώ
και χρόνια και οι δείκτες για τα νεόδμητα σπίτια, την παραγωγή τσιμέντου
και χάλυβα κ.ά.
Η Κεντρική Τράπεζα της Κίνας προσπάθησε να διασκεδάσει αυτούς τους
φόβους τονίζοντας πως το ποσοστό ανάπτυξης στη χώρα «παραμένει υψηλό»,
έτσι ώστε να παρουσιαστεί η απόφαση της υποτίμησης σαν μια απλή απόπειρα
να ακολουθήσει τις ανάλογες τακτικές «currency dumbing» (τεχνητής
υποτίμησης) και να γίνουν ανταγωνιστικότερες οι εξαγωγές - κάτι που
εφάρμοσαν το τελευταίο διάστημα οι σοβαρότεροι εμπορικοί ανταγωνιστές
τους, δηλαδή οι ΗΠΑ, η Ιαπωνία και η Ευρώπη.
Για «μεταρρυθμιστική απόφαση» κάνει λόγο άλλωστε σε σχετική ανάλυσή
του και ο οίκος αξιολόγησης Standard & Poor’s, που εκτιμά ότι δεν
πρόκειται για αιτία νομισματικού πολέμου, αλλά για προσπάθεια βελτίωσης
της λειτουργίας της αγοράς συναλλάγματος και για να ευθυγραμμιστεί με
τους όρους του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου.
Ομως οι καθησυχαστικές -και υπεραπλουστευτικές- αυτές ερμηνείες δεν
αποδίδουν σωστά την κατάσταση σε μια εξαιρετικά ευμετάβλητη αγορά γεμάτη
«φούσκες» και με αυξανόμενο δείκτη εντροπίας, όπου ισχύει το χαοτικό
«φαινόμενο της πεταλούδας»: ακόμη και μια μικρή τοπική μεταβολή σε ένα
πολύπλοκο σύστημα μπορεί να οδηγήσει με γεωμετρική πρόοδο σε τεράστιες
αλλαγές.
Ηδη, για παράδειγμα, πολλοί αναλυτές θεωρούν ότι η αμερικανική
κεντρική τράπεζα, η Fed, θα αναγκαστεί πλέον να προχωρήσει σε αύξηση των
επιτοκίων μέσα στον Σεπτέμβρη, ανατρέποντας την πολιτική «ποσοτικής
χαλάρωσης» (Quantitative Easing, για συντομία QE), που συνέβαλε στην
ταχύτερη έξοδο της αμερικανικής οικονομίας από την κρίση του 2007,
φυσικά σε βάρος των ανταγωνιστών της.
«Φωτοτυπώντας» όλο και περισσότερα δολάρια, η Αμερική ουσιαστικά
υποτίμησε φέτος σταδιακά το νόμισμά της κατά 10% έναντι του γουάν, ενώ
κάτι αντίστοιχο ξεκίνησε να κάνει και η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα με το
πρόγραμμα επαναγοράς ομολόγων του Μάριο Ντράγκι.
Κατά κάποιο τρόπο, η Κίνα υποτιμά το νόμισμά της σε «αντίποινα» γι' αυτές τις κινήσεις από πλευράς των δυτικών χωρών.
Αλλωστε έχει δει τις εξαγωγές της προς την (οικονομικά ασθμαίνουσα)
Ευρώπη να υποχωρούν συνολικά φέτος κατά 12,1% και προς την Ιαπωνία κατά
10,2%.
Τα δις... εξαμαρτείν
Αμερικανοί και Ευρωπαίοι αξιωματούχοι έκαναν αμέσως λόγο για
«πολεμική ενέργεια» της Κίνας: οι «πρωτοκλασάτοι» Δημοκρατικοί
γερουσιαστές Τσαρλς Σούμερ και Σάντερ Λέβιν υποστήριξαν ότι η υποτίμηση
εντάσσεται στην προσπάθεια του Πεκίνου «να συντηρήσει το αθέμιτο
εξαγωγικό της πλεονέκτημα» έναντι των αμερικανικών προϊόντων και κάλεσαν
την κυβέρνηση Ομπάμα να εντείνει τις πιέσεις προς την Κίνα για
αντιστροφή αυτής της τάσης.
Κυβέρνηση και επιχειρηματική ελίτ των ΗΠΑ ανησυχούν γενικώς για τη
διάθεση της Κίνας να αυτονομηθεί από το υπάρχον «δολαριοκρατούμενο»
οικονομικό πλαίσιο. Ως γνωστόν η Ουάσινγκτον έδωσε τους τελευταίους
μήνες σκληρό αγώνα για να πείσει τους συμμάχους της -όπως π.χ. τη
Βρετανία και τη Γαλλία- να μη συνυπογράψουν την ιδρυτική πράξη της νέας
Ασιατικής Τράπεζας Επενδύσεων και Υποδομών(AIIB), της κινεζικής
«εναλλακτικής» στο ΔΝΤ και την Παγκόσμια Τράπεζα, που εσχάτως ακούστηκε
πολύ και ως πιθανός μελλοντικός «πιστωτής ύστατης καταφυγής» για την
Ελλάδα.
Στην πραγματικότητα, η Κίνα δεν έχει λόγο να ξεκινήσει σύντομα έναν
ανοιχτό νομισματικό πόλεμο με τη Δύση. Δεν είναι ωστόσο διατεθειμένη να
παρακολουθεί αμέτοχη τα συναλλαγματικά παιχνίδια σε βάρος της και σαφώς
διεκδικεί ενεργότερο ρόλο στο παγκόσμιο οικονομικό γίγνεσθαι.
Ταυτόχρονα προσπαθεί να θωρακιστεί από τις παρενέργειες της δικής της
φούσκας στις μετοχές και κυρίως στα ακίνητα, που για πολλούς αναλυτές
αποτελεί αυτή τη στιγμή την «αχίλλειο πτέρνα» του παγκόσμιου συστήματος.
Οπως θα θυμάστε, πριν από λίγες εβδομάδες το κινεζικό χρηματιστήριο
απειλήθηκε με «κραχ», εν μέρει λόγω και των εξελίξεων στην Ελλάδα, και
χρειάστηκε η ωμή παρέμβαση της κυβέρνησης, που απαγόρευσε την πώληση
μεγάλων πακέτων μετοχών για έξι μήνες (!), ώστε να... αποκατασταθεί η
τάξη.
Ομως τέτοιου είδους παρεμβάσεις δεν αρκούν για να θεραπεύσουν τη
δομική πλέον αστάθεια της παγκόσμιας οικονομίας, καθώς καταρρίπτεται με
δραματικό τρόπο η θεωρία ότι η ανερχόμενη κινεζική μεσαία τάξη θα
μπορούσε να παίξει τον ρόλο της καταναλωτικής «ατμομηχανής» για την
ανάκαμψη ολόκληρου του κόσμου μετά την κρίση του 2008.
2 τρισεκατομμύρια
Το ολοκληρωτικό κινεζικό καθεστώς, η κομματική ολιγαρχία που
διαχειρίζεται αυτό το πρωτοφανές παραγωγικό υβρίδιο καπιταλισμού και
«κομμουνισμού», που τα τελευταία χρόνια μετατράπηκε σε «εργοτάξιο του
πλανήτη», ξόδεψε στις αρχές του νέου αιώνα κάπου 2 τρισεκατομμύρια
δολάρια από τα τεράστια εμπορικά πλεονάσματα της Κίνας αγοράζοντας
αμερικανικά και άλλα ομόλογα.
Με αυτήν την κίνηση στην ουσία χρηματοδότησε εμμέσως τις εξαγωγές της
προς τις ΗΠΑ και τις άλλες δυτικές χώρες, κατά τον ίδιο περίπου τρόπο
που οι γερμανικές και γαλλικές τράπεζες δάνειζαν δισεκατομμύρια στην
Ελλάδα για να αγοράζει τα προϊόντα των διαπλεκόμενων με αυτές
«ομόσταβλων» βιομηχανιών.
Από το 2008 και μετά, αντιμέτωπη με το χρηματοπιστωτικό «κραχ» στην
Εσπερία, το Πεκίνο άλλαξε τροπάρι και «φόρτωσε» την εσωτερική οικονομία
του ξοδεύοντας πάνω από 600 δισεκατομμύρια δολάρια σε εγχώρια επενδυτικά
προγράμματα «τόνωσης», ώστε να δημιουργήσει εγχώρια ζήτηση και να
κατανικήσει με αυτόν τον πλάγιο τρόπο τον αρνητικό κύκλο της ύφεσης στις
χώρες-πελάτες των προϊόντων της.
Ομως τελικά το μόνο που όπως φαίνεται κατάφερε ήταν να παρατείνει
τεχνητά για μερικά χρόνια τούς αφύσικα υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξής της.
Και, ως γνωστόν, όσο πιο ψηλά πετά κανείς τόσο πιο άσχημα πέφτει!
Οπως έγραψε και η... επίσημη εφημερίδα της οικονομικής ελίτ, οι
Financial Times, «μοιάζει απίθανο να θέλει η Κίνα να μετατρέψει τις
υφιστάμενες νομισματικές αψιμαχίες της με τους εμπορικούς της εταίρους
σε ευρείας κλίμακας οικονομικό πόλεμο, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι θα
μπορέσει να ελέγξει πλήρως τις βαθύτερες επιπτώσεις των ενεργειών της»!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου