Η γλώσσα των εφημερίδων
προκαλεί, στις εφημερίδες, ατέλειωτες συζητήσεις και συγκρούσεις και
αφορισμούς. Βάζοντας στο στόχαστρο την «ακατανόητη πρόζα» ορισμένων
συντακτών ή διανοουμένων ή πολιτικών, κάθε τόσο κάποιος πονηρός
δημοσιογράφος ανοίγει τις εχθροπραξίες ενάντια στη γλώσσα «διά τους
έχοντες εργασίαν».
Θα ήταν ένα θαυμάσιο πράγμα αν αυτές οι επιθέσεις υπηρετούσαν το να ξεκαθαρίσουν τους όρους της querelle.
Αντίθετα, πρόκειται μόνο για το κλείσιμο του ματιού προς τον «μέσο
αναγνώστη», ο οποίος, υποβοηθώντας τη βαρεμάρα που βρίσκεται στον καθένα
μας, οδηγείται στο να καταλάβει μόνο τα πράγματα που έχει ήδη καταλάβει
και να απορρίψει, συχνά με απέχθεια, μαζί μ’ αυτά που δεν αξίζουν,
ακόμη κι αυτά που θα έπρεπε να γίνουν κατανοητά.
Η βιασύνη με την οποία διαβάζονται οι εφημερίδες, οι εξυπνάδες που βρίσκονται μέσα σ’ αυτές, δικαιολογούν πλήρως την άρνηση.
Παρ' όλ’ αυτά, επιμένω να θεωρώ ότι αυτός ο φοβερός «μέσος
αναγνώστης», τόσο αφηρημένος, τόσο απειλητικός, τόσο παντοδύναμος και
πανταχού παρών, δεν έχει πάντα δίκιο.
Εν τω μεταξύ, μου φαίνεται ότι ένας αναγνώστης μπορεί να πει τη γνώμη
του και να έχει δίκιο (αν έχει δίκιο), όχι επειδή είναι μέσος, αλλά
επειδή είναι ο Αλφα, ο Βήτα, ή ο Γάμα, δηλαδή όταν δεν ταυτίζεται με
κάποια στατιστική αξία αλλά δέχεται με μετριοφροσύνη τον ρόλο του
ανθρώπου σε όλη του τη διάσταση.
Υποστηρίζω, επίσης, ότι ένας αναγνώστης ενδέχεται να μην καταλαβαίνει
τα δύσκολα κείμενα, ακόμη και τα εύκολα. Πιστεύω ακράδαντα ότι μπορείς
να γίνεσαι απολύτως κατανοητός χωρίς να λες απολύτως τίποτε και
ταυτόχρονα να είσαι και ακατανόητος. Πράγματι, είναι δύσκολο να
καταλάβεις το τίποτε.
Γενικά, για να δώσουν υπόσταση στην πρόζα, όχι πάντα κρυστάλλινη, των
συναδέλφων τους, οι φίλοι του μέσου αναγνώστη δεν κουράζουν ούτε το
κοινό ούτε το μυαλό τους στην αναζήτηση σχολίων που υποβοηθούν στο να
καθορίσουν τη φύση, σίγουρα ποικίλη, της ασάφειας που καταγγέλλουν ή
μάλλον μόνο τον τύπο των σχέσεων που προκαλούν σ’ αυτούς.
Περιορίζονται στο να ανοίγουν τον τυφλοσούρτη και να ψαρεύουν απ’ το
πηγάδι των κοινών τόπων τη φόρμουλα: «πρόζα διά τους έχοντες εργασίαν».
Μ’ αυτόν τον τρόπο αισθάνονται να έχουν εκπληρώσει το καθήκον τους ως δημοσιογράφοι. Πράγματι, υπήρξαν σαφέστατοι.
Υπάρχει μήπως κανείς που δεν καταλαβαίνει αυτή την πρόταση, όταν κάθε
βδομάδα, κάθε μέρα, κάθε ώρα, δημοσιογράφοι και τηλεσχολιαστές τη
χρησιμοποιούν για να κάνουν υπαινιγμούς στις δυσνόητες εκφράσεις των
άλλων;
Η φράση είναι ξεκάθαρη, δεν υπάρχει αμφιβολία. Αλλά σημαίνει κάτι,
πέρα από μια γενική αναφορά στην ενόχληση που όλοι μπορούν να νιώσουν
διαβάζοντας και ακούγοντας εκφράσεις σύνθετες, δύσκολες ή απλώς χωρίς
νόημα;
Χρησιμεύει σε κάτι να διακρίνουμε ανάμεσα στις δυσκολίες της πρόζας κάποιου γλωσσολόγου και των ομιλιών ενός πολιτικού;
Προσθέτει γνώση στην ενόχληση; Είναι κάτι παραπάνω από ένα επιφώνημα;
Χαράζει μια διακριτή γραμμή ανάμεσα σ’ αυτό που είναι δύσκολο, γιατί
είναι δύσκολο το αντικείμενο για το οποίο μιλάει ή γράφει, και αυτό που
είναι δύσκολο γιατί είναι συγκεχυμένος, ιδιότροπος, μπερδεμένος και,
ίσως, αγράμματος αυτός που γράφει ή μιλάει;
Ας πάρουμε λοιπόν τη φράση: «Το κόμμα Αλφα θέλει να προωθήσει μια
δημοκρατική συζήτηση σε όλα τα επίπεδα για την επεξεργασία από τα κάτω
του δημοκρατικού Συντάγματος»∙ ή: «Οι λαοί που επιθυμούν την ειρήνη θα
εμποδίσουν τον πόλεμο»∙ ή ακόμη: «Ας δώσουμε στους νέους την προοπτική
της ανάπτυξης, ο δρόμος για την κατάκτηση του μέλλοντος είναι
κατηφορικός»∙ ή τέλος: «Δεν είμαστε διατεθειμένοι να εκχωρήσουμε αμαχητί
τα αδιαφιλονίκητα ιδανικά μας».
Υπάρχει μήπως μία και μόνη λέξη ασαφής σ’ αυτά τα παραδείγματα; Θα
μπορούσαμε να πούμε ότι η σύνταξη αυτών των φράσεων είναι πολύπλοκη;
Οχι, είναι φράσεις εύκολες, απλές, κατανοητές από όλους.
Πράγματι, δεν νομίζω να φτάνουν στις εφημερίδες γράμματα διαμαρτυρίας
για να καταγγείλουν τον ερμητισμό τους. Αντίθετα, νομίζω ότι είναι
τρομερά δύσκολες, ακατανόητες, γιατί δεν σημαίνουν απολύτως τίποτε ή,
τουλάχιστον, είναι κάτι σαν «ελπίζουμε για το καλύτερο», «η ελπίδα
πεθαίνει τελευταία», «ο Θεός να σας βοηθήσει εσάς τους νέους»,
«καταλάβατε τι τύπος ανθρώπου είμαι;».
Να λοιπόν: σ’ αυτές τις επαναλαμβανόμενες συζητήσεις και διαμάχες
σχετικά με το εύκολο και το δύσκολο, το καθαρό και το ασαφές, για ποιο
λόγο δεν παρουσιάζουμε το σημαίνον και το σημαινόμενο, το κενό και το
πλήρες, κι ακόμη, το άσχημο και το όμορφο;
Αν το κάναμε, θα μπορούσαμε να διαπιστώσουμε ότι ο κατάλογος των
κριτηρίων θα ήταν ακόμη πιο πλούσιος και ποικίλος όσο δεν μπορεί να
φανταστεί «ο φίλος του μέσου αναγνώστη», με τη φιλοσοφία του περί των
εχόντων και μη εχόντων εργασία.
Ετσι θα βλέπαμε ότι μπορούν να υπάρχουν εκφράσεις:
1. δύσκολες, όμορφες και κατανοητές∙
2. δύσκολες, άσχημες και κατανοητές∙
3. δύσκολες, άσχημες και ακατανόητες∙
4. εύκολες, όμορφες και κατανοητές∙
5. εύκολες, άσχημες και κατανοητές∙
6. εύκολες, άσχημες και ακατανόητες.
Είναι η επικοινωνία τού τίποτε (εύκολο ή δύσκολο, για τους έχοντες
εργασία ή για τους πνευματικά άνεργους) που θα πρέπει να μας
τρομοκρατεί.
Εκτός φυσικά από τον φοβερό και ακαταμάχητο μέσο αναγνώστη, που
καταλαβαίνει μόνον αυτά που έχει ήδη καταλάβει και δεν θα είναι ποτέ
ευχαριστημένος μέχρι να μπορεί να διαβάζει κάθε μέρα, σε όλες τις
εφημερίδες, το ίδιο πάντα άρθρο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου